Το τέλος της εποχής Netanyahu | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος της εποχής Netanyahu

Μπορεί ο νέος συνασπισμός του Ισραήλ να ξεπεράσει την κληρονομιά του;

Ο Νετανιάχου έβαλε τους Ρεπουμπλικάνους εναντίον των Δημοκρατών στην αποτυχημένη προσπάθειά του να αποτρέψει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και στην συνέχεια αγκάλιασε την διχαστική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, σύροντας τον πρόεδρο των ΗΠΑ στις ολοένα και πιο απεγνωσμένες προσπάθειές του να επανεκλεγεί. Αυτό του εξασφάλισε τη μετακίνηση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας στα υψίπεδα του Γκολάν από τις ΗΠΑ, αλλά αυτές οι παρεμβάσεις δεν ήταν αρκετές για να τον βοηθήσουν να πετύχει την πλειοψηφία. Τον Μάιο του 2021, όλα τα αρνητικά που είχε κάνει κυριάρχησαν όταν η προοδευτική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος επέκρινε σκληρά τις προσπάθειες του Ισραήλ να υπερασπίσει τους πολίτες του ενάντια στις πυραυλικές επιθέσεις της Χαμάς και έκανε έκκληση για υπό προϋποθέσεις στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ˙ επίσης, μερικοί από τους ισχυρότερους Δημοκρατικούς υποστηρικτές του Ισραήλ στο Κογκρέσο μίλησαν ανοιχτά [αρνητικά]. Ο Νετανιάχου είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένα ότι ήταν λάθος να βάζει όλα τα αυγά του Ισραήλ στο καλάθι των Ρεπουμπλικανών, αλλά πίστευε ότι γνώριζε καλύτερα την αμερικανική πολιτική.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΙΡΗΝΗ

Πουθενά οι καταστροφικές παρορμήσεις του Νετανιάχου δεν ήταν πιο επιζήμιες για το μέλλον του Ισραήλ ως εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος από όσο στη μεταχείριση του Παλαιστινιακού Ζητήματος. Το 1998, κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του ως πρωθυπουργός, προχώρησε απρόθυμα με την διευθέτηση που κατοχυρώθηκε στις συμφωνίες του Όσλο το 1993 -έδαφος για την ειρήνη- και παραχώρησε δύσθυμα το 13% της Δυτικής Όχθης στην παλαιστινιακή κυριαρχία. Όταν αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της πρώτης του κυβέρνησης, ορκίστηκε να μην επαναλάβει αυτήν την πράξη. Με την επιστροφή του στο γραφείο του πρωθυπουργού οκτώ χρόνια αργότερα, στήριξε στα λόγια την λύση των δύο κρατών, αλλά ποτέ δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει την βάση του για να το επιτύχει. Αντ' αυτού, ακολούθησε μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε» έναντι των Παλαιστινίων, ενισχύοντας την Χαμάς στην Γάζα και αποδυναμώνοντας την Παλαιστινιακή Αρχή στην Δυτική Όχθη. Και ταυτόχρονα, εξασφάλισε ότι οι Εβραίοι έποικοι επέκτειναν το αποτύπωμά τους στην Δυτική Όχθη.

Βοηθούμενος από την καταφυγή των Παλαιστινίων στην βία και την πρόκληση, ο Νετανιάχου χειραγωγούσε το Ισραηλινό κοινό στο να πιστεύει ότι δεν είχαν κανέναν εταίρο από την Παλαιστινιακή πλευρά και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να κάνουν παραχωρήσεις για την προώθηση της ειρήνης. Σε ένδειξη του πόσο επιτυχημένη ήταν αυτή η προσπάθεια, στις τέσσερις τελευταίες προεκλογικές εκστρατείες, τα κόμματα του αριστερού ειρηνευτικού στρατοπέδου δεν τόλμησαν να αναφέρουν το Παλαιστινιακό Ζήτημα.

Όταν ήρθε μια εύπιστη ειρηνευτική ομάδα του Trump με επικεφαλής τον γαμπρό του προέδρου, Jared Kushner, ο Νετανιάχου τους έπεισε να αντιγράψουν την αντίληψή του για μια λύση δύο κρατών σε αυτό που ο πρόεδρος ονόμασε «η συμφωνία του αιώνα» και προσπάθησε να το επιβάλλει στους Παλαιστινίους. Το σχέδιο περιελάμβανε αυτό που ο Νετανιάχου χαρακτήρισε «κάτι λιγότερο από κράτος» (“state-minus”) για τους Παλαιστινίους, με μια έμφαση στο «λιγότερο»: οι Παλαιστίνιοι θα στερούνταν εδάφους, κυριαρχίας, γειτονίας και πρωτεύουσας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όλα απαραίτητα για ένα ανεξάρτητο και βιώσιμο κράτος. Αυτή η ταπείνωση επρόκειτο να συνδυαστεί με την προσάρτηση της κοιλάδας του Ιορδάνη και όλων των οικισμών της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ πριν ακόμη ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις.

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το ειρηνευτικό σχέδιο του Τραμπ ήταν νεκρό εκ γενετής. Ωστόσο, αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Νετανιάχου. Ο πρωθυπουργός είχε υπολογίσει ότι η απειλή της προσάρτησης θα αναγκάσει τους Παλαιστινίους να αποδεχθούν την προσφορά του Τραμπ. Δεν έγινε έτσι, αλλά κάποιος άλλος χτύπησε την πόρτα του: οι Εμιρατινοί, οι οποίοι προσέφεραν πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με αντάλλαγμα την δέσμευσή του να εγκαταλείψει την προσάρτηση. Ακολούθησε η ομαλοποίηση με τρία ακόμη αραβικά κράτη, επιτρέποντας στον Νετανιάχου να διακηρύξει ότι είχε εξασφαλίσει συμφωνίες «ειρήνη για ειρήνη» χωρίς καμία παραχώρηση στους Παλαιστινίους. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ψευδαίσθηση ότι οι Ισραηλινοί θα μπορούσαν να έχουν ειρήνη με τον αραβικό κόσμο χωρίς ειρήνη με τους Παλαιστινίους -μέχρι που τον Μάιο του 2021 εκτοξεύθηκαν 3.440 ρουκέτες εναντίον τους από την Γάζα και ο περισσότερος κόσμος καταδίκασε την αντίδραση του Ισραήλ ως υπερβολική.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Η κυβέρνηση Bennett-Lapid προσφέρει μια ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Θα είναι ο πρώτος συνασπισμός που εκτείνεται από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, ο οποίος περιλαμβάνει ένα αραβικό ισλαμικό κόμμα και αποκλείει τα ορθόδοξα εβραϊκά κόμματα. Με τις γυναίκες να καταλαμβάνουν εννέα από τους 27 υπουργικούς θώκους, μετακινεί επίσης το Ισραήλ πιο κοντά στην επίτευξη της ισότητας των φύλων στο υπουργικό συμβούλιο. Κατά την συμφωνία με την οποία επιτεύχθηκε ο συνασπισμός, ο Μπένετ θα ηγηθεί για τα πρώτα δύο χρόνια με τον Λαπίντ ως υπουργό Εξωτερικών του. Στην συνέχεια, ο Lapid θα αντικαταστήσει τον Bennett και ο Gideon Saar, ο αρχηγός ενός άλλου δεξιού κόμματος, θα αντικαταστήσει τον Lapid ως υπουργός Εξωτερικών. Ο Μπένετ θα γίνει υπουργός Εσωτερικών.

Τι μπορεί να κάνει αυτή η νέα κυβέρνηση, με την εύθραυστη πλειοψηφία της, για να αποκαταστήσει τις ζημιές της εποχής του Νετανιάχου; Ο Bennett είναι ένας νεαρός, γρήγορος, θεληματικός, φιλόδοξος πολιτικός που έχει δηλώσει ότι όλα τα μέλη του συνασπισμού του θα πρέπει να αφήσουν τις ιδεολογικές τους φιλοδοξίες στην πόρτα του υπουργικού συμβουλίου. Ο Lapid, από την πλευρά του, έχει επιδείξει μια ασυνήθιστη προθυμία να εξαλείψει το εγώ του απέναντι στην υψηλότερη αιτία της απομάκρυνσης του Netanyahu από το αξίωμα, και αξιοθαύμαστη ικανότητα στο να συνδυάσει αυτόν τον συνασπισμό των αντιθέτων. Εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον και έχουν συνεργαστεί καλά σε μια προηγούμενη κυβέρνηση Netanyahu.