Ο καπιταλισμός μετά την πανδημία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο καπιταλισμός μετά την πανδημία

Καταλαβαίνοντας την ανάκαμψη σωστά*

Και μετά υπάρχει το κενό της κυβερνητικής ικανότητας. Μόνο μετά από μια ξεκάθαρη αποτυχία της αγοράς συνήθως παρεμβαίνουν οι κυβερνήσεις, και οι πολιτικές που προτείνουν είναι πολύ λίγες, πολύ αργά. Όταν το κράτος δεν θεωρείται ως συνεργάτης στην δημιουργία αξίας, αλλά ως επιδιορθωτής, οι πόροι που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο στερεύουν. Όλα τα κοινωνικά προγράμματα, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη υποχρηματοδοτούνται.

Αυτές οι αποτυχίες έχουν αθροιστεί για να γίνουν μεγα-κρίσεις, τόσο οικονομικές όσο και πλανητικές. Η χρηματοπιστωτική κρίση προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπερβολική πίστωση που ρέει στον τομέα των ακινήτων και των χρηματοπιστωτικών τομέων, διογκώνοντας φούσκες περιουσιακών στοιχείων και χρέους των νοικοκυριών αντί να στηρίζει την πραγματική οικονομία και την δημιουργία βιώσιμης ανάπτυξης. Εν τω μεταξύ, η έλλειψη μακροπρόθεσμων επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια έχει επιταχύνει την υπερθέρμανση του πλανήτη, σε σημείο που η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UN Intergovernmental Panel on Climate Change) προειδοποίησε ότι στον κόσμο έχουν απομείνει μόλις δέκα χρόνια για να αποφύγει τις μη αναστρέψιμες συνέπειές της. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιδοτεί εταιρείες ορυκτών καυσίμων με περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, κυρίως μέσω προτιμησιακών φορολογικών απαλλαγών. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ ανέρχονται συνολικά σε περίπου 65 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Στην καλύτερη περίπτωση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή μελετούν κίνητρα, όπως φόρους άνθρακα και επίσημους καταλόγους για το ποιες επενδύσεις θεωρούνται πράσινες. Έχουν σταματήσει να εκδίδουν το είδος των υποχρεωτικών κανονισμών [7] που απαιτούνται για την αποφυγή της καταστροφής έως το 2030.

Η κρίση της COVID-19 μόνο επιδείνωσε όλα αυτά τα προβλήματα. Προς το παρόν, η προσοχή του κόσμου επικεντρώνεται στην επιβίωση από την άμεση υγειονομική κρίση, όχι στην πρόληψη της επερχόμενης κλιματικής κρίσης ή της επόμενης οικονομικής κρίσης. Τα lockdown έχουν καταστρέψει ανθρώπους που εργάζονται στην επικίνδυνη μη μισθωτή οικονομία. Πολλοί από αυτούς στερούνται τόσο των αποταμιεύσεων όσο και των εργοδοτικών παροχών -δηλαδή της υγειονομικής περίθαλψης και της άδειας ασθενείας- που χρειάζονται για να ξεφύγουν από την καταιγίδα. Το εταιρικό χρέος, μια βασική αιτία της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης, μόνο ανεβαίνει όταν οι εταιρείες παίρνουν βαριά νέα δάνεια για να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση της ζήτησης. Και η εμμονή πολλών εταιρειών στο να ικανοποιούν τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων τους τις άφησε χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Η πανδημία αποκάλυψε επίσης πόσο ανισόρροπη είναι η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health, NIH) επενδύουν περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια [8] ετησίως για ιατρική έρευνα και υπήρξαν βασικός παράγοντας για την έρευνα και ανάπτυξη θεραπειών και εμβολίων κατά της COVID-19. Όμως, οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση να κάνουν τα τελικά προϊόντα οικονομικά προσιτά στους Αμερικανούς, των οποίων τα χρήματα από τους φόρους τους τα επιδοτούν εξ αρχής. Η εταιρεία Gilead με έδρα την Καλιφόρνια ανέπτυξε το φάρμακό της για την COVID-19, το remdesivir, με υποστήριξη 70,5 εκατομμυρίων δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Τον Ιούνιο, η εταιρεία ανακοίνωσε την τιμή που θα χρεώνει στους Αμερικανούς για ένα πρόγραμμα θεραπείας: 3.120 δολάρια.

Ήταν μια τυπική κίνηση για τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες (Big Pharma). Μια μελέτη εξέτασε τα 210 φάρμακα που έχουν εγκριθεί από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA) από το 2010 έως το 2016 και διαπίστωσε ότι «η χρηματοδότηση των NIH συνέβαλε σε όλους». Ωστόσο, οι τιμές των φαρμάκων στις ΗΠΑ είναι οι υψηλότερες στον κόσμο. Οι φαρμακευτικές εταιρείες ενεργούν επίσης κατά του δημοσίου συμφέροντος με το να κάνουν κατάχρηση της διαδικασίας ευρεσιτεχνίας. Για να αποκρούσουν τον ανταγωνισμό, καταθέτουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας που είναι πολύ γενικά και δύσκολο να χορηγηθούν. Μερικά από αυτά είναι πολύ ψηλά στην διαδικασία ανάπτυξης, επιτρέποντας στις εταιρείες να ιδιωτικοποιούν όχι μόνο τους καρπούς της έρευνας αλλά και τα ίδια τα εργαλεία για την διεξαγωγή της.