Η Αμερική υποστηρίζει πραγματικά την δημοκρατία - ή απλώς άλλες πλούσιες δημοκρατίες; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική υποστηρίζει πραγματικά την δημοκρατία - ή απλώς άλλες πλούσιες δημοκρατίες;

Η πάλη της Ουάσιγκτον ενάντια στον αυταρχισμό θα αποτύχει εάν αφήσει εκτός τους φτωχούς

Τέτοιες πρακτικές όντως προκαλούν την δύναμη των πλούσιων χωρών, αλλά οι περισσότεροι από τον «ελεύθερο κόσμο» θα ήθελαν πολύ να τις μιμηθούν. Οι εν λόγω κανόνες καθορίστηκαν στις διαπραγματεύσεις που καθιέρωσαν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 1995, όταν οι πλούσιες χώρες, κατόπιν αιτήματος ορισμένων από τις ισχυρότερες εταιρείες του κόσμου, πίεσαν φτωχές χώρες για να απαγορεύσουν αναπτυξιακές πρακτικές που προηγουμένως ήταν ευρέως αποδεκτές. Η άρνηση δημοκρατιών όπως η Βραζιλία και η Ινδία να κάνουν περαιτέρω παραχωρήσεις ήταν ένας κεντρικός λόγος για τον οποίο ο επόμενος γύρος διαπραγματεύσεων της Ντόχα κατέρρευσε το 2008, αλλά οι πλούσιες χώρες προώθησαν αυτές τις αρχές περαιτέρω μέσω διμερών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών.

Οι νέοι κανόνες απαγόρευαν τις πρακτικές που χρησιμοποιούσαν όλες οι πλούσιες δημοκρατίες στο παρελθόν. Ο πλούτος των πλούσιων χωρών οφείλει πολλά στην κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας -η εκβιομηχάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών, για παράδειγμα, θα ήταν αδύνατη αν οι Αμερικανοί δεν είχαν κλέψει προηγμένες βρετανικές τεχνικές παραγωγής- για να μην αναφέρουμε πιο βίαιες μορφές κλοπής, όπως η μαζική υποδούλωση ή η λεηλασία των αποικιών. Όσον αφορά την βιομηχανική πολιτική, όλες οι πλούσιες δημοκρατίες χρησιμοποιούν τις τεχνικές της. Το πολυδυσφημισμένο σχέδιο της Κίνας «Made in China 2025» [5] διαμορφώθηκε με βάση την στρατηγική Industrie 4.0 της Γερμανίας και το Εθνικό Δίκτυο για την Καινοτομία στη Μεταποίηση των ΗΠΑ (U.S. National Network for Manufacturing Innovation, επίσης γνωστό ως Manufacturing USA). Η οικονομική ατζέντα του Μπάιντεν στοχεύει να χρησιμοποιήσει την ισχύ του κράτους για να εξασφαλίσει τον έλεγχο των ΗΠΑ σε τομείς υψηλής αξίας. Η επιτυχία της Κίνας στον εμβολιασμό του λαού της και στην αντιμετώπιση της κλιματικής μετάβασης δεν βασίζεται στην εχθρότητα του Πεκίνου προς την δημοκρατία, αλλά στην ικανότητά της να μιμείται τις πλούσιες χώρες στο να παραβιάζει κανόνες όταν αυτό είναι βολικό.

Οι δημοκρατίες του παγκόσμιου Νότου έχουν παλέψει για την αναβάθμιση των οικονομιών τους, παραμένοντας κολλημένες μεταξύ των περιορισμών της Ουάσιγκτον για αποτελεσματικές τεχνικές ανάπτυξης και του εξαιρετικά επιτυχημένου προγράμματος της Κίνας για την αποφυγή τέτοιων περιορισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η έκκληση της Ουάσιγκτον για ιδεολογική αλληλεγγύη μεταξύ των δημοκρατιών του κόσμου φαίνεται κάπως κενή.

ΜΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Αρκετά εμπόδια υπάρχουν μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ και μιας καλύτερης φιλοδημοκρατικής ατζέντας. Πρώτον, η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα συγκεντρωμένα κέρδη των εταιρειών στον τομέα της τεχνολογίας, της φαρμακευτικής, της ψυχαγωγίας, των επώνυμων καταναλωτικών προϊόντων, και των χρηματοπιστωτικών τομέων -τις ίδιες επιχειρήσεις που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα εμπόδια στην άνοδο των παγκόσμιων εργασιακών προτύπων και στην φιλελευθεροποίηση των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο κατευθύνονται προς ευκαιρίες για την απόσπαση οικονομικών ωφελειών αντί για την δημιουργία θέσεων εργασίας, την κατασκευή υποδομών, και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Το πρόβλημα είναι επίσης φιλοσοφικό. Μήπως είναι ο ρόλος της δημοκρατίας απλώς να παρέχει ένα ουδέτερο πλαίσιο εντός του οποίου τα άτομα μπορούν να ανταλλάσσουν ελεύθερα αγαθά και ιδέες με το να μειώνει τις απειλές για την ελευθερία και την ιδιοκτησία -δηλαδή, παρέχοντας «αρνητικά» δημόσια αγαθά; Ή μήπως πρέπει η δημοκρατία να διασφαλίσει επίσης την ουσιαστική παροχή «θετικών» δημόσιων αγαθών, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση, οι θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας και οι επενδύσεις κεφαλαίου; Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει δράσει ενεργά υπέρ των αρνητικών δημόσιων αγαθών και απέρριψε τα θετικά, με Αμερικανούς αξιωματούχους και εμπειρογνώμονες και των δύο κομμάτων να προειδοποιούν συχνά για τους κινδύνους που ενέχει η κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Η Ουάσιγκτον έχει επικεντρωθεί στην φιλελευθεροποίηση της αγοράς, στα ατομικά δικαιώματα, στο κράτος δικαίου, και στην υπεράσπιση της ασφάλειας της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας ενάντια σε μια σειρά κακών: διακρατικούς εγκληματίες, «κακοποιά κράτη», τρομοκράτες, και τώρα η Κίνα.

Ωστόσο, τα αρνητικά δημόσια αγαθά χάνουν την αποτελεσματικότητα και τη νομιμοποίησή τους όταν χωρίζονται από τα θετικά δημόσια αγαθά. Οι προσπάθειες της βοήθειας των ΗΠΑ συχνά αποτυγχάνουν για αυτόν τον λόγο. Δείτε, για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα 31 εκατομμυρίων δολαρίων στη Γουατεμάλα που χρηματοδότησε ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (U.S. Agency for International Development) τα τελευταία χρόνια για να δημιουργήσει μια εφαρμογή smartphone που θα επιτρέπει στους κατοίκους να παρακολουθούν τις δαπάνες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι φτωχοί κάτοικοι, που ενδιαφέρονται περισσότερο για θέσεις εργασίας παρά για χρηστή διακυβέρνηση, δεν μπορούν να αγοράσουν smartphone εξ αρχής.

Στην εσωτερική πολιτική, η διοίκηση του Μπάιντεν αναγνωρίζει την ανάγκη να τα σπάσει με την ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς. Πώς θα έμοιαζε μια εξωτερική πολιτική που θα ενσωματώνει αυτή την ενόραση; Πρώτον, θα επικεντρωνόταν στην παγκόσμια παροχή θετικών δημόσιων αγαθών. Κάθε χώρα θα πρέπει να αναζωογονήσει τις δημόσιες επενδύσεις της με τον δικό της τρόπο, αλλά η διαδικασία πρέπει να καλύπτεται από διακρατικά προγράμματα για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας, για να κλείσει το τεράστιο χάσμα υποδομών μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, και να επιτευχθεί μια δίκαιη μετάβαση μακριά από ενεργειακές πηγές υψηλής έντασης άνθρακα. Αντί για μονόδρομη φιλανθρωπία, αυτές οι πραγματικά καθολικές πρωτοβουλίες για την επίλυση προβλημάτων που απειλούν τον καθένα πρέπει να αντλούν συνεισφορές από όλες τις χώρες σύμφωνα με τις ικανότητές τους.