Γιατί παραμελείται συστηματικά η ανταγωνιστικότητα; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί παραμελείται συστηματικά η ανταγωνιστικότητα;

Η αριστερά, ο μερκαντιλισμός και το διεθνές εμπόριο*

Επιστρέφοντας στην έννοια της ανταγωνιστικότητας, είναι φανερό ότι σε σχέση με την μερκαντιλιστική θεώρηση, αρχική και νέα, ο αρμόζων όρος είναι ανταγωνισμός (και ανταγωνιστικότητα). Αυτό βέβαια δεν ισχύει για την οικονομική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το διεθνές εμπόριο είναι επωφελές για όλα τα ελευθέρως συναλλασσόμενα κράτη και επομένως περισσότερο αρμόζει ο όρος συναγωνισμός (και συναγωνιστικότητα). Έτσι, το συμπέρασμα στο πλαίσιο της οικονομικής επιστήμης είναι ότι, όχι μόνο στο επίπεδο επιχείρησης αλλά και στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας ή του κράτους, η σωστή κατανόηση της ανταγωνιστικότητας έχει θετική χροιά.

Δυστυχώς, η έλλειψη ξεκάθαρης διάκρισης στον δημόσιο διάλογο μεταξύ θετικής και αρνητικής χροιάς σε αναφορές στην ανταγωνιστικότητα, καθιστά πολλούς οικονομολόγους ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο επιφυλακτικούς στην αποδοχή της ανταγωνιστικότητας, ως αρμόζον πεδίο πανεπιστημιακής μελέτης και θεωρητικής αναζήτησης. Αυτή η επιφυλακτική στάση επιτείνεται από την διαρκή και ακόμη σημαντική επιρροή της μερκαντιλιστικής θεώρησης στην κοινή γνώμη και στην πολιτική πρακτική. Ο φόβος είναι ότι η ενασχόληση με την ανταγωνιστικότητα συνδέεται με το ενδιαφέρον και ενθαρρύνει τις τάσεις για μερκαντιλιστικές πολιτικές δασμολόγησης, επιχορηγήσεων και γενικότερα προστατευτισμού [6]. Έτσι, η μελέτη της ανταγωνιστικότητας έχει παραμεληθεί από τα πανεπιστημιακά τμήματα οικονομικής επιστήμης και έχει αφεθεί, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, στα τμήματα Μάρκετινγκ και σε σχολές επιχειρήσεων (business schools) και, όσον αφορά τα κράτη, σε εξωπανεπιστημιακά ερευνητικά ινστιτούτα και άλλα ιδρύματα. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ότι η ερμηνεία της ανταγωνιστικότητας διαφέρει πλέον αισθητά μεταξύ της οικονομικής επιστήμης και των άλλων πλευρών.

Όσον αφορά τα κράτη, η βασική διαφορά είναι ότι οι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται την ανταγωνιστικότητα, μέσω της επίδρασής της στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, ως έλλειψη ισορροπίας στις εξωτερικές συναλλαγές. Η ανισορροπία αποδίδεται στο σχετικό επίπεδο τιμών και μισθών, μια διόρθωση του οποίου αποκαθιστά την επιθυμητή για το διεθνές εμπόριο ισορροπία και ανταγωνιστικότητα.

Από την άλλη πλευρά, τα εξειδικευμένα ερευνητικά κέντρα αντιλαμβάνονται την ανταγωνιστικότητα ως την συνισταμένη μεγάλου αριθμού οικονομικών και θεσμικών παραγόντων που καθορίζουν την παραγωγικότητα μιας χώρας και, σε τελευταία ανάλυση, ως διαρθρωτική και διατηρήσιμη παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας [7]. «Διαρθρωτική», εδώ σημαίνει ότι αφορά κυρίως θεσμικούς παράγοντες και δεν εξαρτάται από διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου και, «διατηρήσιμη», σημαίνει ότι λαμβάνει υπόψη τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξής της.

Έπεται από την παραπάνω διαφορά, ότι, για τους οικονομολόγους, η ανταγωνιστικότητα είναι ένα σχετικά βραχυχρόνιο χαρακτηριστικό της οικονομίας που επηρεάζεται από την μακροοικονομική πολιτική και ιδίως την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντίθετα, για τους εξειδικευμένους μελετητές της ανταγωνιστικότητας πρόκειται για βασικά μακροχρόνιο φαινόμενο που, χωρίς να αγνοούνται οι μακροοικονομικοί παράγοντες, επηρεάζεται αποτελεσματικά κυρίως από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

ΜΕΤΩΠΙΚΟΙ ΑΝΕΜΟΙ;

Οι αντιδράσεις των θιγόμενων κοινωνικών ομάδων από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας συχνότατα επικρατούν και τις αποδυναμώνουν. Ο άμεσος λόγος είναι η αδύναμη βούληση της μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης αλλά το ερώτημα είναι πώς εξηγείται η συστηματική αδυναμία της πολιτικής βούλησης απέναντι στις αναμενόμενες αντιδράσεις. Υπάρχουν άραγε κάποιοι μόνιμοι μετωπικοί άνεμοι που εμποδίζουν και επιβραδύνουν την πορεία των ανταγωνιστικών μεταρρυθμίσεων;

Δύο βαθύτεροι λόγοι που δρουν ως μετωπικοί άνεμοι και εξηγούν την έλλειψη αποφασιστικότητας στις προσπάθειες για υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, βρίσκονται στην αμφιθυμία της κοινής γνώμης απέναντι στον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και στην αμηχανία της οικονομικής επιστήμης και την επιφυλακτικότητα των οικονομολόγων απέναντι στην έννοια της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες συντελούν στην σχετικά χλιαρή κοινωνική αποδοχή και υποστήριξη σε μεταρρυθμιστικά μέτρα για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Όσον αφορά ειδικά την εθνική ανταγωνιστικότητα, η συνήθης ερμηνεία της από τους οικονομολόγους περιορίζεται στην μακροοικονομική της αντιμετώπιση και δεν επεκτείνεται ούτε αντιμετωπίζει τις βαθύτερες θεσμικές ανεπάρκειες. Η θεωρητική κατάρτιση των οικονομολόγων τούς καθιστά όχι μόνο επιφυλακτικούς απέναντι στην επιδίωξη της εθνικής ανταγωνιστικότητας αλλά και ουσιαστικά αναρμόδιους σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις πέρα από το μακροοικονομικό πεδίο. Με την κοινή γνώμη αμφίρροπη στην επιδίωξη υψηλότερης ανταγωνιστικότητας, η ανεπάρκεια της οικονομικής θεωρητικής κατάρτισης συντείνει στην έλλειψη αποφασιστικότητας και στην αδυναμία της πολιτικής βούλησης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 66 (Οκτώβριος - Νοέμβριος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.