Ένας κόσμος χωρίς αμερικανική δημοκρατία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας κόσμος χωρίς αμερικανική δημοκρατία;

Οι παγκόσμιες συνέπειες της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης των Ηνωμένων Πολιτειών

Το τρίτο σκέλος -το κράτος δικαίου- υπερασπίζεται και ενισχύει τα άλλα δύο. Διασφαλίζει ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες εφαρμόζονται αμερόληπτα από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και άλλα ρυθμιστικά σώματα που ελέγχουν την κατάχρηση της εξουσίας. Στις περισσότερες προηγμένες δημοκρατίες, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά τα εργαλεία λογοδοσίας περιλαμβάνουν εθνικούς φορείς για την διαχείριση των εκλογών και την παρακολούθηση της διαφθοράς.

Ο Τραμπ ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που επέδειξε περιφρόνηση και για τα τρία σκέλη αυτής της τριάδας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Επιτέθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως «ψεύτικες ειδήσεις» (“fake news”) και «απόλυτα σκουπίδια» και ζήτησε να «κλειδωθεί απ’ έξω» ο αντίπαλος του στις εκλογές. Κάλεσε τους οπαδούς του να διεξάγουν πράξεις βίας εναντίον αντιπάλων διαδηλωτών. Μετά την ήττα του, επέμεινε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν δόλια και έπρεπε να ανατραπούν. Καθ' όλη την διάρκεια της προεδρίας του, διεξήγαγε πόλεμο εναντίον του ανεξάρτητου δικαστικού σώματος, του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (Federal Bureau of Investigation, FBI), του δικού του Γενικού Εισαγγελέα [δηλ. του Υπουργού Δικαιοσύνης], του Γραφείου Κυβερνητικής Δεοντολογίας (Office of Government Ethics), της δημόσιας υπηρεσίας, και πολλών άλλων παραγόντων που αρνήθηκαν να υποκύψουν στην πολιτική βούλησή του ή προσπάθησαν να επιβληθεί το κράτος δικαίου.

Πολλοί μελετητές της δημοκρατίας αντιλήφθηκαν μια άνευ προηγουμένου απειλή για την δημοκρατία των ΗΠΑ όταν ο Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2017 και φοβήθηκαν για σοβαρές επιθέσεις στο δεύτερο και τρίτο σκέλος της δημοκρατικής τριάδας, ειδικότερα. Αυτή η εκτίμηση ήταν εν μέρει σωστή [4]. Όχι μετά την εποχή του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον και σπάνια στην ιστορία των ΗΠΑ δεν έχει γίνει τόσο αποφασιστική προσπάθεια κατάχρησης και ανατροπής των διοικητικών θεσμών και των θεσμών του κράτους δικαίου για ξεκάθαρα πολιτικούς σκοπούς -αλλά αυτές οι απόπειρες πέτυχαν μόνο περιορισμένο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο μέρος του Τύπου και του δικαστικού σώματος παρέμειναν ανεξάρτητα. Το FBI απέφυγε να καταληφθεί από την πολιτική. Εκτός από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τη διοίκηση του Τραμπ, η ελευθερία του λόγου άνθισε. Από το 2017 έως το 2020, η ελευθερία και το κράτος δικαίου λίγο-πολύ κράτησαν.

Ωστόσο, από τρεις πλευρές, οι περισσότεροι μελετητές εκτίμησαν εσφαλμένα την φύση του κινδύνου -και υποτίμησαν την βαρύτητά του. Πρώτον, πολλοί υπέθεσαν ότι ο ίδιος ο Τραμπ αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για την δημοκρατία των ΗΠΑ και ότι η ήττα του θα απέκοπτε την δηλητηριώδη βλάβη από το πολιτικό σώμα. Δεύτερον, με κάποιες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού από το Yale, Timothy Snyder και της μελετήτριας από το Carnegie Endowment, Rachel Kleinfeld, πολλοί υποτίμησαν το ενδεχόμενο βίας εκ μέρους των απόλυτα πιστών του Trump. Και τρίτον, οι περισσότεροι υποτίμησαν τον βαθμό στον οποίο ο Τραμπ θα επαναπροσδιόριζε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ως ένα εργαλείο, όχι μόνο δουλικά πιστό σε αυτόν αλλά και εχθρικό προς την δημοκρατία [5].

Ευτυχώς, πριν από τις εκλογές του 2020, μελετητές της δημοκρατίας και πολιτικές οργανώσεις προέβλεψαν σωστά τις απειλές για την εκλογική ακεραιότητα που έθεσαν οι ζηλωτές κομματικοί του Τραμπ, καθώς και τις εντυπωσιακές υλικοτεχνικές προκλήσεις που παρουσίαζε η πανδημία. Ως αποτέλεσμα, ξεκίνησαν μια από τις πιο ενεργητικές πολιτικές εκστρατείες στην ιστορία των ΗΠΑ για να καταγράψουν έναν άνευ προηγουμένου αριθμό ψηφοφόρων, για να τους δώσουν ασφαλή και έγκαιρη πρόσβαση στην ψηφοφορία, για να διασφαλίσουν ότι οι τοπικές εκλογικές υπηρεσίες είχαν τους απαραίτητους πόρους για την διαχείριση της ψηφοφορίας, και να προετοιμαστούν για την καταπολέμηση των πιθανών προσπαθειών ανατροπής των νόμιμων αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών. Οι εκλογές δεν ήταν ένα εφιαλτικό σενάριο, όπως φοβούνταν κάποιοι. Στην πραγματικότητα, αποδείχθηκαν από τις καλύτερα διαχειρισμένες εκλογές στην ιστορία των ΗΠΑ, οδηγώντας τους κορυφαίους ειδικούς επί των εκλογών Nathaniel Persily και Charles Stewart III να της χαρακτηρίσουν ως ένα «θαύμα».

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΕΔΩ

Ωστόσο, αυτό που ακολούθησε ήταν, σύμφωνα με τα λόγια των Persily και του Stewart, μια «τραγωδία», με «ψέματα σχετικά με τη νοθεία στις ψήφους και την απόδοση του συστήματος [παγιώνοντας] μια αντίληψη μεταξύ δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών ότι οι εκλογές “νοθεύτηκαν”». Αυτή η «κατασκευασμένη δυσπιστία» έχει επεκταθεί μετά την εξέγερση στις 6 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον. Αν και η ορκωμοσία του προέδρου Τζο Μπάιντεν αποκλιμάκωσε τις επικείμενες απειλές για τις πολιτικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου, το βασικό στοιχείο της εκλογικής δημοκρατίας –οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές- βρίσκεται τώρα υπό αδιάκοπη κομματική επίθεση. Οι Ρεπουμπλικανοί πολιτειακοί νομοθέτες επιταχύνουν τις προσπάθειες για να καταστήσουν δυσκολότερο για τους Αφροαμερικανούς, τους Λατίνους, και άλλα τείνοντα προς τους Δημοκρατικούς εκλογικά σώματα να ψηφίσουν, περνώντας νόμους που καθιστούν πιο δύσκολη την ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου και την πρόωρη ψηφοφορία, και αυτό καθιστά ευκολότερη την εκκαθάριση ψηφοφόρων από τις εκλογικές λίστες. Αυτές οι αλλαγές δεν οφείλονται σε τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία αδικημάτων που σχετίζονται με αυτές τις πρακτικές, αλλά από εσκεμμένα ψευδείς αφηγήσεις σχετικά με την εκλογική νοθεία.