Το Ιράν θέλει την πυρηνική συμφωνία που έκανε | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Ιράν θέλει την πυρηνική συμφωνία που έκανε

Μην ζητήσετε από την Τεχεράνη να ικανοποιήσει νέες απαιτήσεις

Ως υποψήφιος πρόεδρος το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ δεσμεύθηκε να σταματήσει να σπαταλά αμερικανικό αίμα και πλούτο σε πολέμους στην Δυτική Ασία. Κατά την διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ αντίθετα παγίδεψε περαιτέρω τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή και πυροδότησε διχασμούς στο σημείο όπου ένα μικρό περιστατικό μπορούσε γρήγορα να ξεφύγει από τον έλεγχο και να οδηγήσει σε έναν μεγάλο πόλεμο.

Η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει μια θεμελιώδη επιλογή. Μπορεί να αγκαλιάσει τις αποτυχημένες πολιτικές της διοίκησης Τραμπ και να συνεχίσει τον δρόμο της περιφρόνησης προς την διεθνή συνεργασία και το διεθνές δίκαιο -μια περιφρόνηση που είναι εντόνως εμφανής στην απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών το 2018 να αποσυρθούν μονομερώς [1] από το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action), κοινώς γνωστή ως η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, που είχε υπογραφεί από το Ιράν, την Κίνα, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Ή, η νέα διοίκηση μπορεί να απορρίψει τις αποτυχημένες παραδοχές του παρελθόντος και να επιδιώξει την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στην περιοχή.

25012021-1.jpg

Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Mohammad Javad Zarif, στην Γενεύη της Ελβετίας, τον Οκτώβριο του 2019. Denis Balibouse / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, μπορεί να επιλέξει έναν καλύτερο δρόμο τερματίζοντας την αποτυχημένη πολιτική της «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ και επιστρέφοντας στην συμφωνία που ο προκάτοχός του εγκατέλειψε. Εάν το κάνει, το Ιράν θα επιστρέψει επίσης στην πλήρη εφαρμογή των δεσμεύσεών μας στο πλαίσιο της πυρηνικής συμφωνίας. Αν όμως η Ουάσινγκτον επιμείνει στην απόσπαση παραχωρήσεων, τότε αυτή η ευκαιρία θα χαθεί.

Ορισμένοι Δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και αναλυτές συνεχίζουν να μιλούν για «ανάσχεση» του Ιράν. Αλλά θα πρέπει να θυμούνται ότι ως ισχυρός παίκτης στην περιοχή, το Ιράν έχει θεμιτές ανησυχίες ασφάλειας, δικαιώματα και συμφέροντα -όπως και κάθε άλλο έθνος. Πρέπει να αναγνωρίσουν αυτές τις ανησυχίες αντί να προσυπογράφουν την κουρασμένη αυταπάτη ότι το Ιράν δεν πρέπει να απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με κάθε άλλο κυρίαρχο έθνος. Πάντα κάναμε ξεκάθαρα σαφές ότι θα ανταποκριθούμε θετικά σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για περιφερειακό διάλογο που προωθείται με καλή πίστη. Για εμάς, η καλή θέληση γεννά καλή θέληση.

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Οι τελευταίες δύο δεκαετίες στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή μας προκάλεσαν ανείπωτες ζημιές, ενώ πέτυχαν λίγα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών και Δημόσιων Υποθέσεων Watson (Watson Institute for International and Public Affairs), οι πόλεμοι που ακολούθησαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έχουν κοστίσει άμεσα τουλάχιστον 800.000 ζωές [2] -και έμμεσα, πολλές περισσότερες. Από το 2001, τουλάχιστον 37 εκατομμύρια άνθρωποι στην περιοχή έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Χάρη στις εισβολές και τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ, η γειτονιά του Ιράν έχει γίνει η πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή στον κόσμο. Η Σαουδική Αραβία, μια χώρα με εγγενή πληθυσμό μόλις 27 εκατομμυρίων, είναι ο κορυφαίος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο [3], αγοράζοντας κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), ένας άλλος κορυφαίος αγοραστής όπλων των ΗΠΑ, δεν έχει περισσότερους από 1,5 εκατομμύρια πολίτες, αλλά είναι ο όγδοος μεγαλύτερος αγοραστής όπλων στον πλανήτη. Αυτές οι χώρες έχουν χρησιμοποιήσει τα όπλα που αγόρασαν για να ρίξουν θάνατο και καταστροφή σε αμάχους στην Υεμένη, και ο Λευκός Οίκος τους έδωσε πρώτα ένα πράσινο φως, υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, και στην συνέχεια λευκή επιταγή (carte blanche), υπό τον Τραμπ, για να το πράξουν.

Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, η Ουάσινγκτον πήγε την προτίμησή της για σύγκρουση απευθείας στην πόρτα του Ιράν. Τον περασμένο Ιανουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δολοφόνησαν τον στρατηγό Qasem Soleimani [4], καθιστώντας μια ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση σε μια περιοχή που μαστίζεται από τρομοκρατική βία, ακόμη πιο ασταθή. Η δολοφονία αφαίρεσε έναν κορυφαίο διοικητή από τον αγώνα για να απωθήσει το αποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) και άλλες μαχητικές ομάδες από το Ιράκ και την Συρία -και πρόσθεσε ένα ασυγχώρητο έγκλημα στο ήδη μακρύ μητρώο αδικημάτων των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν εύκολα να αναιρέσουν την ζημία που προκάλεσαν οι ενέργειές τους. Αλλά μια νέα διοίκηση μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο σφάλμα της προκατόχου της, και αυτή είναι η αποχώρηση του Τραμπ το 2018 από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν [5]. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να τορπιλίσει ένα μεγάλο πολυμερές διπλωματικό επίτευγμα και στην συνέχεια ξεκίνησε μια εκστρατεία ωμού οικονομικού πολέμου στοχεύοντας τον ιρανικό λαό, ουσιαστικά τιμωρώντας το Ιράν για την προσήλωσή του σε μια συμφωνία που εγκρίθηκε από τον ΟΗΕ. Οι κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ έκαναν σχεδόν αδύνατο για το Ιράν να εισάγει ακόμη και τα είδη που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Αλλά αυτές οι δυσκολίες δεν μας ανάγκασαν να παραδοθούμε, ούτε έκαναν την οικονομία μας να καταρρεύσει ούτε άλλαξαν τον στρατηγικό μας υπολογισμό.

Αντίθετα, η πίεση ενάντια στο Ιράν παράγει ξανά και ξανά -και θα παράγει πάντα- το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το 2005, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ζήτησαν από το Ιράν να παραιτηθεί από το δικαίωμα εμπλουτισμού ουρανίου και επέβαλλαν άδικα κυρώσεις μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρά την οικονομική πίεση, μεταξύ του 2005 και του 2012, το Ιράν αύξησε τον αριθμό των φυγοκεντρητών από 200 σε 20.000 και παρήγαγε περισσότερες από 17.000 λίβρες εμπλουτισμένου ουρανίου με συγκέντρωση 3,67% και περισσότερες από 440 λίβρες εμπλουτισμένου κατά 20% ουρανίου. Ομοίως, η εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» της διοίκησης Trump συνέπεσε με την διόγκωση του αποθέματος ουρανίου χαμηλού εμπλουτισμού από 660 σε 8.800 λίβρες και την αναβάθμιση των φυγοκεντρητών μας από τα παλαιότερα μοντέλα IR-1 στα μακράν πιο ισχυρά IR-6.

Η απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από την πυρηνική συμφωνία απέδειξε ένα πράγμα -ότι η υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών του Ιράν έχει μεγαλύτερο βάρος από εκείνη του πανίσχυρου προέδρου των ΗΠΑ. Ακόμη και ο Ομπάμα απέτυχε να εμποδίσει το Κογκρέσο των ΗΠΑ να περάσει μια δεκαετή παράταση του Νόμου περί Κυρώσεων στο Ιράν, σε σαφή παραβίαση της ίδιας της συμφωνία που διαπραγματεύθηκε η διοίκησή του. Η αδιαφορία του Τραμπ για τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ -παραβίασε όχι μόνο την πυρηνική συμφωνία, αλλά και το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επικυρώνει την συμφωνία- ενίσχυσε την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας αναξιόπιστος εταίρος.

Οπότε ναι, το Ιράν έχει αυξήσει σημαντικά τις πυρηνικές του δυνατότητες [6] από τον Μάιο του 2019 -αλλά το έχει πράξει σε πλήρη συμμόρφωση με την παράγραφο 36 της πυρηνικής συμφωνίας, η οποία επιτρέπει στο Ιράν να «σταματήσει να εκτελεί τις δεσμεύσεις του» βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση που ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος σταματήσει να εκτελεί τις δικές του. Εάν η νέα αμερικανική κυβέρνηση ελπίζει να αλλάξει την τρέχουσα τροχιά, πρέπει να μεταβάλλει αμέσως την πορεία της.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Η εισερχόμενη κυβέρνηση του Μπάιντεν μπορεί να σώσει την πυρηνική συμφωνία, αλλά μόνο εάν μπορεί να συγκεντρώσει την πραγματική πολιτική βούληση στην Ουάσινγκτον για να αποδείξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να γίνουν πραγματικοί εταίροι στις συλλογικές προσπάθειες. Η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινήσει αφαιρώντας άνευ όρων, με πλήρη ισχύ, όλες τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν, επανήλθαν ή επαναπροσδιορίστηκαν από τότε που ανέλαβε ο Τραμπ. Με την σειρά του, το Ιράν θα αντιστρέψει όλα τα διορθωτικά μέτρα που έχει λάβει μετά την αποχώρηση του Trump από την πυρηνική συμφωνία. Οι υπόλοιποι υπογράφοντες την συμφωνία θα αποφασίσουν τότε εάν θα πρέπει να επιτραπεί στις Ηνωμένες Πολιτείες να ανακτήσουν την θέση στο τραπέζι που εγκατέλειψε το 2018. Οι διεθνείς συμφωνίες δεν είναι, εξάλλου, περιστρεφόμενες πόρτες και δεν είναι αυτόματο το δικαίωμα επιστροφής σε μια συμφωνία [που επετεύχθη] μετά από διαπραγμάτευση -και να απολαύσει τα προνόμιά της- αφότου κάποιος την εγκατέλειψε απλά για μια ιδιοτροπία.

Αυτή η επιστροφή στο τραπέζι θα τεθεί σε κίνδυνο εάν η Ουάσινγκτον ή οι σύμμαχοί της στην ΕΕ απαιτήσουν νέους όρους για μια συμφωνία που είχε ήδη οικοδομηθεί μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων. Ας είμαστε σαφείς σε αυτό το σημείο: όλα τα μέρη της πυρηνικής συμφωνίας (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών) συμφώνησαν να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής της στα πυρηνικά ζητήματα για πολύ ρεαλιστικούς λόγους. Συζητήσαμε προσεκτικά τα χρονοδιαγράμματα για τους περιορισμούς που επέβαλε η συμφωνία και το Ιράν συμφώνησε να παραιτηθεί από πολλά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την συμφωνία, λόγω αυτών των χρονοδιαγραμμάτων. Οι αμυντικές και περιφερειακές πολιτικές του Ιράν δεν ήταν προς συζήτηση, επειδή η Δύση δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την παρέμβασή της στην περιοχή μας, η οποία προκάλεσε τέτοιες αναταραχές εδώ και δεκαετίες˙ ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες -ή η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο- ήταν έτοιμες να περιορίσουν τις προσοδοφόρες πωλήσεις όπλων, οι οποίες πυροδότησαν συγκρούσεις και εξαντλούσαν τους πόρους της περιοχής μας. Στο πλαίσιο των πυρηνικών διαπραγματεύσεων, το Ιράν δέχθηκε πενταετείς και οκταετείς περιορισμούς σε αμυντικές και πυραυλικές προμήθειες αντίστοιχα. Οι ευκαιρίες -και μάλιστα οι θυσίες- που κάναμε για να εξασφαλίσουμε την συμφωνία δεν μπορούν να αναιρεθούν˙ ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Δεν μπορεί να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιμείνουν ότι «το δικό μου είναι δικό μου και το δικό σου είναι διαπραγματεύσιμο» και να περιμένουν να τους περάσει με το Ιράν.

Έξω από το πυρηνικό ζήτημα, το Ιράν ήταν πάντα πρόθυμο να συζητήσει τα προβλήματα που μαστίζουν την περιοχή μας. Αλλά οι λαοί της περιοχής, όχι οι ξένοι, πρέπει να επιλύσουν αυτά τα ζητήματα. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν το προνόμιο να ηγούνται ή να υποστηρίζουν μελλοντικές συνομιλίες. Αντίθετα, η περιοχή του Περσικού Κόλπου χρειάζεται έναν χωρίς αποκλεισμούς περιφερειακό μηχανισμό για να ενθαρρύνει την διπλωματία και την συνεργασία και να μειώσει τον κίνδυνο για εσφαλμένους υπολογισμούς και σύγκρουση.

Το Ιράν υποστήριζε εδώ και πολύ καιρό την δημιουργία ενός φόρουμ για τον περιφερειακό διάλογο -από την εποχή του ψηφίσματος 598 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το 1987 έως την Ειρηνευτική Προσπάθεια Hormuz (Hormuz Peace Endeavor), επίσης γνωστή ως HOPE, την οποία παρουσίασε το Ιράν στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2019 [7]. Μέσα σε ένα τέτοιο φόρουμ, οι χώρες μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, να επιλύσουν τα παράπονα μέσω του διαλόγου και να καταβάλουν αμοιβαία επωφελείς προσπάθειες για την επίλυση κοινών προβλημάτων και την προστασία των συλλογικών συμφερόντων. Η HOPE δεν είναι ένα σχεδιάγραμμα για το μέλλον -οποιαδήποτε μόνιμη ρύθμιση πρέπει να επιτευχθεί συλλογικά από όλες τις περιφερειακές δυνάμεις. Ωστόσο, η πρόταση αντικατοπτρίζει την φιλοδοξία του Ιράν για μια ισχυρή, σταθερή, ειρηνική και ευημερούσα κοινότητα χωρών, απαλλαγμένη από την επιβολή περιφερειακής ή παγκόσμιας ηγεμονίας.

Το πλαίσιο της HOPE βασίζεται σε παγκοσμίως αναγνωρισμένες αρχές. Σε αυτές περιλαμβάνεται ο σεβασμός της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Τα συμμετέχοντα κράτη θα δεσμεύονται να δείξουν σεβασμό στα ιστορικά, θρησκευτικά και εθνικά σύμβολα του άλλου και να αποφύγουν την παρέμβαση στις εσωτερικές ή εξωτερικές υποθέσεις του άλλου. Μέσα σε αυτό που ονομάσαμε «Κοινότητα Hormuz», τα κράτη θα δεσμευτούν να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές και να αποφύγουν την συμμετοχή τους σε συνασπισμούς ή συμμαχίες μεταξύ τους. Τον Οκτώβριο του 2019, ο Ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, έγραψε επιστολές σε όλα τα κράτη της Κοινότητας Χορμούζ -το Μπαχρέιν, το Ιράκ, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, την Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ- για να τα καλέσει επίσημα να συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία. Αυτή η πρόσκληση είναι ακόμα στο τραπέζι.

Για να επιτύχει η HOPE ή όντως οποιαδήποτε παρόμοια προσπάθεια, τα περιφερειακά κράτη -και οι εξωτερικές δυνάμεις- πρέπει να αποδεχθούν ορισμένες πραγματικότητες. Αυτές ξεκινούν με το γεγονός ότι το μέλλον της περιοχής μπορεί και πρέπει να αποφασιστεί μόνο από τους λαούς της. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση αναμένεται να προκαλέσει αποτυχία. Για τον σκοπό αυτό, η Δύση πρέπει να εγκαταλείψει την πολιτική της περί προστασίας και τυφλής υποστήριξης στην κακή συμπεριφορά των περιφερειακών πελατών στο όνομα της ανάσχεσης μιας απατηλής ιρανικής απειλής. Όλα τα παράκτια κράτη του Περσικού Κόλπου, χωρίς εξαίρεση, πρέπει να συμπεριληφθούν σε οποιαδήποτε περιφερειακή προσπάθεια, και τόσο οι περιφερειακοί όσο και οι εξωτερικοί φορείς πρέπει να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν όλων τα νόμιμα εθνικά δικαιώματα, συμφέροντα και ανησυχίες για την ασφάλεια.

Οι Δυτικοί, και ιδίως οι Αμερικανοί, πρέπει να τροποποιήσουν την κατανόησή τους για το Ιράν και την περιοχή, προκειμένου να αποφύγουν τα λάθη που έχουν κάνει χρονίως κατά το παρελθόν. Πρέπει να παρατηρούν και να σέβονται τις ευαισθησίες των λαών της περιοχής, ιδίως όσον αφορά την εθνική αξιοπρέπεια, την ανεξαρτησία και τα επιτεύγματά τους.

Εμείς στην περιοχή είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας προβλήματα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εξωτερικοί [παράγοντες] δεν ενεργούν ως «χαλαστές» (spoilers) για βραχυπρόθεσμα οφέλη ή για να ενθαρρύνουν τις ατζέντες ασυνείδητων πελατών. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δυστυχώς, έχουμε πλησιάσει πολύ κοντά στην καταστροφή πολλές φορές. Το Ιράν έχει επιδείξει στρατηγική αυτοσυγκράτηση κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου. Όμως, στους Ιρανούς τελειώνει η υπομονή, όπως δείχνει ξεκάθαρα η νομοθεσία που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιό μας τον Δεκέμβριο: ο νέος νόμος απαιτεί από το Ιράν να ενισχύσει τον εμπλουτισμό ουρανίου και να περιορίσει τις επιθεωρήσεις των Ηνωμένων Εθνών εάν δεν καταργηθούν οι κυρώσεις μέχρι τον Φεβρουάριο.

Το παράθυρο ευκαιρίας για τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ δεν θα είναι ανοιχτό για πάντα. Η πρωτοβουλία εναπόκειται στην Ουάσινγκτον. Το πρώτο βήμα της κυβέρνησης Μπάιντεν θα έπρεπε να είναι να επιδιώξει να επανορθώσει -αντί να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί- την επικίνδυνη κληρονομιά του Τραμπ της μέγιστης αποτυχίας. Μπορεί να ξεκινήσει με την άρση όλων των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντα ο Τραμπ και να επιδιώξει να επανεισέλθει και να συμμορφωθεί με την πυρηνική συμφωνία του 2015 χωρίς να αλλάξει τους επίπονα διαπραγματευθέντες όρους. Κάτι τέτοιο θα ανοίξει νέες δυνατότητες για ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή μας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2018-08-13/trumps-dangerous...
[2] https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2019/direct-war-death-toll-2...
[3] https://www.sipri.org/media/press-release/2020/usa-and-france-dramatical...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2020-01-08/soleimani-was-mo...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2018-05-10/strategic-disast...
[6] https://www.nytimes.com/2020/03/03/world/middleeast/iran-nuclear-weapon-...
[7] https://undocs.org/pdf?symbol=en/A/74/581

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2021-01-22/iran-wants-nucle...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition