Ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς

Ο βίαιος εξτρεμισμός στην Αμερική απαιτεί μια κοινωνική απάντηση
Περίληψη: 

Η προσέγγιση της Γερμανίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νορβηγίας σχετικά με τον εξτρεμισμό τοποθετεί την αντι-εξτρεμιστική δουλειά στην ευρύτερη κατηγορία της καταπολέμησης του ρατσισμού και της προώθησης μιας ποικίλης και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνίας. Στις ΗΠΑ, οι προσπάθειες λειτουργούν τελείως ξεχωριστά από τα άλλα κοινωνικά προγράμματα.

Η CYNTHIA MILLER-IDRISS είναι διευθύντρια του Extremism Research and Innovation Lab στο American University και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Hate in the Homeland: The New Global Far Right [1].
Ο DANIEL KOEHLER είναι Διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου για Σπουδές Ριζοσπαστικοποίησης και Απο-ριζοσπαστικοποίησης και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Right-Wing Terrorism in the 21st Century: The ‘National Socialist Underground’ and the History of Terror From the Far-Right in Germany [2].

Στα τέλη Αυγούστου του περασμένου έτους, περίπου 40.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο Βερολίνο για να διαμαρτυρηθούν για τους περιορισμούς του lockdown λόγω του νέου κορωνοϊού στην Γερμανία. Μια μικρή ομάδα, που αριθμούσε κάποιες εκατοντάδες, έφυγε από αυτή τη μεγαλύτερη διαδήλωση και πλησίασε το Ράιχσταγκ, το ιστορικό κτίριο που στεγάζει το κοινοβούλιο της Γερμανίας. Μεταφέροντας το διαβόητο Ράιχσφλαγκ -το έμβλημα της αυτοκρατορικής Γερμανίας της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και πρόδρομο της σημαίας των Ναζί- αυτοί οι ακροδεξιοί ταραχοποιοί προσπάθησαν να εισβάλουν στο κτίριο, εξουδετερώνοντας την επιβολή του νόμου και ανεβαίνοντας τις κύριες σκάλες στην είσοδο, όπου οι αστυνομικοί τους σταμάτησαν τελικά.

04022021-1.jpg

Μέλη μιας ακροδεξιάς ομάδας κάνουν χειρονομίες «λευκής δύναμης» στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2021. Jim Urquhart / Reuters
---------------------------------------------------

Αναπόφευκτα, οι Γερμανοί είδαν σκιές [3] αυτού του γεγονότος στην επίθεση του Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ -στην οποία μια ομάδα υποστηρικτών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε βίαια να ανατρέψει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. Ναι, υπήρχαν πολλές διαφορές μεταξύ των δύο περιστατικών. Η εξέγερση των ΗΠΑ ήταν πολύ μεγαλύτερη και πιο βίαιη -ανησυχητικά, ήταν επίσης πιο επιτυχημένη στην πρόκληση διαταραχής. Αλλά υπήρχαν επίσης πολλές ομοιότητες. Και στις δύο περιπτώσεις, καλά εξοπλισμένοι δεξιοί εξτρεμιστές χρησιμοποίησαν το σκηνικό των ηχηρών διαδηλώσεων για να σπείρουν χάος και αντάρα. Τόσο στο Βερολίνο όσο και στην Ουάσινγκτον, οι εξτρεμιστές παραβίασαν μεθοδικά τις αστυνομικές ζώνες και έκαναν άλλους να τους ακολουθήσουν. Και στις δύο χώρες, οι θεωρίες συνωμοσίας –ιδίως το QAnon, το πλέον διαβόητο κίνημα που φαντάζεται τον Τραμπ να διασώζει τον κόσμο από μια μυστική ομάδα παιδεραστών– και η δαιμονοποίηση των κυριότερων μέσων μαζικής ενημέρωσης και των πολιτικών ελίτ έπαιξαν έναν εξαιρετικό ρόλο στην πρόκληση της βίας.

Η συμβατική σκέψη για τον ακροδεξιό εξτρεμισμό συχνά τον χαρακτηρίζει ως εγχώριο πρόβλημα εντός των εθνών-κρατών. Αλλά τέτοιες ομάδες και κινήματα είναι διακρατικές, μοιράζονται ιδέες και τακτικές πέρα από τα σύνορα. Η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει επομένως να εξετάσει το πώς οι κυβερνήσεις στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν αυτήν την αυξανόμενη παγκόσμια απειλή.

Μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν εστιάσει τις προσπάθειές τους σε ποινικές διώξεις και επανεξετάζουν τις πρακτικές ασφάλειας, πληροφοριών και επιβολής του νόμου. Την δεύτερη ημέρα του στην εξουσία, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανέθεσε στους αξιωματικούς εθνικών πληροφοριών να συντονιστούν με το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και το FBI για να πραγματοποιήσουν μια αναθεώρηση [4] της απειλής που ενέχει ο βίαιος εγχώριος εξτρεμισμός, υποσχόμενος ότι η «ανάλυση βάσει δεδομένων» [5] θα διαμορφώσει τη μελλοντική πολιτική. Η κυβέρνηση του Μπάιντεν προσπαθεί να καλύψει [τον χαμένο χρόνο] μετά από χρόνια ανεπαρκούς προσοχής στο πρόβλημα της εγχώριας μαχητικότητας. Αλλά αυτές οι πρώτες ενέργειες υποδηλώνουν ότι η κύρια μέθοδος της κυβέρνησής του για την καταπολέμηση του εσωτερικού εξτρεμισμού θα είναι μέσω μέτρων ασφαλείας. Απουσιάζουν αισθητά μέχρι στιγμής οι σοβαρές προσπάθειες αντιμετώπισης των ριζών του εξτρεμισμού μέσω επενδύσεων στις σχέσεις με κοινοτικές οργανώσεις, μέσω εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών, ερευνών σχετικά με την εγχώρια μαχητικότητα, συνεργασίας με θύματα, και με την εκπαίδευση των δασκάλων, των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας, των γονέων και άλλων για να αναγνωριστούν τα αρχικά σημάδια της ριζοσπαστικοποίησης.

Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε την επίθεση στο Ράιχσταγκ για να επιδιώξει μια ευρεία μεταρρυθμιστική ατζέντα που αντιμετωπίζει τον ακροδεξιό εξτρεμισμό όχι μόνο ως απειλή ασφαλείας αλλά και ως κοινωνικό πρόβλημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης, θα επωφεληθούν από μια προσέγγιση που επιδιώκει μια ευρεία κατανόηση της οργής και της βίας που εξερράγη τόσο σοκαριστικά στα σκαλιά του Καπιτωλίου.

ΜΙΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Η επίθεση στο Ράιχσταγκ το περασμένο καλοκαίρι προκάλεσε τρόμο στην Γερμανία. Ο Frank-Walter Steinmeier, ο Γερμανός πρόεδρος, το χαρακτήρισε «απαράδεκτη επίθεση στην καρδιά της δημοκρατίας μας». Το περιστατικό υπενθύμισε τον εξαιρετικά συμβολικό εμπρησμό του Ράιχσταγκ το 1933, ένα γεγονός που σηματοδότησε την κατάβαση της χώρας στη ναζιστική διακυβέρνηση. Αξιωματούχοι μετέτρεψαν την οργή σε δράση. Τον Νοέμβριο, η κυβέρνηση ενέκρινε ένα τεράστιο σχέδιο 89 σημείων για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και του δεξιού εξτρεμισμού [6], διαθέτοντας στο πρόγραμμα περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο ευρώ, τα οποία θα δαπανηθούν στην διάρκεια τριών ετών.

Αυτά τα μέτρα αναπτύσσονταν για αρκετό καιρό, μετά από μια σειρά τρομοκρατικών συμβάντων -συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας από νεοναζιστές ενός υψηλού επιπέδου Γερμανού πολιτικού το 2019 [7], της επίθεσης σε μια συναγωγή στο Halle το 2019 [8] και της επίθεσης σε ένα τουρκικό καπνιστήριο ναργιλέ στο Χάναου το 2020 [9]- και έναν αριθμό σκανδάλων σχετικά με την διείσδυση ακροδεξιών εξτρεμιστών στον στρατό, τις υπηρεσίες ασφαλείας, και την επιβολή του νόμου [10]. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στην επίθεση στο κοινοβούλιο με σαρωτικές επενδύσεις και μια εκστρατεία για να καταστήσει την καταπολέμηση του εξτρεμισμού μια κοινωνική υποχρέωση και όχι απλώς την ευθύνη της επιβολής του νόμου.