Το πραξικόπημα της Μιανμάρ ήταν μια αναμενόμενη υπόθεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραξικόπημα της Μιανμάρ ήταν μια αναμενόμενη υπόθεση

Οι αξιωματικοί του στρατού στην Yangon δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τον έλεγχο

Οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν το 2011 παρέκαμψαν σκόπιμα αυτές τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ του NLD και του στρατού. Οι παράμετροι της «δημοκρατικής μετάβασης» της Μιανμάρ (όπως τις ονομάτισαν γρήγορα πολλοί από τους Δυτικούς παρατηρητές) καθορίστηκαν από το σύνταγμα της χώρας το 2008, ένα έγγραφο που σχεδιάστηκε ρητά για την διαφύλαξη της εξουσίας και των προνομίων του στρατού. Συνταχθέν από την στρατιωτική χούντα και εγκεκριμένο σε ένα νοθευμένο εθνικό δημοψήφισμα τον Μάιο του ίδιου έτους, το σύνταγμα εξασφάλιζε τον στρατιωτικό έλεγχο τριών ισχυρών Υπουργείων και το ένα τέταρτο των εδρών στο κοινοβούλιο -ένα de facto βέτο για τυχόν τροποποιήσεις του [καταστατικού] χάρτη. Το σύνταγμα περιείχε επίσης μια διάταξη που απαγόρευε στην Aung San Suu Kyi να υπηρετήσει ως πρόεδρος, επειδή κάποτε ήταν παντρεμένη με ξένο πολίτη. Αυτές οι συνταγματικές διατάξεις ουσιαστικά κλείδωσαν τον μακροχρόνιο αγώνα μεταξύ του NLD και του στρατού στην συνταγματική αρχιτεκτονική της χώρας.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το NLD προσπάθησε να προωθήσει μια ατζέντα συνταγματικής μεταρρύθμισης μετά την ιστορική νίκη του το 2015. Οι προσπάθειές του κορυφώθηκαν στις αρχές του περασμένου έτους, όταν η υπό την ηγεσία του NLD κυβέρνηση πρότεινε ένα σύνολο συνταγματικών τροποποιήσεων [5] με σκοπό τον περιορισμό ή την ανάκληση των ειδικών δυνάμεων και προνομίων του στρατού. Το Κοινοβούλιο απέρριψε συνοπτικά [6] όλες τις προτεινόμενες τροπολογίες -αφού ο στρατός επικαλέστηκε την ίδια την αρνησικυρία που το NLD είχε επιδιώξει να ανακαλέσει.

Τότε, τον Νοέμβριο, το NLD κέρδισε μια ηχηρή νίκη στις γενικές εκλογές, προφανώς κλονίζοντας την εμπιστοσύνη του στρατού στην ικανότητά του να αποτρέψει την συνταγματική μεταρρύθμιση. Η Aung San Suu Kyi και το NLD κέρδισαν το 83% των διεκδικούμενων κοινοβουλευτικών εδρών. Αντίθετα, το υποστηριζόμενο από τον στρατό USDP κατόρθωσε ένα μηδαμινό 7%. Σε όλη την χώρα, τα ανώτερα μέλη του USDP -πολλοί από αυτούς πρώην στρατιωτικοί διοικητές- έχασαν τις κοινοβουλευτικές τους έδρες˙ το NLD εισχώρησε ακόμη και σε περιοχές που είχαν προηγουμένως θεωρηθεί ως οχυρά του USDP.

Ωστόσο, δεδομένων των ισχυουσών συνταγματικών διασφαλίσεων, δεν είναι σαφές εάν ή σε ποιο βαθμό το NLD θα μπορούσε να απειλήσει τα προνόμια του στρατού. Ο αρχηγός του στρατού, Min Aung Hlaing, τώρα ο de facto κυβερνήτης της χώρας, εδώ και καιρό έτρεφε προεδρικές φιλοδοξίες [7] και έχει προγραμματιστεί για υποχρεωτική συνταξιοδότηση τον Ιούλιο, όταν θα γίνει 65 ετών. Είναι πιθανό ότι θα επεδίωκε μια εκτός νομιμότητας πορεία προς την εξουσία, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου. Όπως είπε ένας ξένος διπλωμάτης στο [8] Reuters υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας του, «Δεν υπήρχε δρόμος για αυτόν ώστε να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε αυτήν την κυβέρνηση με τα μέσα που προσφέρει το σύνταγμα». Είναι επίσης πιθανό ότι ο στρατός είχε επενδύσει τόσο πολύ στους ισχυρισμούς του για εκλογική νοθεία που ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε να υποχωρήσει χωρίς σημαντική απώλεια γοήτρου. Όποια κι αν είναι η περίπτωση, η μεγάλη νίκη του NLD και τα εκλογικά πλήγματα του USDP φαίνεται ότι έφεραν ξαφνικά σε κορύφωση τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ του NLD και του στρατού.

«ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΤΑ»

Η ανάληψη της Μιανμάρ από τον στρατό αποτελεί ένα δίλημμα για την διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Αφενός, η επίθεση των στρατηγών στην δημοκρατική διαδικασία της χώρας απαιτεί ισχυρή απάντηση από την Ουάσινγκτον. (Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, έχει ήδη εκδώσει μια δήλωση προτρέποντας «τον στρατό και όλα τα άλλα κόμματα να τηρήσουν τους δημοκρατικούς κανόνες και το κράτος δικαίου, και να απελευθερώσουν εκείνους που κρατούνται σήμερα» και απειλώντας ότι «θα υπάρξει δράση» εναντίον εκείνων που εμποδίζουν την δημοκρατική μετάβαση της Μιανμάρ). Από την άλλη πλευρά, η κινεζική κυβέρνηση θα επιδιώξει να αξιοποιήσει οποιαδήποτε τριβή μεταξύ της Μιανμάρ και της δημοκρατικής Δύσης, προωθώντας την συνήθη γραμμή της ότι αυτό που συνέβη ετούτη την εβδομάδα στην Γιανγκόν είναι «εσωτερική υπόθεση». (Πολλά από τα κράτη-μέλη της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας [Association of Southeast Asian Nations, ASEAN] έχουν ήδη ακολουθήσει την ίδια γραμμή).

Επιπλέον, η ιστορία δείχνει ότι πρόσθετες Δυτικές κυρώσεις εναντίον των ηγετών του πραξικοπήματος είναι απίθανο να τους πείσουν να αλλάξουν πορεία. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει ήδη τοποθετήσει τον [9] Min Aung Hlaing στην λίστα των Ειδικά Προσδιορισμένων Πολιτών (Specially Designated Nationals) το 2019 για τον ρόλο του στην εθνοκάθαρση των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια. Έχει λίγα να χάσει από τις πρόσθετες τιμωρίες και πιθανότατα στοιχηματίζει ότι οι Δυτικές δυνάμεις θα αποφύγουν να επιβάλουν πιο εκτεταμένες κυρώσεις φοβούμενες ότι κάτι τέτοιο θα ωθήσει την χώρα του πιο κοντά στην Κίνα. Εν πάση περιπτώσει, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Μιανμάρ έχουν μακρόχρονο ιστορικό υπομονετικής αντιμετώπισης των οικονομικών κυρώσεων και των εμπορικών απαγορεύσεων, ακόμη και όταν τέτοια μέτρα καταστρέφουν τον λαό της χώρας τους.

Ό, τι κι αν συμβεί τις επόμενες εβδομάδες και μήνες, τα προβλήματα της Μιανμάρ φαίνεται ότι θα επιδεινώνονται. Όπως σχολίασε ο ιστορικός της Μιανμάρ, Thant Myint-U, μετά το πραξικόπημα, η χώρα αντιμετωπίζει ήδη μια σοβαρή οικονομική ύφεση λόγω της COVID-19, της εκτεταμένης φτώχειας, και των συγκρούσεων από δεκάδες ένοπλες ομάδες. Μια νέα πολιτική κρίση ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν. «Οι πόρτες μόλις άνοιξαν σε ένα πολύ διαφορετικό μέλλον», έγραψε στο Twitter [10]. «Έχω την αίσθηση ότι δεν θα μπορέσει κανείς να ελέγξει πραγματικά το τι θα ακολουθήσει».