Το κρυφό κόστος της εμπορίας ανθρώπων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το κρυφό κόστος της εμπορίας ανθρώπων

Αυτή η παγκόσμια μάστιγα είναι χειρότερη από έγκλημα -είναι μια συστημική απειλή
Περίληψη: 

Τα τελευταία 15 χρόνια, ο αριθμός των θυμάτων που εντοπίστηκαν έχει αυξηθεί τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν εντοπίζεται. Ο ανεπαρκής συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων Αρχών, η αδύναμη επιβολή των νόμων, οι περιορισμένες επενδύσεις, και τα ανεπαρκή δεδομένα έχουν υπονομεύσει τις προσπάθειες κατά του trafficking.

Η JAMILLE BIGIO είναι ανώτερη συνεργάτις για τις Γυναίκες και την Διεθνή Πολιτική στο Council on Foreign Relations.
Η RACHEL VOGELSTEIN είναι ανώτερη συνεργάτις στην έδρα Douglas Dillon και διευθύντρια του Προγράμματος για τις Γυναίκες και την Διεθνή Πολιτική στο Council on Foreign Relations
Είναι οι συν-συγγραφείς της επικείμενης ειδικής έκθεσης του Council on Foreign Relations «Τερματίζοντας την εμπορία ανθρώπων στον 21ο αιώνα» (“Ending Human Trafficking in the Twenty-First Century”).

Το 2000, χώρες από όλο τον κόσμο υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Παλέρμο για την Πρόληψη, την Καταστολή και την Τιμωρία της Εμπορίας Ανθρώπων (Palermo Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons), μια συμφωνία ορόσημο που καθόρισε το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων και υποχρέωσε τα κράτη να το ποινικοποιήσουν. Την ίδια χρονιά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν τον νόμο για την Προστασία των Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων (Trafficking Victims Protection Act), έναν πρωτοποριακό νόμο που παρείχε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ ένα νέο οπλοστάσιο εργαλείων για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο ακολούθησαν σύντομα και υιοθέτησαν παρόμοιους νόμους.

Αλλά δύο δεκαετίες αργότερα, η μάστιγα της εμπορίας ανθρώπων συνεχίζεται. Υπολογίζεται ότι 25 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως [1] είναι θύματα καταναγκαστικής εργασίας και καταναγκαστικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Η πλειονότητα των θυμάτων είναι γυναίκες και κορίτσια. Η εμπορία ανθρώπων είναι ένα πραγματικά παγκόσμιο φαινόμενο˙ συμβαίνει σχεδόν σε κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, που τροφοδοτούμενη από την φτώχεια, την κοινωνική περιθωριοποίηση, και τα αδύναμα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης. Η κλίμακα του προβλήματος μόνο αυξάνεται, επιδεινούμενη από τις αναταραχές της μετανάστευσης και των συγκρούσεων και από την οικονομική απελπισία που προκαλείται από την πανδημία COVID-19.

13062021-1.jpg

Η μητέρα ενός θύματος εμπορίας ανθρώπων κοντά στην Sittwe, στη Μιανμάρ, τον Μάιο του 2015. Soe Zeya Tun / Reuters
---------------------------------------------------------------

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συχνά βλέπουν την εμπορία ανθρώπων ως δευτερεύουσα δίπλα σε άλλες μεγάλες προκλήσεις. Αλλά η εμπορία ανθρώπων είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό έγκλημα. Επιπλέον, δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο των σημαντικών παγκόσμιων προβλημάτων, αλλά και μια αιτία: ενισχύει τα καταχρηστικά καθεστώτα και τις εγκληματικές, τις τρομοκρατικές, και τις ένοπλες ομάδες˙ αποδυναμώνει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού˙ τροφοδοτεί την διαφθορά˙ και υπονομεύει την χρηστή διακυβέρνηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δουν την εμπορία ως την συστημική απειλή που είναι, και να ενεργήσουν ανάλογα.

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ TRAFFICKING

Η εμπορία ανθρώπων απειλεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ με μυριάδες τρόπους. Το trafficking βοηθά στην χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων διεθνικών συνδικάτων και εξτρεμιστικών ομάδων. (Για παράδειγμα, το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και την Συρία ή αλλιώς ISIS, και η Boko Haram στην Δυτική Αφρική, χρησιμοποίησαν την εμπορία ανθρώπων όχι μόνο για να κερδίσουν χρήματα και να καρπωθούν καταναγκαστική εργασία, αλλά και ως στρατηγικό εργαλείο για να υποτάξουν τους πολίτες και ακόμη και να τους εξαναγκάσουν να διαπράττουν επιθέσεις αυτοκτονίας). Η πρακτική αποδίδει στους δράστες της περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως [2], καθιστώντας το έγκλημα αυτό ένα από τα πιο επικερδή στον κόσμο. Οι έμποροι ανθρώπων θεωρούν ότι το εμπόριό τους είναι μια επιχείρηση χαμηλού κινδύνου και υψηλού κέρδους, με την φθηνή εργασία και την σεξουαλική εργασία συνεχώς σε ζήτηση και με τις προσπάθειες επιβολής του νόμου σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, ανεπαρκείς. Ορισμένες καταπιεστικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την εμπορία ανθρώπων για να παρακάμψουν κυρώσεις [3]˙ το 2019, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπολόγισαν ότι η κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας κέρδιζε περισσότερα από 500 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο [4] στέλνοντας σχεδόν 100.000 καταναγκαστικά εργαζόμενους να δουλέψουν στο εξωτερικό, κυρίως στην Κίνα και την Ρωσία -και έτσι υπονομεύοντας τις επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων επιβλήθηκαν στην Πιονγκγιάνγκ.

Η εμπορία ανθρώπων βλάπτει επίσης την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με το να υποτιμά την εργασία και να διαβρώνει τα χρηματοπιστωτικά συστήματα ενισχύοντας τις παράνομες και μη ρυθμιζόμενες αγορές. Το 2009, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε ότι η παγκόσμια οικονομία έχασε έως και 21 δισεκατομμύρια δολάρια [5] μέσω του καταναγκασμού εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε χαμένο εισόδημα λόγω μη αμειβόμενων μισθών -αριθμοί που δεν περιλαμβάνουν τα θύματα σωματεμπορίας, των οποίων συνήθως τα κέρδη καταληστεύονται. Τα κράτη υποφέρουν επίσης, καθώς δεν μπορούν να εισπράξουν φόρους για μη αμειβόμενη εργασία. Η πρόκληση είναι τεράστια: από το 2020, το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ απαρίθμησε 155 προϊόντα [6] από 77 χώρες για τα οποία υποψιαζόταν ότι παρήχθησαν με την χρήση παιδικής ή καταναγκαστικής εργασίας.

Τα κέρδη της εμπορίας ανθρώπων είναι ιδιωτικά, αλλά το κόστος κατανέμεται σε ολόκληρη την κοινωνία: μια μελέτη έδειξε ότι κάθε υπόθεση εμπορίας ανθρώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο κοστίζει περίπου 330.000 λίρες (467.000 δολάρια) σε υγειονομική περίθαλψη, επιβολή του νόμου, και άλλα έξοδα. Η διάχυση της εμπορίας ανθρώπων αίρει τα κίνητρα στις επιχειρήσεις για την καταπολέμησή της όταν τόσοι πολλοί από τους αντιπάλους τους αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα [7] με το να αγνοούν τα εργασιακά πρότυπα.