Η εποχή του μαγικού χρήματος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του μαγικού χρήματος

Μπορούν οι ατελείωτες δαπάνες να αποτρέψουν την οικονομική καταστροφή;*

Οι κρίσεις μπορούν να οδηγήσουν στην αλλαγή, αλλά μερικές φορές χρειάζονται δύο κρίσεις για παγιωθεί ένας μετασχηματισμός. Μόνη της, η Μεγάλη Ύφεση εισήγαγε το New Deal, περίπου τριπλασιάζοντας τις ομοσπονδιακές δαπάνες των ΗΠΑ ως μερίδιο της [εθνικής] παραγωγής. Χρειάστηκε όμως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για να ωθήσει τις ομοσπονδιακές δαπάνες πολύ υψηλότερα, ενισχύοντας τον ρόλο του κράτους στην οικονομία των ΗΠΑ. Εάν οι ομοσπονδιακές παρεμβάσεις, όπως η δημιουργία του διαπολιτειακού συστήματος αυτοκινητόδρομων, θεωρήθηκαν φυσικές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ήταν αποτέλεσμα δύο συγκλονιστικών σοκ, όχι ενός.

Η αμερικανική ιστορία προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Μόνος του, ο πόλεμος του Βιετνάμ ίσως να είχε προκαλέσει μια μείωση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Χρειάστηκε το συνδυαστικό σοκ του Watergate για να κάνει αυτή την πτώση απότομη. Μόνη της, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης θα ενίσχυε την δύναμη των ΗΠΑ. Χρειάστηκε η ισχυρή απόδοση της οικονομίας των ΗΠΑ την δεκαετία του 1990 για να πυροδοτήσει μια συζήτηση για μια «μονοπολική εποχή». Μόνες τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις θα τροφοδοτούσαν την ανισότητα την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση ενίσχυσε αυτό το ρήγμα.

07052021-1.jpg

Ο Jerome Powell, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2020. Liu Jie / Xinhua / eyevine / Redux
----------------------------------------------------------------

Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες προηγμένες χώρες βιώνουν το δεύτερο κύμα ενός ιδιαίτερα ισχυρού δίδυμου σοκ. Μεμονωμένες, είτε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είτε η παγκόσμια πανδημία του 2020 θα ήταν αρκετές για να αλλάξουν τα δημόσια οικονομικά, οδηγώντας τις κυβερνήσεις να δημιουργήσουν και να δανειστούν χρήματα ελεύθερα. Σε συνδυασμό, αυτές οι δύο κρίσεις αναμένεται να μεταμορφώσουν την αγοραστική δύναμη του κράτους. Μια νέα εποχή δυναμικής και εκτεταμένης διακυβέρνησης καλεί. Ονομάστε την, Εποχή των Μαγικών Χρημάτων.

Τα διπλά σοκ θα αλλάξουν την ισορροπία ισχύος στον κόσμο, επειδή τα αποτελέσματά τους θα ποικίλλουν μεταξύ των χωρών, ανάλογα με την αξιοπιστία και την συνοχή των οικονομικών θεσμών κάθε χώρας. Η Ιαπωνία, με μια μακρά ιστορία χαμηλού πληθωρισμού και μια ικανή εθνική κεντρική τράπεζα, έχει ήδη δείξει ότι μπορεί να δανειστεί και να δαπανήσει πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει δεδομένου του ήδη υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους της. Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει ένα ανησυχητικό εμπορικό έλλειμμα αλλά ισχυρές παραδόσεις δημοσίων οικονομικών, θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστεί την επέκταση των κρατικών δαπανών του χωρίς αρνητικές συνέπειες. Η ευρωζώνη, μια αδέξια διασταύρωση μεταξύ μιας οικονομικής ομοσπονδίας και μιας φιλέριδας ομάδας υπερήφανων εθνών-κρατών, θα είναι πιο αργή στο να εκμεταλλευτεί τις νέες ευκαιρίες. Εν τω μεταξύ, οι αναδυόμενες οικονομίες, που αντιμετώπισαν την κρίση του 2008, θα εισέλθουν σε μια δύσκολη φάση. Τα πιο αδύναμα κράτη θα υποκύψουν σε κρίσεις χρέους.

Η νέα εποχή θα παρουσιάσει τις μεγαλύτερες πιθανές ανταμοιβές -και επίσης τους μεγαλύτερους κινδύνους- για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως εκδότης των πιο αξιόπιστων χρηματοοικονομικών στοιχείων του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν (και ίσως να καταχραστούν) τις νέες οικονομικές δυνάμεις πιο φιλόδοξα. Χάρη εν μέρει στην παγιωμένη θέση του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν να διατηρήσουν την επέκταση των κυβερνητικών δαπανών σε προτεραιότητες τόσο ποικίλες όσο η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και η εθνική ασφάλεια. Ταυτόχρονα, το εθνικό χρέος των ΗΠΑ θα διογκωθεί και η διαχείρισή του θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Σε καιρούς υψηλού εθνικού χρέους, οι πρόεδροι των ΗΠΑ από την εποχή του Χάρι Τρούμαν προσπάθησαν να υποτάξουν την κεντρική τράπεζα. Εάν η Fed χάσει την ανεξαρτησία της, η εποχή των μαγικών χρημάτων θα μπορούσε να καταλήξει σε καταστροφή.

«Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ»

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 άφησε το στίγμα της στον κόσμο με το να ενισχύσει την δύναμη των κεντρικών τραπεζών στις προηγμένες οικονομίες. Τις ημέρες αμέσως μετά την πτώχευση της Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Μπεν Μπερνάνκι, ο [τότε] πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, προσέφερε μια αρχική ματιά στους νέους κανόνες της οικονομίας, διοχετεύοντας 85 δισεκατομμύρια δολάρια από δημόσιους πόρους στην American International Group (AIG), μια ασφαλιστική εταιρεία. Όταν ο Αντιπρόσωπος Barney Frank, Δημοκρατικός της Μασαχουσέτης, ενημερώθηκε για αυτό το σχέδιο, διερωτήθηκε με σκεπτικισμό αν η Fed διέθετε ανά χείρας 85 δισεκατομμύρια δολάρια. «Έχουμε 800 δισεκατομμύρια δολάρια», απάντησε απλώς ο Μπερνάνκι. Οπλισμένος με το νομισματοκοπείο του έθνους, ο Bernanke έλεγε ότι η Fed μπορεί να δημιουργήσει όσα δολάρια θέλει. Ο σιδερούς νόμος της σπανιότητας δεν χρειάζεται να ισχύει για τους κεντρικούς τραπεζίτες.

Η διάσωση της AIG ήταν μόνο η αρχή. Η Fed απέσυρε τοξικά περιουσιακά στοιχεία από τους ισολογισμούς μιας μακράς λίστας με αποτυγχάνοντες δανειστές για να τους σταθεροποιήσει. Αγκάλιασε το νέο εργαλείο της «ποσοτικής χαλάρωσης» (“quantitative easing”), το οποίο περιλαμβάνει την δημιουργία χρημάτων για την αγορά μακροπρόθεσμων ομολόγων, συρρικνώνοντας έτσι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και τονώνοντας την οικονομία. Μέχρι το τέλος του 2008, η Fed είχε διοχετεύσει 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία, ποσό που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του ετήσιου ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Η παραδοσιακή εργαλειοθήκη της κεντρικής τράπεζας, που περιλαμβάνει την χειραγώγηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, επεκτάθηκε δραματικά.

Αυτές οι φιλόδοξες κινήσεις αντικατοπτρίστηκαν σε άλλες προηγμένες οικονομίες. Η Τράπεζα της Αγγλίας αγκάλιασε επίσης την ποσοτική χαλάρωση, αγοράζοντας ομόλογα στην ίδια κλίμακα με την Fed (προσαρμοσμένη στο μέγεθος της βρετανικής οικονομίας). Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είχε πειραματιστεί με την ποσοτική χαλάρωση από το 2001 αλλά, μετά την οικονομική κρίση, διπλασίασε αυτές τις προσπάθειες˙ μέχρι το 2013, έχει δημιουργήσει περισσότερα χρήματα σε σχέση με το ΑΕΠ από οποιαδήποτε άλλη ώριμη οικονομία. Η ανταπόκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν μπλοκαρισμένη για πολλά χρόνια, λόγω αντίστασης από την Γερμανία και άλλα βόρεια κράτη-μέλη, αλλά το 2015 προσχώρησε στο πάρτι. Σε συνδυασμό, αυτές οι «μεγάλες τέσσερις» (“big four”) κεντρικές τράπεζες έδωσαν περίπου 13 τρισεκατομμύρια δολάρια στις οικονομίες τους την δεκαετία μετά την οικονομική κρίση.

Η κρίση που προκλήθηκε από τον νέο κορωνοϊό έχει ενθαρρύνει τις κεντρικές τράπεζες ακόμη περισσότερο. Πριν από την πανδημία, οι οικονομολόγοι ανησυχούσαν ότι η ποσοτική χαλάρωση σύντομα θα έπαυε να είναι αποτελεσματική ή πολιτικά αποδεκτή. Υπήρχαν πρόσθετες ανησυχίες ότι η νομοθεσία μετά το 2008 είχε περιορίσει την δυνατότητα της Fed να πραγματοποιεί διασώσεις. «Η κυβέρνηση διαθέτει ακόμη λιγότερη εξουσία έκτακτης ανάγκης από ό, τι πριν από την κρίση», έγραψε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, σε αυτές τις σελίδες το 2017. Αλλά μόλις ενέσκηψε η πανδημία, αυτοί οι φόβοι διαλύθηκαν. «Ήμουν ανάμεσα σε πολλούς που ανησυχούσαν πριν από ένα μήνα για το περιορισμένο εύρος του οπλοστασίου της Fed», ομολόγησε πρόσφατα ο σεβαστός επενδυτής Howard Marks. «Τώρα βλέπουμε την τεράστια έκταση της πιθανής εργαλειοθήκης της Fed».

Η Fed όρμησε στη μάχη τον Μάρτιο, υποσχόμενη ότι το εύρος των δράσεών της θα ήταν ουσιαστικά απεριόριστο. «Όσον αφορά τον δανεισμό, δεν πρόκειται να εξαντληθούν τα πυρομαχικά», δήλωσε ο Jerome Powell, πρόεδρος της Fed. Ενώ οι πρώτοι δύο γύροι ποσοτικής χαλάρωσης της Fed, που ξεκίνησαν το 2008 και το 2010, αφορούσαν προκαθορισμένη ποσότητα αγορών [περιουσιακών στοιχείων], η στάση του Powell ήταν σκόπιμα χωρίς όριο. Σε αυτό, ακολουθούσε το προηγούμενο που είχε θέσει το 2012 ο Mario Draghi, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος δεσμεύτηκε να κάνει «ό, τι χρειάζεται» για να συγκρατήσει την κρίση χρέους της Ευρώπης. Αλλά η υπόσχεση του Ντράγκι ήταν μια εμπνευσμένη μπλόφα, καθώς η προθυμία των κρατών της Βόρειας Ευρώπης να υποστηρίξουν μια απεριόριστη παρέμβαση ήταν αβέβαιη. Αντιθέτως, κανείς σήμερα δεν αμφιβάλλει ότι η Fed έχει την υποστήριξη του προέδρου των ΗΠΑ και του Κογκρέσου για να επιτύχει τη μαξιμαλιστική της ρητορική. Αυτό είναι «ό, τι χρειάζεται» με στεροειδή.

Οι ισχυρές υποσχέσεις της Fed συνδυάστηκαν με άμεσες δράσεις. Τον Μάρτιο και το πρώτο εξάμηνο του Απριλίου του 2020, η Fed διοχέτευσε περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία, μια παρέμβαση σχεδόν διπλάσια σθεναρή από εκείνη που έδωσε στις έξι εβδομάδες μετά την πτώχευση της Lehman Brothers. Εν τω μεταξύ, οι οικονομολόγοι της αγοράς προβλέπουν ότι η κεντρική τράπεζα θα αγοράσει περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον χρέους μέχρι το τέλος του 2021, επισκιάζοντας τις συνδυασμένες αγορές της από το 2008 έως το 2015. Άλλες κεντρικές τράπεζες ακολουθούν την ίδια πορεία, αν και όχι στην ίδια κλίμακα. Από τα τέλη Απριλίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν σε καλό δρόμο για χαλάρωση ύψους 3,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υποσχεθεί συνολικά 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων της Fed την οδηγεί σε μια νέα περιοχή. Μετά την χρεοκοπία της Lehman, η Fed ανησυχούσε ότι θα διασώσει μη χρηματοοικονομικές εταιρείες των οποίων η σταθερότητα ήταν περιθωριακή για την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σήμερα, η Fed αγοράζει εταιρικά ομόλογα -συμπεριλαμβανομένων των επικίνδυνων ομολόγων «σκουπίδια»- για να διασφαλίσει ότι οι εταιρείες μπορούν να δανειστούν. Συνεργάζεται επίσης με το Υπουργείο Οικονομικών και το Κογκρέσο για να παρέχονται δάνεια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η Fed έχει αναδειχθεί ως δανειστής εσχάτης καταφυγής όχι μόνο στην Wall Street αλλά και στην πραγματική οικονομία (Main Street).

Καθώς η Fed επεκτείνει την εμβέλειά της, θέτει σε κίνδυνο τον παραδοσιακό της ισχυρισμό ότι είναι μια στενή, τεχνοκρατική υπηρεσία που στέκεται έξω από την πολιτική. Στο παρελθόν, η Fed απέφυγε τον δανεισμό της πραγματικής οικονομίας ακριβώς επειδή δεν είχε καμία επιθυμία να αποφασίσει ποιες εταιρείες άξιζαν διάσωση και ποιες θα έπρεπε να καταρρεύσουν. Τέτοιες αντιπαθείς επιλογές ήταν καλύτερο να αφεθούν σε δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς, οι οποίοι είχαν την εντολή να θέσουν κοινωνικές προτεραιότητες. Όμως, η παλιά οριοθέτηση μεταξύ τεχνιτών των νομισματικών θεμάτων και της δημοσιονομικής πολιτικής έχει θολώσει. Η Fed έχει αναδειχθεί ως ο μεγαλύτερος καταλύτης της ευρείας κυβέρνησης, ένα είδος υπερ-υπουργείου Οικονομικών.

ΧΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό οδηγεί στην δεύτερη επέκταση της οικονομικής δύναμης των κυβερνήσεων που προκύπτει από την κρίση του κορωνοϊού. Η πανδημία έδειξε ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι οι μόνες που μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα˙ τα υπουργεία του οικονομικού κύκλου μπορούν επίσης να κάνουν την δική τους παράγωγη μαγεία. Εάν εξουσιοδοτηθούν από νομοθέτες και υποστηριχθούν από κεντρικές τράπεζες, τα εθνικά ταμεία μπορούν να δανείζονται και να ξοδεύουν χωρίς πρακτικό όριο, χλευάζοντας τους κανονικούς νόμους της οικονομικής βαρύτητας.

Το κλειδί αυτής της νέας δύναμης έγκειται στην παράξενη εξαφάνιση του πληθωρισμού. Από την κρίση του 2008, οι τιμές στις προηγμένες οικονομίες αυξήθηκαν λιγότερο από τον επιθυμητό στόχο του περίπου 2% ετησίως. Ως αποτέλεσμα, ένας από τους κύριους κινδύνους των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού έχει εξαφανιστεί, τουλάχιστον προς το παρόν. Στον πριν από το 2008 κόσμο, οι κυβερνήσεις που ξόδευαν περισσότερα από όσα εισέπρατταν σε φόρους δημιουργούσαν κίνδυνο πληθωρισμού, ο οποίος συχνά ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια: ως μορφή τόνωσης, τα δημοσιονομικά ελλείμματα θεωρούνταν ως αυτοκαταστροφικά. Αλλά στον μετά το 2008 κόσμο, με τον πληθωρισμό να είναι ήσυχος, οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό Αρχές μπορούν να προσφέρουν τονωτικά ελλείμματα χωρίς να φοβούνται ότι οι κεντρικές τράπεζες θα αντενεργήσουν. Η αυξημένη ανισότητα έχει μεταφέρει πλούτο στα χέρια πολιτών που είναι πιο πιθανό να αποταμιεύουν παρά να ξοδεύουν. Ο μειωμένος ανταγωνισμός επέτρεψε σε εταιρείες με ισχύ στην αγορά να την γλιτώνουν με λιγότερες επενδύσεις και μισθούς. Το cloud computing και οι ψηφιακές αγορές κατέστησαν δυνατό το να ξοδεύουν λιγότερα για εξοπλισμό και προσλήψεις όταν ιδρύονται εταιρείες. Χάρη σε αυτούς τους παράγοντες και ίσως κι άλλους, η ζήτηση δεν έχει ξεπεράσει την προσφορά, οπότε ο πληθωρισμός ήταν ελάχιστος.

Όποιοι και αν είναι οι ακριβείς λόγοι, η εξαφάνιση του πληθωρισμού επέτρεψε στις κεντρικές τράπεζες να μην ανέχονται απλώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά και να τα διευκολύνουν. Οι κυβερνήσεις μειώνουν τους φόρους και αυξάνουν τις δαπάνες, χρηματοδοτώντας τα προκύπτοντα ελλείμματα με την έκδοση ομολόγων. Αυτά τα ομόλογα στην συνέχεια οι κεντρικές τράπεζες τα αγοράζουν από τους επενδυτές της αγοράς στο πλαίσιο της ποσοτικής τους χαλάρωσης. Λόγω αυτών των αγορών από κεντρικές τράπεζες, το επιτόκιο που πρέπει να πληρώσουν οι κυβερνήσεις για να δανειστούν μειώνεται. Επιπλέον, επειδή οι κεντρικές τράπεζες επιστρέφουν γενικά τα κέρδη τους στα κρατικά ταμεία, αυτές οι χαμηλές πληρωμές τόκων είναι ακόμη χαμηλότερες από όσο φαίνονται, καθώς θα επιστραφούν εν μέρει. Ένα Υπουργείο Οικονομικών που πουλά χρέος στην εθνική κεντρική τράπεζά του, κατά κανόνα δανείζεται από τον εαυτό του. Ακριβώς όπως οι κεντρικοί τραπεζίτες θολώνουν την γραμμή μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι και οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό Αρχές αποκτούν μέρος της αλχημικής δύναμης των κεντρικών τραπεζιτών.

Εάν ο χαμηλός πληθωρισμός και η ποσοτική χαλάρωση έχουν καταστήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα φθηνά, η κληρονομιά του 2008 τα έχει καταστήσει επίσης πιο επιθυμητά. Μετά την οικονομική κρίση, η ποσοτική χαλάρωση βοήθησε την οικονομία να ανακάμψει, αλλά είχε επίσης και μειονεκτήματα. Η συγκράτηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων χαμηλά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των μετοχών και των ομολόγων, γεγονός που καθιστά φθηνότερο για τις εταιρείες να αντλούν κεφάλαια για να επενδύσουν. Αλλά παρέχει επίσης ένα «δώρο» στους κατόχους χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων -δύσκολα τους πιο άξιους αποδέκτες κρατικής βοήθειας. Θα ήταν επομένως καλύτερο να αναζωπυρωθεί η οικονομία με χαμηλότερους φόρους και πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες, δεδομένου ότι αυτά μπορούν να απευθύνονται σε πολίτες που χρειάζονται την βοήθεια. Η άνοδος του λαϊκισμού από το 2008 υπογραμμίζει την περίπτωση των εργαλείων τόνωσης που είναι ευαίσθητα στην ανισότητα.

07052021-2.jpg

Έξω από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τον Μάιο του 2020. Lucas Jackson / Reuters
-------------------------------------------------------

Επειδή τα δημοσιονομικά ελλείμματα φαίνονται λιγότερο δαπανηρά και πιο επιθυμητά από όσο προηγουμένως, οι κυβερνήσεις στις προηγμένες οικονομίες τα έχουν αγκαλιάσει με πάθος. Και πάλι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγήθηκαν. Μετά την οικονομική κρίση, το 2009, η χώρα είχε έλλειμμα ομοσπονδιακού προϋπολογισμού 9,8% του ΑΕΠ. Σήμερα, αυτός ο αριθμός περίπου διπλασιάστηκε. Άλλες χώρες έχουν ακολουθήσει τις πολιτικές των ΗΠΑ «μην φορολογείτε, απλώς ξοδεύετε», αλλά λιγότερο επιθετικά. Στα τέλη Απριλίου, η Morgan Stanley υπολόγισε ότι η Ιαπωνία θα παρουσιάσει έλλειμμα 8,5% του ΑΕΠ φέτος, λιγότερο από το μισό των ΗΠΑ. Η ευρωζώνη θα είναι στο 9,5%, και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο 11,5%. Η κυβέρνηση της Κίνας, η οποία ηγήθηκε στον κόσμο στο μέγεθος των τονωτικών μέτρων της μετά το 2008, δεν θα πλησιάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή την φορά. Είναι πιθανό να καταλήξει με έλλειμμα το 2020 στο 12,3%, σύμφωνα με τη Morgan Stanley.

Καθώς οι ισχυρές οικονομίες του κόσμου δανείζονται σε μεγάλο βαθμό για την καταπολέμηση της βουτιάς λόγω του κορωνοϊού, οι εύθραυστες [οικονομίες] θεωρούν ότι αυτή η επιλογή είναι εκτός ορίου. Αντί να αυξάνουν το δανεισμό τους, δυσκολεύονται να διατηρήσουν τα υπάρχοντα επίπεδα χρέους τους, επειδή οι πιστωτές τους αρνούνται να επεκτείνουν (roll over) τα δάνεια τους με την πρώτη ένδειξη μιας κρίσης. Κατά τους δύο πρώτους μήνες της πανδημίας, 100 δισεκατομμύρια δολάρια επενδυτικού κεφαλαίου εγκατέλειψαν τις αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και περισσότερες από 90 χώρες έχουν υποβάλει αίτηση στο ΔΝΤ για βοήθεια. Σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, δεν υπάρχει μαγεία, υπάρχει μόνο λιτότητα.

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Από την αρχή της πανδημίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσαν τη μεγαλύτερη νομισματική τόνωση στον κόσμο και τη μεγαλύτερη δημοσιονομική τόνωση στον κόσμο. Σαν από θαύμα, μπόρεσαν να το κάνουν αυτό σχεδόν χωρίς κόστος. Η πανδημία προκάλεσε μια μετακίνηση προς την σχετική ασφάλεια των περιουσιακών στοιχείων των ΗΠΑ, και οι αγορές από την Fed έχουν αυξήσει την τιμή των ομολόγων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Καθώς η τιμή των ομολόγων αυξάνεται, η απόδοση των τόκων τους μειώνεται -τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2020, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε κατά περισσότερο από μια πλήρη ποσοστιαία μονάδα, πέφτοντας κάτω από το 1% για πρώτη φορά. Κατά συνέπεια, παρόλο που η τόνωση έχει προκαλέσει αύξηση του χρέους των ΗΠΑ, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους παρέμεινε σταθερό. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι οι ομοσπονδιακές πληρωμές χρέους ως μερίδιο του ΑΕΠ θα είναι οι ίδιες με εκείνες που θα ήταν χωρίς την κρίση. Αυτό στα οικονομικά ίσως να είναι το πιο κοντινό σε ένα δωρεάν γεύμα.

Οι κορυφαίες οικονομίες του κόσμου έχουν όλες απολαύσει κάποιες εκδόσεις αυτής της απροσδόκητης τύχης, αλλά η εμπειρία των ΗΠΑ παραμένει ξεχωριστή. Τα ονομαστικά δεκαετή επιτόκια της κυβέρνησης είναι χαμηλότερα στον Καναδά, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μόνο τα γερμανικά είναι χαμηλότερα μετά την προσαρμογή τους στον πληθωρισμό. Επιπλέον, το επιτόκιο στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει προσαρμοστεί περισσότερο [σε σύγκριση με τα άλλα] από την έναρξη της πανδημίας. Το δεκαετές κυβερνητικό επιτόκιο της Γερμανίας, για να αναφέρω ένα αντίθετο παράδειγμα, είναι αρνητικό, αλλά έχει μειωθεί μόνο οριακά από τις αρχές Φεβρουαρίου -και στην πραγματικότητα αυξήθηκε από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ομοίως, το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου της Κίνας έχει μειωθεί από τις αρχές του τρέχοντος έτους, αλλά κατά το ήμισυ συγκριτικά με το επιτόκιο των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες έχουν δει το κόστος δανεισμού τους να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τα μέσα Φεβρουαρίου έως τα τέλη Απριλίου 2020, το επιτόκιο της Ινδονησίας αυξήθηκε από περίπου 6,5% σε λίγο κάτω από 8% και της Νότιας Αφρικής αυξήθηκε από κάτω από 9% σε πάνω από 12%, αν και η αύξηση αυτή έκτοτε έχει περιοριστεί.

Η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να δανείζονται με ασφάλεια και φθηνά από τους παγκόσμιους αποταμιευτές αντικατοπτρίζει την κατάσταση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος παγκοσμίως. Μετά την κρίση του 2008, όταν οι αποτυχίες των ρυθμίσεων της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ αποσταθεροποίησαν τον κόσμο, υπήρχαν πολλές συζητήσεις ότι η κυριαρχία του δολαρίου θα μπορούσε να τελειώσει και η Κίνα έκανε μια συντονισμένη προσπάθεια να διαδώσει την χρήση του γουάν πέρα από τα σύνορά της. Περίπου μια δεκαετία αργότερα, η Κίνα οικοδόμησε την αγορά κρατικών ομολόγων της, καθιστώντας την τη δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο. Όμως οι ξένοι πρέπει να αντιμετωπίσουν τους κινεζικούς ελέγχους κεφαλαίων και η υπεράκτια αγορά ομολόγων σε γουάν, την οποία προώθησε το Πεκίνο με μεγάλη φαντασία πριν από μια δεκαετία, απέτυχε να κερδίσει ελκυστικότητα. Ως αποτέλεσμα, το γουάν αντιπροσωπεύει μόλις το 2% των παγκόσμιων αποθεματικών κεντρικών τραπεζών. Οι ιδιώτες αποταμιευτές αρχίζουν να κατέχουν κινεζικά ομόλογα, αλλά αυτά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μέρος των χαρτοφυλακίων τους.

Καθώς η Κίνα αγωνίζεται να διεθνοποιήσει το γουάν, το δολάριο παραμένει το νόμισμα που επιθυμούν οι αποταμιευτές. Παρά την οικονομική κρίση και την ευρεία αντίληψη ότι η επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο έχει μειωθεί, σχεδόν τα δύο τρίτα των αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών εξακολουθούν να αποτελούνται από δολάρια. Ούτε η συχνή προσφυγή των ΗΠΑ σε οικονομικές κυρώσεις άλλαξε την εικόνα, παρόλο που τέτοιες κυρώσεις δημιουργούν κίνητρο για χώρες όπως το Ιράν να αναπτύξουν τρόπους για να παρακάμψουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο. Το να εκδίδεις το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα αποδεικνύεται μια εξαιρετικά βιώσιμη πηγή ισχύος. Το δολάριο συνεχίζει να ανατιμάται σε περιόδους αβεβαιότητας, ακόμη και όταν οι ασταθείς πολιτικές των ΗΠΑ προσθέτουν σε αυτήν την αβεβαιότητα -εξ ου και η ανατίμηση του δολαρίου από την αρχή της πανδημίας.

Η υπεροχή του δολαρίου διατηρείται λόγω των επιδράσεων του ισχυρού δικτύου. Οι αποταμιευτές σε όλο τον κόσμο θέλουν δολάρια για τον ίδιο λόγο που οι μαθητές σε όλο τον κόσμο μαθαίνουν αγγλικά: ένα νόμισμα (ή μια γλώσσα) είναι χρήσιμο στον βαθμό που άλλοι το επιλέγουν. Λίγο κάτω από το ήμισυ όλων των διεθνών χρεογράφων είναι σε δολάρια, έτσι οι αποταμιευτές χρειάζονται δολάρια για να αγοράσουν αυτά τα χρηματοοικονομικά μέσα. Το αντίστροφο ισχύει επίσης: επειδή οι αποταμιευτές είναι συνηθισμένοι να συναλλάσσονται σε δολάρια, οι εκδότες κινητών αξιών θεωρούν ελκυστικό να πωλούν μετοχές ή ομόλογα στην δολαριακή αγορά. Εφόσον οι παγκόσμιες κεφαλαιαγορές λειτουργούν κυρίως σε δολάρια, το δολάριο θα βρίσκεται στο επίκεντρο των οικονομικών κρίσεων -οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που θα χρεοκοπήσουν θα πρέπει να σωθούν με δολάρια, καθώς αυτό θα είναι το νόμισμα στο οποίο έχουν δανειστεί. Ως αποτέλεσμα, οι συνετές κεντρικές τράπεζες θα διατηρούν μεγάλα αποθέματα σε δολάρια. Αυτές οι επιδράσεις δικτύου (network effects) είναι πιθανό να προστατεύσουν το status του δολαρίου για το άμεσο μέλλον.

ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΝΟΜΙΣΜΑ, ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Στην εποχή του μαγικού χρήματος, αυτό το πλεονέκτημα θα αποδειχθεί ισχυρό. Σε στιγμές πίεσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βιώσουν εισροές κεφαλαίων ακόμη και όταν η Federal Reserve μειώνει τα επιτόκια του δολαρίου, καθιστώντας τα κεφάλαια άφθονα και φθηνά. Εν τω μεταξύ, άλλες χώρες θα αντιμετωπίζονται λιγότερο γενναιόδωρα από τις αγορές ομολόγων και ορισμένες θα τιμωρούνται από τα κόστη δανεισμού που θα αυξάνονται στην λιγότερο κατάλληλη στιγμή.

Ένα ισχυρό χρηματοοικονομικό σύστημα έδινε πάντα ένα πλεονέκτημα στις μεγάλες δυνάμεις: λίγο πριν από δύο αιώνες, η ανώτερη πρόσβαση του Ηνωμένου Βασιλείου σε δάνεια το βοήθησε να νικήσει τον Ναπολέοντα. Σήμερα, η χρηματοδότηση επηρεάζει τις χώρες και τους ανθρώπους περισσότερο από ποτέ. Αλλά ακόμη και καθώς ενισχύει την δύναμη των ΗΠΑ, η χρηματοδότηση έχει περισσότερο ρίσκο. Ο κίνδυνος είναι εμφανής στο διογκούμενο ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ. Το 2001, το ομοσπονδιακό χρέος που κατείχε το κοινό ανήλθε μόλις στο 31% του ΑΕΠ. Μετά την οικονομική κρίση, το ποσοστό υπερδιπλασιάστηκε. Τώρα, χάρη στο δεύτερο από τα δίδυμα σοκ, το ομοσπονδιακό χρέος που κατέχει το κοινό θα ταιριάξει σύντομα με το ρεκόρ 106% στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Το αν αυτό το χρέος πυροδοτήσει μια κρίση θα εξαρτηθεί από την συμπεριφορά των επιτοκίων. Πριν από την πανδημία, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου ανέμενε ότι το μέσο επιτόκιο του χρέους θα κυμαινόταν γύρω στο 2,5%. Η επιθετική αγορά ομολόγων της Fed τράβηξε χαμηλότερα τα επιτόκια των ΗΠΑ -εξ ου και το «δωρεάν γεύμα». Αλλά ακόμη και αν τα επιτόκια επανέλθουν εκεί που βρίσκονταν στο παρελθόν, το χρέος θα εξακολουθούσε να είναι μη βιώσιμο: υψηλότερο από τον μέσο όρο του 1,5% του ΑΕΠ που έχει βιώσει η χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από την κορυφή του 3,2% του ΑΕΠ που η χώρα έφτασε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ένας άλλος τρόπος μέτρησης της βιωσιμότητας του χρέους είναι να συγκριθούν οι πληρωμές χρέους με τις προοπτικές ανάπτυξης. Εάν η ονομαστική ανάπτυξη –η πραγματική ανάπτυξη συν τον πληθωρισμό- ξεπεράσει τις πληρωμές χρέους, μια χώρα μπορεί συνήθως να ξεπεράσει το πρόβλημα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εκτιμήσεις της πραγματικής βιώσιμης ανάπτυξης κυμαίνονται από 1,7% έως 2,0%˙ οι εκτιμήσεις για τον μελλοντικό πληθωρισμό κυμαίνονται από το 1,5% που αναμένεται από τις αγορές έως τον επίσημο στόχο της Fed στο 2,0%. Συνολικά, η ονομαστική ανάπτυξη των ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι κατά μέσο όρο περίπου 3,6%. Εάν οι πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους είναι 2,5% του ΑΕΠ και εάν η κυβέρνηση εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις δανειζόμενη και επεκτείνοντας έτσι το απόθεμα χρέους, η ονομαστική αύξηση 3,6% σημαίνει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μικρό έλλειμμα στον υπόλοιπο προϋπολογισμό της και πάλι να μικρύνει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.

Η εμπειρία της Ιαπωνίας ενισχύει την ιδέα ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους μπορεί να είναι εκπληκτικά βιώσιμα. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας πέρασε το 100% του ΑΕΠ το 2000 και το ποσοστό από τότε σχεδόν διπλασιάστηκε, σε σχεδόν 200%. Ωστόσο, η Ιαπωνία δεν αντιμετώπισε κρίση χρέους. Αντίθετα, τα επιτόκια έχουν μειωθεί, διατηρώντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε προσιτό επίπεδο. Το ιστορικό της Ιαπωνίας αναιρεί επίσης την ιδέα ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους εμποδίζουν τις δυναμικές δαπάνες έκτακτης ανάγκης. Τα κεφάλαια τόνωσης της χώρας για την πανδημία είναι μεγάλα, ειδικά σε σχέση με την κλίμακα των προκλήσεών της στην υγεία.

07052021-3.jpg

Πεζοί στο κέντρο του Τόκιο, τον Μάιο του 2020. Issei Kato / Reuters
--------------------------------------------------------

Εν ολίγοις, η πρόσφατη επικράτηση των χαμηλών επιτοκίων στον πλούσιο κόσμο ενθαρρύνει την άποψη ότι τα επίπεδα χρέους των ΗΠΑ θα είναι διαχειρίσιμα, ακόμη και αν επεκταθούν περαιτέρω. Όσο περισσότερο οι κεντρικές τράπεζες υιοθετούν ποσοτική χαλάρωση, τόσο πιθανότερο είναι να παραμείνουν τα χαμηλότερα επιτόκια: οι κατώτατες αποδόσεις του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει σαρώσει περισσότερο από το ένα τρίτο του [χρέους]. Σε αυτό το περιβάλλον των διαρκώς χαμηλών επιτοκίων, οι κυβερνήσεις εισέρχονται σε έναν κόσμο αντικατοπτρισμού: με την ανάληψη περισσότερου χρέους, μπορούν να μειώσουν το βάρος του χρέους, καθώς οι επενδύσεις τους που χρηματοδοτούνται από το χρέος αντισταθμίζουν το χρέος με το να ενισχύουν το ΑΕΠ. Με βάση αυτή την λογική, η εποχή του μαγικού χρήματος μπορεί να οδηγήσει σε διευρυμένες ομοσπονδιακές επενδύσεις σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Όταν οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο επιζητούν κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, γιατί να μην αξιοποιηθεί η ευκαιρία;

Το ερώτημα είναι αν η εμπειρία του Τόκιο -αυξανόμενο χρέος που αντισταθμίζεται από πτωτικά επιτόκια- προβλέπει το μέλλον της Ουάσιγκτον. Προς το παρόν, οι δύο χώρες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: μια κεντρική τράπεζα που εμπλέκεται ενθουσιωδώς στην ποσοτική χαλάρωση. Αλλά αυτή η επιθυμία εξαρτάται από την ηρεμία στον πληθωρισμό. Λόγω μιας ισχυρής παράδοσης αποταμίευσης, η Ιαπωνία γνώρισε πλήρη αποπληθωρισμό στα 13 από τα τελευταία 25 χρόνια, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώρισαν αποπληθωρισμό σε ένα μόνο έτος κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου. Ο κίνδυνος είναι ότι οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν μια απροσδόκητη αύξηση των τιμών που με την σειρά της θα αυξήσει τα επιτόκια γρηγορότερα από το ονομαστικό ΑΕΠ, καθιστώντας το χρέος τους μη βιώσιμο.

Για να δείτε πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει, σκεφτείτε το 1990. Εκείνη την χρονιά, το αγαπημένο μέτρο της Fed για τον πληθωρισμό, ο δείκτης τιμών καταναλωτή, αυξήθηκε στο 5,2% μετά από μια πτώση στο 1,6% τέσσερα χρόνια νωρίτερα -αποδεικνύοντας έτσι ότι όντως συμβαίνουν αντιστροφές πληθωρισμού. Καθώς αυξήθηκε ο πληθωρισμός, η Fed αύξησε το κόστος δανεισμού. Τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου αυξήθηκαν από περίπου 7% στα τέλη του 1986 σε πάνω από 9% το 1988 και αιωρήθηκαν πάνω από το 8% το 1990. Εάν συνέβαινε σήμερα μια αντιστροφή αυτού του είδους, θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφή. Εάν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξάνονταν κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετώπιζαν πληρωμές χρέους ύψους 4,5% του ΑΕΠ αντί 2,5%. Το βάρος του εθνικού χρέους θα έφτανε σε επίπεδα ρεκόρ.

Αυτό θα είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Το 1990, η μη βιώσιμη πορεία του χρέους ανάγκασε την υιοθέτηση ενός οδυνηρού πακέτου μείωσης του ελλείμματος, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος να αθετήσει την υπόσχεση της [προεκλογικής] εκστρατείας του «όχι νέους φόρους», κάτι που αναμφισβήτητα του κόστισε τις εκλογές του 1992. Δεδομένου του σημερινού πολιτικού κυνισμού, φαίνεται παράλογο να υπολογίζουμε στην επανάληψη μιας τέτοιας αυτοθυσίας. Αξίζει λοιπόν να υπενθυμίσουμε την άλλη τακτική διαχείρισης χρέους που προσπάθησε η κυβέρνηση Μπους. Με το να επιτεθούν στον πρόεδρο της Fed, Alan Greenspan, με ψιθυριστές συκοφαντίες και ανοιχτή επίπληξη, οι σύμβουλοι του Μπους προσπάθησαν να εκφοβίσουν την κεντρική τράπεζα για να μειώσει τα επιτόκια. Σύμφωνα με τον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα, τα χαμηλότερα επιτόκια, η ταχύτερη ανάπτυξη, και ο υψηλότερος πληθωρισμός θα συνδυάζονταν για να λύσουν το πρόβλημα του χρέους.

Ο Γκρίνσπαν στάθηκε στο ύψος του, και ο Μπους δεν ήταν αρκετά απερίσκεπτος για να τον ξεφορτωθεί. Αλλά αν ένας μελλοντικός πρόεδρος είναι πιο απελπισμένος, η Fed θα μπορούσε να φορτωθεί με έναν ηγέτη που θα δίνει προτεραιότητα στην σταθερότητα του εθνικού χρέους έναντι της σταθερότητας των τιμών. Λαμβάνοντας υπόψη την πρόσφατη διάσωση επιχειρήσεων από την Fed, θα ήταν ένα μικρό βήμα να υποστηρίξουμε ότι η κεντρική τράπεζα έχει επίσης καθήκον να προστατεύει τους πολίτες από την λιτότητα του προϋπολογισμού. Λαμβάνοντας υπόψη την υπονόμευση του στόχου για τον πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια, θα ήταν εύκολο να υποδηλώσουμε ότι λίγη υπέρβαση θα ήταν ακίνδυνη. Δυστυχώς, εάν δεν ελεγχθεί αρκετά γρήγορα, αυτή η σαγηνευτική λογική θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια επανάληψη της δεκαετίας του 1970, όταν η οικονομική κακοδιαχείριση των ΗΠΑ επέτρεψε στον πληθωρισμό να φτάσει σε διψήφια ποσοστά και το δολάριο πλησίασε περισσότερο από ποτέ μέσα στην μεταπολεμική περίοδο το να χάσει το προνομιακό του status.

Η εποχή του μαγικού χρήματος προαναγγέλλει τόσο την ευκαιρία όσο και τον κίνδυνο. Τα διπλά σοκ του 2008 και του 2020 έχουν απελευθερώσει την αγοραστική δύναμη των κυβερνήσεων του πλούσιου κόσμου, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Έδωσαν την δυνατότητα να φανταστούμε δημόσιες επενδύσεις που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την ανάπτυξη, να μειώσουν τις ανισότητες, και να αντιμετωπίσουν τις περιβαλλοντικές προκλήσεις. Αλλά μια πάρα πολύ μεγάλη δόση από ένα καλό πράγμα θα μπορούσε να προκαλέσει μια κρίση του δολαρίου που θα εξαπλωνόταν παγκοσμίως. Όπως το έθεσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, John Connally, στους Ευρωπαίους ομολόγους του το 1971, «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας, αλλά και το πρόβλημά σας».

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ FED

Κανείς δεν είναι σίγουρος γιατί ο πληθωρισμός εξαφανίστηκε ή πότε θα μπορούσε να επιστρέψει ξανά. Η διακοπή του εφοδιασμού που προκύπτει από την μεταπανδημική απο-παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει εμπόδια και αύξηση των τιμών˙ μια ανάκαμψη στο κόστος της ενέργειας, που πρόσφατα ήταν σε παράλογα χαμηλά επίπεδα, είναι μια άλλη εύλογη αιτία. Οι έντιμοι παρατηρητές θα παραδεχτούν ότι υπάρχουν πάρα πολλά άγνωστα για να κάνουν αξιόπιστη μια πρόβλεψη. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το μέλλον είναι αβέβαιο και απρόοπτο, ένα διαφορετικό είδος πρόβλεψης φαίνεται ασφαλές. Εάν όντως ξεσπάσει ο πληθωρισμός, οι επιλογές μιας χούφτας ατόμων θα καθορίσουν εάν η χρηματοδότηση θα πέσει από τον γκρεμό.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν μια ανάλογη στιγμή το 1950. Η Κίνα είχε στείλει 300.000 πεζικάριους πέρα από τον παγωμένο ποταμό Yalu, ο οποίος σηματοδοτούσε τα σύνορά της με την Κορέα˙ κατέκλυσαν τους Αμερικανούς στρατιώτες που κοιμούνταν στο ψυχρό έδαφος, τους μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου μέσα στους υπνόσακούς τους. Τον επόμενο μήνα, με τη μοίρα του Ψυχρού Πολέμου αβέβαιη όσο ποτέ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, κάλεσε τον Thomas McCabe, τον πρόεδρο της Fed, και επέμεινε ότι το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων πρέπει να παραμείνει περιορισμένο στο 2,5%. Εάν η Fed αποτύγχανε να αγοράσει αρκετά ομόλογα για να διατηρήσει το επιτόκιο σε αυτό το επίπεδο, «αυτό ακριβώς θέλει ο κ. Στάλιν», έλεγε ο πρόεδρος. Σε μια εποχή κλιμακούμενου πολέμου, η ικανότητα δανεισμού της κυβέρνησης έπρεπε να διαφυλαχθεί.

Αυτό παρουσίασε στην Fed το είδος του διλήμματος που μπορεί να αντιμετωπίσει ξανά στο μέλλον. Από τη μια πλευρά, το έθνος ήταν σε κίνδυνο. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε. Η Fed έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην επίλυση του προβλήματος ενός καταπολεμούμενου προέδρου και στην σταθεροποίηση των τιμών. Προς μεγάλη οργή του Τρούμαν, ο McCabe αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στον αγώνα κατά του πληθωρισμού˙ όταν ο πρόεδρος αντικατέστησε τον McCabe με τον William McChesney Martin, έναν αξιωματούχο του Υπουργείου Οικονομικών που ο Truman περίμενε ότι θα του είναι πιστός, σοκαρίστηκε ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσε ότι και ο ίδιος ο άνθρωπός του τον αψήφισε. Στην πρώτη ομιλία του μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μάρτιν δήλωσε ότι ο πληθωρισμός ήταν «ακόμη πιο σοβαρή απειλή για την ζωτικότητα της χώρας μας από τις πιο θεαματικές επιθέσεις εχθρών έξω από τα σύνορά μας». Η σταθερότητα των τιμών δεν πρέπει να θυσιάζεται, ακόμη και αν ο πρόεδρος είχε άλλες προτεραιότητες.

Χρόνια αργότερα, ο Τρούμαν συνάντησε τον Μάρτιν σε έναν δρόμο στη Νέα Υόρκη. «Προδότη», του είπε, και έφυγε. Πριν τελειώσει η εποχή του μαγικού χρήματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να βρεθούν σε ανάγκη για περισσότερους τέτοιου είδους προδότες.

* Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 68 (Φεβρουάριος - Μάρτιος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-29/pandemi...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition