Μπορεί να κρατήσει το νέο πολιτικό κέντρο του Ισραήλ; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί να κρατήσει το νέο πολιτικό κέντρο του Ισραήλ;

Ο Νετανιάχου είναι εκτός, αλλά η κρίση που τροφοδότησε παραμένει

Μέχρι τον πρόσφατο σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης συνασπισμού, το πολιτικό σύστημα του Ισραήλ -και μαζί του ολόκληρη η χώρα- είχε περάσει τα τελευταία δύο χρόνια σε κατάσταση παράλυσης. Τέσσερις μη αποφασιστικές εκλογές και επανειλημμένες αποτυχίες σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων είχαν αφήσει κενές ανώτερες θέσεις του υπουργικού συμβουλίου και θέσεις στην δημόσια διοίκηση, έβαλαν στην αναμονή τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολιτικής, και άφησαν το Ισραήλ χωρίς εγκεκριμένο προϋπολογισμό εν μέσω μιας από τις χειρότερες κρίσεις στον τομέα της υγείας και της οικονομίας στην 73χρονη ιστορία του. Το πιο ανησυχητικό, η εκρηκτική κλιμάκωση στη μακροχρόνια σύγκρουση του Ισραήλ με την Χαμάς τον Μάιο, έτυχε διαχείρισης από μια προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής έναν αναπληρωτή πρωθυπουργό.

14072021-1.jpg

Μια σκηνή του δρόμου αντανακλάται σε αφίσα της προεκλογικής εκστρατείας που απεικονίζει τον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, στο Τελ Αβίβ, τον Φεβρουάριο του 2020. Corinna Kern / Reuters
---------------------------------------------------------------

Ενώ το άνευ προηγουμένου θέαμα του ισχυρού, μακροχρόνιου πρωθυπουργού του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, να δικάζεται για διαφθορά επιδείνωσε αναμφίβολα την αναταραχή, οι βασικές αιτίες της κρίσης περιλαμβάνουν την εμβάθυνση των κοινωνικών διχασμών που βοήθησαν να αποκαλυφθούν οι ανεπάρκειες της συνταγματικής δομής του Ισραήλ. Παρά την απομάκρυνση του Νετανιάχου (αυτός και η οικογένειά του εγκατέλειψαν τελικά την επίσημη κατοικία του Ισραηλινού πρωθυπουργού στις 11 Ιουλίου, σχεδόν έναν μήνα μετά την δημιουργία της νέας κυβέρνησης), τα περισσότερα από αυτά τα θέματα παραμένουν άλυτα και όλα απαιτούν δύσκολες αλλά απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η πραγματοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους νέους ηγέτες του Ισραήλ.

Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Η κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Naftali Bennett και τον συνεργάτη του στον συνασπισμό, τον υπουργό Εξωτερικών Yair Lapid (ο οποίος πρόκειται να γίνει πρωθυπουργός το 2023), αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κατάσταση: έναν πρώην πρωθυπουργός (τώρα ηγέτη της αντιπολίτευσης) που δικάζεται για κατηγορίες διαφθοράς ο οποίος, αντί να παραιτηθεί για να καθαρίσει το όνομά του στο δικαστήριο, είχε την τάση να προσκολληθεί στην εξουσία με οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να διεξαγάγει πόλεμο στο δικαστικό σύστημα από τον πιο ισχυρό θώκο στην χώρα. Ο παράγων Νετανιάχου έχει πολώσει τόσο την ισραηλινή πολιτική που στις πιο πρόσφατες εκλογές το παραδοσιακό χάσμα δεξιάς-κέντρου-αριστεράς έδωσε την θέση του σε μια ευθυγράμμιση των υποψηφίων σε στρατόπεδα «υπέρ Bibi» και «κατά Bibi» [στμ: Bibi είναι το παρωνύμιο του Βενιαμίν Νετανιάχου]. Σε αυτό το παράξενο νέο τοπίο, οι δεξιοί υποστηρικτές όπως ο Avigdor Lieberman και ο Gideon Saar ένωσαν τις δυνάμεις τους με το αριστερό ισραηλινό Εργατικό Κόμμα και το κόμμα Meretz για να απομακρύνουν τον Νετανιάχου από το αξίωμα. Για αρκετές συγκεχυμένες εβδομάδες, το Ra'am -ένα ισλαμικό κόμμα με δεσμούς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα- φάνηκε να προσφέρει στο μπλοκ του Νετανιάχου την καλύτερη ελπίδα του να σχηματίσει συνασπισμό, προτού τελικά συμφωνήσει να ενταχθεί στην κυβέρνηση Bennett-Lapid.

Μια κοινή περιφρόνηση για τον Νετανιάχου ήταν η εγγύτερη αιτία για αυτές τις συμμαχίες ευκολίας. Αλλά παραμένουν οι βαθύτερες διαφωνίες σχετικά με το θεμελιώδες ζήτημα της ταυτότητας του Ισραήλ και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη νέα κυβέρνηση να θεραπεύσει αυτά τα ρήγματα. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, υπάρχουν μέτρα που μπορεί να λάβει τα οποία θα επανέφεραν κάποια σταθερότητα στην ισραηλινή διακυβέρνηση και θα οικοδομούσαν την εμπιστοσύνη του κοινού. Υπό τον Νετανιάχου, δεν υπήρχε ελπίδα να αντιμετωπιστούν τα θεμελιώδη ζητήματα της ισραηλινής πολιτικής. Η πολιτική του επιβίωση εξαρτιόταν από την διαίρεση και την πόλωση. Και, στην πραγματικότητα, παραμένει ασαφές εάν οποιαδήποτε κυβέρνηση μπορεί να προωθήσει το είδος της ενότητας που η χώρα χρειάζεται απεγνωσμένα. Αυτή η κυβέρνηση, τουλάχιστον, έχει την ευκαιρία να αρχίσει να προσπαθεί.

ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΡΗΓΜΑΤΑ

Όπως έχουν σημειώσει μελετητές όπως ο Micah Goodman, οι πηγές της πολιτικής διαίρεσης στο Ισραήλ έχουν αλλάξει κατά την διάρκεια των δεκαετιών. Στα χρόνια αμέσως μετά την ανεξαρτησία του Ισραήλ το 1948, οι περισσότερες διαφωνίες αφορούσαν σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, ο πολιτικός λόγος εξελίχθηκε σε μια ιδεολογική συζήτηση για τους οικισμούς και το μέλλον της Δυτικής Όχθης. Στην συνέχεια, στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, αφότου η αποτυχία των συμφωνιών του Camp David να επιφέρει μια τελική ειρηνευτική συμφωνία προκάλεσε μια αιματηρή εξέγερση, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν επέλεξε να αποσύρει όλους τους Ισραηλινούς εποίκους από την Λωρίδα της Γάζας, ενώ χρησιμοποίησε την πλήρη ισχύ των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων και την κατασκευή ενός φράγματος ασφαλείας για να μειώσει τις παλαιστινιακές τρομοκρατικές επιθέσεις. Αυτά τα βήματα είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν το Παλαιστινιακό ζήτημα στο παρασκήνιο.

Το 2005, όταν ο Sharon έφυγε από το Likud για να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα που ονομάζεται Kadima, θρυμμάτισε το παραδοσιακό χάσμα αριστεράς-δεξιάς και αποκάλυψε ένα τεράστιο νέο ισραηλινό κέντρο, το οποίο περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα Ισραηλινών που, παρά τις άλλες διαφωνίες τους, συμφωνούσαν ότι ο χωρισμός από τους Παλαιστίνιους ήταν απαραίτητος, αλλά αισθάνονταν άβολα με αυτό που θεωρούσαν ως το υπερβολικά ευρύ επεκτατικό σχέδιο «Μεγαλύτερο Ισραήλ» της δεξιάς, αλλά και με τον ουτοπικό ιδεαλισμό της αριστεράς. Ο ίδιος ο Νετανιάχου αντανακλούσε αυτά τα αισθήματα στην σύνθεση των προηγούμενων κυβερνήσεών του. Από το 2009 έως το 2015, οι συνασπισμοί του Νετανιάχου περιελάμβαναν πάντα κεντρώα στοιχεία, όπως το Εργατικό Κόμμα του Εχούντ Μπαράκ, το κόμμα Hatnua της Τζίπι Λίβνι και το κόμμα Yesh Atid του Γιέρ Λαπίντ -την ανερχόμενη δύναμη του ισραηλινού κέντρου.

Τα τελευταία χρόνια, παρά τις περιστασιακές εκρήξεις βίας με το καθεστώς της Χαμάς στην Γάζα, οι Ισραηλινοί έβαλαν το παλαιστινιακό ζήτημα [1] σε δεύτερη μοίρα. Σε βαθμό που μπορεί να εκπλήξει τους διεθνείς παρατηρητές, η εσωτερική συζήτηση στο Ισραήλ έχει επικεντρωθεί όλο και περισσότερο στον χαρακτήρα και την ταυτότητα της χώρας. Πόση έμφαση πρέπει να δοθεί στον εβραϊσμό του έθνους σε σχέση με το καθεστώς του ως δημοκρατία, και ποιος πρέπει να το αποφασίσει; Πρέπει οι νόμοι που ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία στην Ισραηλινή Κνέσετ να αποτελούν τον τελευταίο λόγο για όλα τα ζητήματα ή θα πρέπει ένα ανεξάρτητο δικαστικό όργανο να καθορίζει εάν αυτοί οι νόμοι έρχονται σε αντίθεση με την Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Ισραήλ και το εκκολαπτόμενο σύνταγμα (επί του παρόντος ενσωματώνεται σε μια σειρά «Βασικών Νόμων»); Σε ποιον βαθμό πρέπει ο παραδοσιακός εβραϊκός νόμος να συνεχίζει να ενημερώνει το σύγχρονο νομικό σύστημα του Ισραήλ και να επηρεάζει έτσι τις ζωές και τις προσωπικές ελευθερίες των Ισραηλινών;

Η συζήτηση για αυτά τα ζητήματα τροφοδοτείται από τα μεταβαλλόμενα δημογραφικά στοιχεία του Ισραήλ [2]. Στο ένα άκρο βρίσκεται ο ταχέως αναπτυσσόμενος υπερ-Ορθόδοξος τομέας του Ισραήλ, με τις φονταμενταλιστικές θρησκευτικές θεωρήσεις και τις αντιφιλελεύθερες απόψεις για την δημοκρατία. Στο άλλο άκρο είναι οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ, οι οποίοι αισθάνονται συγγένεια με τους Παλαιστίνιους γείτονές τους και αισθάνονται περιθωριοποιημένοι από μια σειρά νόμων -κυρίως τον Νόμο περί Έθνους-Κράτους του 2018, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποβιβάζει το καθεστώς της ισραηλινής ιθαγένειάς τους. Αυτό το τμήμα, που αποτελεί σχεδόν το 20% του πληθυσμού και πρόσφατα συμμετείχε σε ειρηνικές διαμαρτυρίες και βίαιες ταραχές ως αντίδραση στις μάχες στην Γάζα, έχει στην καλύτερη περίπτωση μια χλιαρή στάση απέναντι στην έννοια του «εβραϊκού κράτους». Ωστόσο, τα μέλη του απαιτούν πλήρη ισότητα.

Αναγνωρίζοντας τη μεταβαλλόμενη φύση των δημογραφικών στοιχείων του Ισραήλ, ο απερχόμενος Ισραηλινός πρόεδρος, Reuven Rivlin, περιέγραψε την κοινωνία του ως μια κοινωνία χωρισμένη σε τέσσερις «φυλές»: την κοσμική, την εθνικο-θρησκευτική, την υπερ-Ορθόδοξη (Haredi), και των Αράβων. Στην πραγματικότητα, αυτές οι διαιρέσεις μπορούν να απλοποιηθούν, χωρίζοντας την χώρα σε δύο στρατόπεδα σχεδόν ίσα σε πλήθος: εκείνοι που βλέπουν το Ισραήλ πρώτα και κύρια ως δημοκρατική χώρα η οποία έχει μοναδικά χαρακτηριστικά ως το μοναδικό εβραϊκό έθνος-κράτος στον κόσμο, και εκείνους που επιδιώκουν την εβραϊκή κυριαρχία, μια μορφή διακυβέρνησης της πλειοψηφίας με μικρή μέριμνα για τα μειονοτικά και τα πολιτικά δικαιώματα.

ΜΠΟΡΕΙ Ο ΜΠΙΜΠΙΣΜΟΣ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΤΟΥ ΜΠΙΜΠΙ;

Για να γεφυρώσει αυτό το τεράστιο χάσμα και να επαναφέρει το Ισραήλ σε μια πορεία προς την οικονομική ευημερία και την δημοκρατική ζωτικότητα, η νέα κυβέρνηση πρέπει να κάνει ορισμένα τολμηρά βήματα. Πρώτον, πρέπει να φτιάξει νόμο που να απαιτεί από οποιονδήποτε πρωθυπουργό που έχει κατηγορηθεί να παραιτείται ή να αντιμετωπίζει αναστολή [της ιδιότητάς του] κατά την διάρκεια της [εκδίκασης της] υπόθεσης. Αν και οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ έχουν καθορίσει ότι, όταν κατηγορηθούν, οι υπουργοί του υπουργικού συμβουλίου πρέπει να παραιτηθούν από τις θέσεις τους, ο ισχύων νόμος επιτρέπει σε έναν πρωθυπουργό να παραμείνει στην θέση του έως ότου εξαντληθούν όλες οι προσφυγές. Όπως είδαν οι Ισραηλινοί, αυτή είναι μια μη βιώσιμη κατάσταση. Ένας πρωθυπουργός που κατηγορείται αντιμετωπίζει εγγενείς συγκρούσεις συμφερόντων, ειδικά όταν πρόκειται για την επιβολή του νόμου. Ακόμα κι αν κάποια μαγική ρύθμιση μπορούσε να επιλύσει αυτές τις συγκρούσεις, τα τεράστια εμπόδια για την διαχείριση της χώρας ενώ κάποιος δικάζεται είναι ανυπέρβλητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί που βρέθηκαν ως στόχοι σοβαρών αστυνομικών ερευνών, όπως ο Yitzhak Rabin και ο Ehud Olmert, παραιτήθηκαν πριν από την επίδοση των κατηγορητηρίων.

Το Ισραήλ χρειάζεται επίσης απεγνωσμένα εκλογική μεταρρύθμιση. Υπάρχουν πολλές προτάσεις στο τραπέζι, συμπεριλαμβανομένης μιας που ανέπτυξα [3] με τους συναδέλφους μου στο Ισραηλινό Ινστιτούτο Δημοκρατίας (Israel Democracy Institute). Το σχέδιό μας θα δημιουργούσε ξεκάθαρα εκλογικά αποτελέσματα κάνοντας τον επικεφαλής του μεγαλύτερου κόμματος πρωθυπουργό, αυτόματα, μόλις βγουν τα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτό θα εξαλείψει τον πολιτικό εκβιασμό εκ μέρους των μικρών τομεακών κομμάτων και θα βοηθήσει να σχεδιαστεί η επανανάδυση μεγάλων, μετριοπαθών συμπεριληπτικών κομμάτων που θα αντανακλούν περισσότερο το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Απαιτούνται επίσης και άλλες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής μιας περιφερειακής συνιστώσας στο μονοπεριφερειακό σύστημα του Ισραήλ, στο οποίο επί του παρόντος και τα 120 μέλη του κοινοβουλίου εκλέγονται σε εθνικά ψηφοδέλτια, κάτι που δεν προσφέρει άμεση εκπροσώπηση στις τοπικές πληθυσμιακές ομάδες.

Το Ισραήλ πρέπει επίσης να καθορίσει τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των τριών κλάδων της διακυβέρνησης. Από μια αμερικανική σκοπιά, το Ισραήλ έχει ένα εξαιρετικά αδύναμο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances): είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία με ένα μόνο νομοθετικό σώμα, χωρίς σύνταγμα, και χωρίς ομοσπονδιακή κατανομή εξουσίας, στην οποία τα εκτελεστικά και νομοθετικά κέντρα είναι αλληλένδετα. Ελλείψει συντάγματος, οι βασικοί νόμοι του Ισραήλ χρησιμεύουν ως οιονεί συνταγματικό πλαίσιο που κατοχυρώνει τόσο την λειτουργία του ισραηλινού πολιτικού συστήματος όσο και τις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι πολίτες. Αυτοί οι βασικοί νόμοι, μαζί με προηγούμενη δικαστική νομολογία, χρησιμεύουν ως βάση ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ να ασκεί δικαστικό έλεγχο επί της νομοθεσίας που εκδίδεται από την Knesset και από άλλες κυβερνητικές αποφάσεις. Αλλά αφήνουν κάποια σημαντικά κενά, και πολλοί νόμοι μπορούν να ανατραπούν, και έχουν ανατραπεί στο παρελθόν, με απλή πλειοψηφία –ρίχνοντας λάδι στην φωτιά των πολιτιστικών πολέμων, με το να ενθαρρύνουν μια προσωρινή πλειοψηφία να ασχολείται με τα ίδια τα θεμέλια του κράτους.

Για να το αλλάξει αυτό, η Knesset πρέπει να περάσει έναν αριθμό νέων Βασικών Νόμων, ξεκινώντας από έναν που να επαναπροσδιορίζει την συνταγματική νομοθεσία και την σχέση μεταξύ της Knesset και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η έγκριση ενός Βασικού Νόμου για τη νομοθεσία που θα καθορίζει το καθεστώς των Βασικών Νόμων και τις προϋποθέσεις δικαστικής παρέμβασης θα μετριάσει την οργίλη συζήτηση μεταξύ του κοινοβουλίου και του δικαστικού σώματος, η οποία έχει γίνει ένας μικρόκοσμος για όλες τις πολιτικές διαφωνίες στο Ισραήλ και μετέτρεψε το Ανώτατο Δικαστήριο σε ένα πολιτικό ποδόσφαιρο. Τελικά, θα είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πέρα από τον καθορισμό των κανόνων του παιχνιδιού και να επανέλθουμε στο επί μακρόν καθυστερημένο σχέδιο δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου συντάγματος για το κράτος του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου ενός Νόμου περί Δικαιωμάτων.

ΣΥΜΦΙΛΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΚΡΑ

Πόσο πιθανό είναι όλα αυτά να συμβούν στο εγγύς μέλλον; Όσο ο Νετανιάχου παρέμενε υπεύθυνος, ήταν αδιανόητο. Αλλά ο «συνασπισμός αλλαγής» των Bennett-Lapid μπορεί να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στην φιλοδοξία που υπονοεί το όνομά του. Σίγουρα, οι ακραίες συγκρούσεις προσωπικοτήτων και ιδεολογιών που πρέπει να περιέχονται σε αυτήν την κυβέρνηση -η οποία περιλαμβάνει πολλά μικρότερα κόμματα από ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα- δεν προοιωνίζονται κάποια σημαντική πρόοδο στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά μικρότερα βήματα -για παράδειγμα, σχετικά με την εκλογική μεταρρύθμιση- μπορεί να είναι ακόμη δυνατά και είναι αναμφισβήτητα απαραίτητα.

Η ιδεολογική συζήτηση είναι ζωτικής σημασίας στοιχείο της δημοκρατικής κουλτούρας, και ακόμη και οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν θα απαλλάξουν την χώρα από τις εσωτερικές διαιρέσεις. Ωστόσο, το αδιέξοδο των τελευταίων δύο ετών έχει εντείνει την κρίση ταυτότητας του Ισραήλ και απέτρεψε την συζήτηση για τους τρόπους αντιμετώπισής της με υπεύθυνο τρόπο. Υπό καλύτερη διαχείριση, και οπλισμένοι με μερικές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, οι Ισραηλινοί μπορούν να ξεπεράσουν τις διαιρέσεις τους και να προχωρήσουν με την διαδικασία οικοδόμησης του κράτους εγχωρίως, παίζοντας ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Όπως έγραψαν οι ιδρυτές του σύγχρονου Ισραήλ στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της χώρας πριν από 73 χρόνια: «[Το Κράτος] θα προωθήσει την ανάπτυξη της χώρας προς όφελος όλων των κατοίκων της˙ θα βασίζεται στην ελευθερία, την δικαιοσύνη, και την ειρήνη όπως το οραματίστηκαν οι προφήτες του Ισραήλ». Είναι καιρός οι πολιτικοί ηγέτες του Ισραήλ να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους και να συνεχίσουν το έργο αυτό.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-02-16/palestini...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/2019-10-15/there-will-be-...
[3] https://en.idi.org.il/publications/4222

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/2021-07-13/can-israels-ne...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition