Η τεχνητή νοημοσύνη και ο δρόμος για την τεχνοαποικιοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η τεχνητή νοημοσύνη και ο δρόμος για την τεχνοαποικιοκρατία

Πώς το τεχνολογικό ολιγοπώλιο μπορεί να υπονομεύσει την κρατική κυριαρχία*

Η ανικανότητα των περισσότερων κρατών να ανταγωνιστούν τις δύο υπερδυνάμεις σε συνδυασμό με τον αναμενόμενο ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης ως πολλαπλασιαστή ισχύος μάς αποκαλύπτει την αυξανόμενα σημαντική γεωοικονομική διάσταση της νέας αυτής τεχνολογίας. Χωρίς επαρκείς συντελεστές για την ανάπτυξη προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης με εφαρμογές στην οικονομία και την ασφάλεια, τα υπόλοιπα κράτη είναι πιθανό ότι θα αναγκαστούν να στραφούν στις δύο υπερδυνάμεις για την παροχή των απαραίτητων υλικών, λογισμικών και προγραμμάτων. Παράλληλα, τα αναπτυσσόμενα κράτη θα αναζητήσουν πιθανότατα την παροχή τεχνογνωσίας για να επιτύχουν αποτελεσματική ενσωμάτωση της τεχνολογίας στην οικονομική παραγωγή και την εθνική άμυνα. Συνεπώς, είναι πιθανό πως οι δύο υπερδυνάμεις θα χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη ως εργαλείο για να διεκδικήσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη.

Η ΤΕΧΝΟΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ

Ο αναπτυσσόμενος κόσμος αποτελεί τον γεωγραφικό χώρο όπου η γεωοικονομική διάσταση της τεχνητής νοημοσύνης θα γίνει έντονα φανερή. Η εντεινόμενη αυτοματοποίηση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην χαμηλόμισθη βιομηχανική εργασία, στον τομέα δηλαδή όπου οι αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με μια μελέτη του Ο.Ο.Σ.Α., το 40% των εργατών που έχουν ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το 50% των εργατών που έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο από την αυτοματοποίηση. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να αποσταθεροποιήσει τις νεανικές κοινωνίες των αναπτυσσόμενων χωρών. Έτσι, φαίνεται πως τα οικονομικά οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης θα απορροφηθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις δυο υπερδυνάμεις την στιγμή που ο αναπτυσσόμενος κόσμος ενδεχομένως να βρεθεί αντιμέτωπος με μια κοινωνικοοικονομική κρίση.

Για να αντιμετωπίσουν την κρίση αυτή και να αποκτήσουν προνομιακό ρόλο στην περιφέρειά τους, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αναζητήσουν πρόσβαση στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, συνάπτοντας συμφωνίες με μια από τις δύο υπερδυνάμεις. Οι συμφωνίες αυτές είναι πολύ πιθανό να περιλαμβάνουν και πακέτα οικονομικής βοήθειας καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια κρίση ενώ παράλληλα θα αδυνατούν να φορολογήσουν τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους.

Από την άλλη, οι υπερδυνάμεις έχουν δύο σημαντικά κίνητρα για να συνάψουν μια τέτοια σχέση. Πρώτον, τα κράτη-πελάτες που θα αναζητήσουν της συνεισφορά τους θα περιέλθουν στην σφαίρα της πολιτικής επιρροής τους. Με αυτόν τον τρόπο, τα κράτη-ηγέτες θα διευρύνουν την γεωγραφική έκταση των συμμαχιών τους, γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση της σχετικής ισχύος τους στο πλαίσιο του νέου ανταγωνισμού. Περαιτέρω, τα κράτη-ηγέτες θα επωφεληθούν δυνητικά της σχέσης αυτής μέσω της εισαγωγής δεδομένων. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ίσως αναγκαστούν να παρέχουν στα κράτη-ηγέτες αποκλειστική πρόσβαση στα δεδομένα των πολιτών τους. Η εξασφάλιση των ροών δεδομένων θα είναι κρίσιμης σημασίας για τις υπερδυνάμεις οι οποίες θα επωφεληθούν από την επίδραση της ανατροφοδότησης βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα της τεχνολογίας.

Αυτή η νέα τεχνοαποικιοκρατική σχέση ανάμεσα στις υπερδυνάμεις και τον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι πιθανό να ακολουθήσει τα χαρακτηριστικά της προσέγγισης «καρότο-μαστίγιο». Αν ένα κράτος-πελάτης επιλέξει να αποσκιρτήσει και να μην συμμορφωθεί στην πολιτική βούληση του κράτους παρόχου τότε αναμένεται να τιμωρηθεί μέσω του περιορισμού μεταφοράς τεχνολογίας. Ο περιορισμός μπορεί να λάβει χώρα μέσω της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή ακόμα μέσα από την σύνδεση συγκεκριμένων τεχνολογιών με την εθνική ασφάλεια. Παράλληλα, είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν άλλα οικονομικά εργαλεία για να τιμωρηθεί το κράτος-πελάτης, όπως για παράδειγμα οι κυρώσεις, η αναστολή εμπορικών συμφωνιών, και ο περιορισμός των επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος-πελάτης θα απωλέσει την πρόσβαση στην σύγχρονη τεχνολογία και στα πακέτα οικονομικής βοήθειας με σημαντικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Από την άλλη, η πλήρης πρόσδεση στο άρμα του ισχυρού θα σημαίνει σημαντικά οφέλη, όπως επιδότηση υποδομών και αυξημένες επενδυτικές ροές.

Σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε ήδη τα πρώτα βήματα της
τεχνοαποικιοκρατίας. Η ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση της Αφρικής από τις ψηφιακές τεχνολογίες των ΗΠΑ και της Κίνας λαμβάνει χώρα μέσα από τέσσερεις μορφές κυριαρχίας.
Πρώτον, μέσα από την οικονομική κυριαρχία. Στην Νότιο Αφρική, η Google και η Facebook κυριαρχούν στο 82% της αγοράς των ψηφιακών διαφημίσεων ενώ τα τοπικά μέσα ενημέρωσης λαμβάνουν μόλις το 8% της πίτας με σημαντικές συνέπειες για την ποιότητα της ενημέρωσης στην χώρα.

Δεύτερον, μέσα από την εξασφάλιση ροών δεδομένων. H κινεζική επιχείρηση CloudWalk Technology η οποία κατασκευάζει συστήματα αναγνώρισης προσώπων έκλεισε μια συμφωνία με την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε το 2018 για την βιομετρική καταχώρηση όλων των πολιτών της χώρας στο πλαίσιο του προγράμματος της εθνικής ψηφιακής ταυτότητας. Η εταιρεία έχει παραδεχτεί ότι χρησιμοποίησε τα δεδομένα των πολιτών της Ζιμπάμπουε για να βελτιώσει υπηρεσίες οι οποίες πωλούνται διεθνώς.

Τρίτον, μέσα από τον έλεγχο των ψηφιακών οικοσυστημάτων. H ενσωμάτωση των λογισμικών της Google και της Microsoft στα εκπαιδευτικά συστήματα της Αφρικής μέσα από προγράμματα όπως το Operation Phasika Education δίνει προβάδισμα στα οικοσυστήματα των εταιρειών μέσω της εξοικείωσης των μαθητών και των επίδοξων προγραμματιστών με λογισμικά όπως τα Microsoft Windows και το Google Play.

Τέταρτον, μέσα από την κρατική παρακολούθηση. Η Huawei αναμένεται να αποτελέσει το βασικό πάροχο δικτύων 5G στην Αφρική, γεγονός που δημιουργεί ρωγμές στην εθνική ασφάλεια των κρατών καθώς η εταιρεία αποτελεί εν δυνάμει προέκταση των υπηρεσιών πληροφόρησης της Κίνας. Άλλωστε, η Huawei έχει ήδη κατηγορηθεί για την κατασκοπεία του κτιρίου της Αφρικανικής Ένωσης στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας.