Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο;

Η δρακόντεια κληρονομιά του Trump για τη μετανάστευση θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί
Περίληψη: 

Η διοίκηση του Τραμπ διέλυσε όλα τα συστήματα επανεγκατάστασης των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επανοικοδόμησή τους θα είναι μια Ηράκλεια υπόθεση.

Η SARAH PIERCE είναι αναλυτής πολιτικής στο Πρόγραμμα Πολιτικής Μετανάστευσης των ΗΠΑ στο Migration Policy Institute [1].
Η SUSAN FRATZKE είναι ανώτερη αναλυτής πολιτικής στο Διεθνές Πρόγραμμα του Migration Policy Institute.

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προήδρευσε του πιο περιοριστικού καθεστώτος μετανάστευσης και ασύλου στην σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Σε μόλις τέσσερα χρόνια, η διοίκησή του παρέλυσε το σύστημα ασύλου και μείωσε δραστικά τον αριθμό των προσφύγων που υποδέχτηκε από το εξωτερικό. Το 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες χορήγησαν άσυλο περίπου στο ήμισυ του ποσοστού των αιτούντων από όσο στο τέλος της διοίκησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Επανεγκατέστησε επίσης λιγότερους από 12.000 πρόσφυγες το 2020 -μια μείωση κατά 85% από το τελευταίο έτος της θητείας του Ομπάμα.

05022021-1.jpg

Μια οικογένεια από την Γουατεμάλα που ζητά άσυλο κοντά στην Penitas, στο Τέξας, τον Μάρτιο του 2019. Adrees Latif / Reuters
--------------------------------------------------------------------

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν άρχισε να ανατρέπει ορισμένες από τις περιοριστικές πολιτικές του Τραμπ και υποσχέθηκε να αντιστρέψει πολλές περισσότερες. Οι υποστηρικτές των μεταναστών και των προσφύγων, οι ηγέτες των επιχειρήσεων και άλλοι έχουν μεγάλες ελπίδες ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα διαλύσει απλώς την καταστροφική κληρονομιά του Τραμπ για τη μετανάστευση, αλλά θα προωθήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό των νότιων συνόρων.

Όμως, το να αναιρεθούν οι ζημιές των τελευταίων τεσσάρων ετών δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο η υπογραφή μιας πλειάδας εκτελεστικών εντολών. Η διοίκηση του Τραμπ διέλυσε όλα τα συστήματα επανεγκατάστασης των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επανοικοδόμησή τους θα είναι μια Ηράκλεια υπόθεση -ακόμη περισσότερο εν μέσω μιας πανδημίας και της επακόλουθης οικονομικής κρίσης που θα έχει αφήσει πολλούς Αμερικανούς να αισθάνονται πολύ λιγότερο γενναιόδωροι απέναντι στις νέες αφίξεις.

Ο ΑΡΓΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ

Όσοι φεύγουν από την βία ή τις διώξεις μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω δύο μεγάλων οδών. Μπορούν να φτάσουν στο έδαφος των ΗΠΑ και να ζητήσουν άσυλο, ή μπορούν να εγγραφούν ως πρόσφυγες στα Ηνωμένα Έθνη και να ελπίζουν να επανεγκατασταθούν μέσω ενός ομοσπονδιακού προγράμματος που έχει φέρει 3,1 εκατομμύρια πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1980. Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε σχεδόν τα πάντα που μπορούσε για να κλείσει και τις δύο οδούς, καθιστώντας πολύ πιο δύσκολο [για κάποιον] να ζητήσει άσυλο και μειώνοντας ριζικά τον αριθμό των προσφύγων που γίνονται δεκτοί κάθε χρόνο.

Η εχθρότητα του Τραμπ προς το άσυλο είναι εν μέρει μια φυσική συνέπεια της εμμονής του [2] με την ασφάλεια των συνόρων. Στην [προεκλογική] εκστρατεία του 2016, ο Τραμπ υποσχέθηκε να κλείσει τα νότια σύνορα. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, αγωνίστηκε να ελέγξει τις εισροές από την Κεντρική Αμερική και το Μεξικό. Πολλές από τις νέες αφίξεις δεν ήταν οικονομικοί μετανάστες που προσπαθούσαν να αποφύγουν τον εντοπισμό. Ήταν αιτούντες άσυλο -συχνά παιδιά που ταξίδευαν μόνα τους ή με τις οικογένειές τους- οι οποίοι αναζητούσαν ενεργά τους πράκτορες των συνοριακών περιπολιών των ΗΠΑ για να ζητήσουν καταφύγιο. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούσαν να αποτραπούν από την ενισχυμένη ασφάλεια.

Μόλις βρίσκονταν μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτοί οι μετανάστες έμπαιναν σε ένα βαθιά ελαττωματικό σύστημα ασύλου. Συχνά, έπρεπε να περιμένουν για χρόνια τα εντόνως καθυστερημένα μεταναστευτικά δικαστήρια για να κρίνουν τις υποθέσεις τους˙ εκείνοι που είχαν έγκυρες αξιώσεις αφήνονταν σε μακρόχρονο κενό ενώ εκείνοι με κάτι λιγότερο από δικαιολογημένες αξιώσεις χρησιμοποιούσαν την καθυστέρηση ως προσωρινή άδεια παραμονής στην χώρα. Αργό και υπερφορτωμένο, αυτό το σύστημα δεν παρείχε ούτε ασφάλεια στους νομιμοποιημένους αιτούντες άσυλο ούτε ασφάλεια στα σύνορα των ΗΠΑ.

Ωστόσο, αντί να μεταρρυθμίσει ένα ελαττωματικό σύστημα, η κυβέρνηση Τραμπ είχε εμμονή για αυτό που θεωρούσε απάτη και κατάχρηση από μεμονωμένους αιτούντες άσυλο, καταδικάζοντας τις πολιτικές «σύλληψης και απελευθέρωσης» που επέτρεψαν στους αιτούντες άσυλο να παραμένουν και να εργάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ περίμεναν να κριθούν οι ισχυρισμοί τους. Ο αριθμός των οικογενειών και των παιδιών που έφταναν αυξήθηκε απότομα το 2018, ωθώντας την κυβέρνηση Τραμπ να εφαρμόσει μια σειρά ολοένα και πιο τιμωρητικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του σκόπιμου διαχωρισμού των οικογενειών στα σύνορα σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τους ανθρώπους από την αναζήτηση ασύλου.

Η κυβέρνηση Τραμπ καθιέρωσε τα Πρωτόκολλα Προστασίας Μεταναστών, επίσης γνωστά ως πολιτική «Παραμείνετε στο Μεξικό», που απαιτούσε από τους αιτούντες άσυλο να περιμένουν στο Μεξικό [3] ενώ οι αιτήσεις τους εκδικάζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης, υπέγραψε συμφωνίες με το Ελ Σαλβαδόρ, την Γουατεμάλα, και την Ονδούρα που επέτρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να στείλουν αιτούντες άσυλο σε αυτές τις χώρες για να υποβάλουν τις αιτήσεις τους, στερώντας τους την ευκαιρία να υποβάλουν αίτηση για προστασίες από τις ΗΠΑ. Η διοίκηση συμπλήρωσε αυτά τα περιοριστικά μέτρα με νομικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν τους λόγους ασύλου -για παράδειγμα, δηλώνοντας ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι γενικά ανεπαρκής για μια έγκυρη αξίωση- και έκανε την διαδικασία υποβολής αιτήσεων πιο επαχθή.

Μέχρι το 2019, οι αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές της διοίκησης είχαν δυσχεράνει σοβαρά το σύστημα ασύλου των ΗΠΑ στα σύνορα. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου μειώθηκε κατά το ήμισυ μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου 2019 -από 10.210 αξιόπιστους ισχυρισμούς φόβου σε 4.782. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο αριθμός των συλλήψεων στα σύνορα μειώθηκε επίσης, από 130.000 σε μόλις 22.000.