Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν

Το διακύβευμα των εκλογών της 18ης Ιουνίου για την συντηρητική θεοκρατία και την θέση του Ιράν στον κόσμο
Περίληψη: 

Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου αποτελούν τον πρώτο σταθμό προσαρμογής του καθεστώτος στις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες που βρίσκονται στον ορίζοντα του Ιράν. Βασικός στόχος του καθεστώτος, ως αντίβαρο στις μετατοπίσεις της ιρανικής κοινωνίας, είναι η μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους του καθεστώτος ακόμη περισσότερο προς την θεοκρατική πλευρά του συστήματος και η παράλληλη αποδυνάμωση των θεσμών του δημοκρατικού συστήματος.

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΛΗΣ είναι Διδάκτωρ Γεωπολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τέσσερις δεκαετίες μετά την επανάσταση και την εδραίωση του ισλαμικού καθεστώτος, το Ιράν εισέρχεται σε ένα νέο μεταίχμιο. Πίσω από τις προεδρικές εκλογές αυτού του Ιουνίου και τις διαπραγματεύσεις με την Αμερική, αναδύεται όλο και περισσότερο το αίνιγμα που αφορά το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος. Πριν ακριβώς από σαράντα χρόνια, κατά τους θερινούς μήνες του 1981, στην Τεχεράνη είχε εξελιχθεί μια εσωτερική σύγκρουση για την ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία που θα αποκτούσε το νέο καθεστώς και η οποία καθόρισε το πεδίο για τις αντίθετες οπτικές που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στο Ιράν.

15062021-1.jpg

Ένας υποστηρικτής του υποψηφίου για την προεδρία του Ιράν, Ebrahim Raisi, κρατά αφίσα του κατά την διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στην Τεχεράνη, στις 14 Ιουνίου 2021. Majid Asgaripour/WANA (West Asia News Agency) via REUTERS
-----------------------------------------------------------

Στο επίκεντρο εκείνης της σύγκρουσης βρισκόταν τότε ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, η κυρίαρχη θρησκευτική και πολιτική παρουσία της επανάστασης. Ο Χομεϊνί, η δύναμη του οποίου πήγαζε απευθείας από τον ρόλο που ο ίδιος είχε αναλάβει από την δεκαετία του 1960 απέναντι στον Σάχη, ρόλο στον οποίο είχε εμβαθύνει έως το ξέσπασμα της επανάστασης το 1979, ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίον κινούταν το νέο Ιράν και εκείνος που θα καθόριζε την πορεία που θα έπαιρνε η Ισλαμική Δημοκρατία. Έως το 1981, ο Χομεϊνί έβλεπε από σχετική απόσταση τις πολιτικές συγκρούσεις που εξελίσσονταν ανάμεσα στις διαφορετικές δυνάμεις που είχαν αποτελέσει το αντικαθεστωτικό μέτωπο κατά του Σάχη. Αυτή η στάση ήταν αποτέλεσμα της θέλησης του Χομεϊνί να διατηρήσει ανέπαφο τον εποπτικό του ρόλο, αλλά και να παραμείνει πολιτικά άφθαρτος. Όλα αυτά άλλαξαν πολύ σύντομα.

Η πρώτη σημαντική ένδειξη πως ο Χομεϊνί είχε μια καθαρή πολιτική οπτική για το νέο Ιράν είχε γίνει ορατή ήδη από το 1979, με την παραίτηση του πρώτου πρωθυπουργού μετά την επανάσταση, του μετριοπαθούς Μέχντι Μπαζαργκάν. Στις προτάσεις του Μπαζαργκάν για την ονομασία και το σύνταγμα του νέου κράτους, ο Χομεϊνί είχε εντοπίσει Δυτικές επιρροές και αυτό ήταν, για τον Ιμάμη, απαράδεκτο [1]. Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας από φοιτητές στην Τεχεράνη τον Νοέμβριο του 1979 διεύρυνε το ρήγμα ανάμεσα στον Χομεϊνί και τους μετριοπαθείς, ενώ ο πόλεμος με το Ιράκ (Σεπτέμβριος 1980) επιτάχυνε τις εξελίξεις. Η πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό του νέου καθεστώτος κορυφώθηκε κατά τους θερινούς μήνες του 1981. Ο πρόεδρος, Αμπουλχασάν Μπάνι-Σάντρ, ο οποίος ανήκε επίσης στη μετριοπαθή πτέρυγα του ισλαμικού πολιτικού φάσματος, είχε εδώ και χρόνια στενή σχέση με τον Χομεϊνί. Όμως η πολιτική του άνοδος έφερε στην επιφάνεια τις ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν με τον Χομεϊνί και τους συντηρητικούς και ο Μπάνι-Σάντρ διέφυγε από το Ιράν τον Ιούνιο του 1981. Η απομάκρυνση του Ιρανού προέδρου προκάλεσε εκτεταμένες ταραχές, ενώ την ίδια περίοδο το καθεστώς βρέθηκε στο στόχαστρο εσωτερικών δυνάμεων που αντιδρούσαν στην πορεία που κινείτο το Ιράν, πρώτα με μια μεγάλη βομβιστική επίθεση στα γραφεία του Ισλαμικού Επαναστατικού Κόμματος και ύστερα με επιθέσεις κατά κορυφαίων συνεργατών του Χομεϊνί, μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του και σημερινός Ανώτατος Ηγέτης, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι.

Το καλοκαίρι του 1981 το Ιράν βρισκόταν σε μια πορεία εσωτερικής έντασης, αλλά και σημαντικών εξωτερικών προκλήσεων, με κορυφαία ασφαλώς την πολεμική σύγκρουση με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά και τις εχθρικές σχέσεις με την Αμερική. Ακριβώς σαράντα χρόνια μετά από τις πολιτικές εξελίξεις του 1981, το Ιράν βρίσκεται και πάλι σε μια κομβική πολιτική στιγμή. Οι προεδρικές εκλογές της 18ης Ιουνίου, η διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, το βαλλιστικό πρόγραμμα του Ιράν και η βαθιά επιρροή της Τεχεράνης σε Βαγδάτη, Δαμασκό και Βηρυτό, συγκροτούν ένα πλέγμα καθοριστικών ζητημάτων τα οποία, εκ των πραγμάτων, είναι αλληλένδετα.

Η επιδίωξη των συντηρητικών να διασφαλίσουν τη μελλοντική διαδοχή του 82χρονου Ανώτατου Ηγέτη, Αλί Χαμενεΐ, καθώς και ο αναβαθμισμένος ρόλος των Φρουρών της Επανάστασης, καθορίζουν αυτήν την εκλογική αναμέτρηση. Όλες οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Φυλάκων που κρίνει τις υποψηφιότητες, κυρίως η απαγόρευση υποψηφιοτήτων της πλευράς των μετριοπαθών, δείχνουν την πρόθεση για τη διασφάλιση της εκλογικής νίκης από τον εκλεκτό του ισλαμικού καθεστώτος, τον συντηρητικό Ιμπραχίμ Ραϊσί [2]. Είναι επίσης σαφές πως το προεκλογικό κλίμα των προεδρικών εκλογών στο Ιράν έχει επηρεάσει την ιρανική οπτική για την πυρηνική συμφωνία. Υπό αυτό το πρίσμα, το καλοκαίρι του 2021, το Ιράν βρίσκεται ενώπιον σημαντικών εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων.