Το Χονγκ Κονγκ και τα όρια της οικονομικής αποσύνδεσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Χονγκ Κονγκ και τα όρια της οικονομικής αποσύνδεσης

Γιατί η Αμερική παλεύει για να τιμωρήσει την Κίνα για την καταστολή της
Περίληψη: 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα αθέτησε τις υποσχέσεις της να διατηρήσει έναν πραγματικά «υψηλό βαθμό αυτονομίας» για το Χονγκ Κονγκ. Ωστόσο, οι ξένες κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι έχουν μικρή ικανότητα να επιβραδύνουν ή να αντιστρέψουν τις πολιτικές του Πεκίνου.

Ο KURT TONG είναι εταίρος στο Asia Group και διετέλεσε Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ από το 2016 έως το 2019.

Καθώς το Πεκίνο προχωρά με την καταστολή του στην πολιτική ελευθερία στο Χονγκ Κονγκ, απτόητο από τις διαμαρτυρίες έξω από την Κίνα, πολλοί Δυτικοί παρατηρητές έχουν παρηγορηθεί με την ιδέα ότι η Κίνα θα πληρώσει τελικά ένα βαρύ τίμημα για την επιθετικότητά της. Η καταστολή, κατά την άποψη αυτή, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην κατάρρευση του Χονγκ Κονγκ ως παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κέντρου. Ορισμένοι αναλυτές, συμπεριλαμβανομένου του αρθρογράφου του Bloomberg, Michael Schuman, και του δημοσιογράφου, William Pesek, προέβλεψαν ότι μια ταραγμένη οικονομία στο Χονγκ Κονγκ θα είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επιδείνωσης του κράτους δικαίου και ότι η περιοχή θα καταλήξει ένα θύμα της «αποσύνδεσης» μεταξύ Κίνας και Δύσης -κάτι που θα προκαλέσει στο Πεκίνο περισσότερο πόνο από όσο η ίδια η Ουάσιγκτον.

15072021-1.jpg

Υποστηρικτής της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, τον Ιούλιο του 2021. Tyrone Siu / Reuters
----------------------------------------------------------

Η ελκυστικότητα αυτής της εικόνας για τα κινεζικά «γεράκια» στην Ουάσιγκτον είναι προφανής. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η πρόβλεψη δεν έχει επιβεβαιωθεί. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, καθώς οι αρχές του Χονγκ Κονγκ συγκέντρωσαν άνευ προηγουμένου αριθμό πολιτικών κρατουμένων και το Πεκίνο ανακοίνωσε μια σαρωτική διάλυση των εκλογικών θεσμών της πόλης, το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ κατετάγη τέταρτο παγκοσμίως σε αριθμό αρχικών δημόσιων προσφορών και δεύτερο στον όγκο εσόδων από τέτοιες προσφορές. Οι ξένες τράπεζες που λειτουργούν στο Χονγκ Κονγκ έχουν ξεκινήσει ένα γλέντι προσλήψεων, βλέποντας νέες ευκαιρίες να επενδύσουν στην οικονομία της Κίνας. Και παρά την πολύ μεγάλη δημοσιότητα, οι σταγόνες των περιουσιακών στοιχείων που μετακινούσαν κάποιες οικογένειες του Χονγκ Κονγκ στην Σιγκαπούρη ή αλλού μετά την επιβολή από την Κίνα, τον Ιούλιο του 2020, ενός αυστηρού νέου νόμου περί εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ έχουν επισκιαστεί από μια σταθερή ροή κεφαλαίων που εισέρχονται στην πόλη από την ηπειρωτική Κίνα και ξένες χώρες.

Η αντίφαση στις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες του Χονγκ Κονγκ αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η πολιτική επηρεάζει μόνο οριακά τα βασικά κίνητρα που καθοδηγούν τις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές αποφάσεις. Η βαρυτική έλξη των μεγάλων οικονομιών είναι μια ισχυρή δύναμη -ίσως ακόμη και αρκετά ισχυρή για να αντισταθεί στον αυξανόμενο ανταγωνισμό [1] μεταξύ της Κίνας και της Δύσης.

Το παράδοξο του Χονγκ Κονγκ παρουσιάζει ένα δίλημμα για τις Δυτικές κυβερνήσεις που θα προτιμούσαν η τύχη της πόλης να είναι περισσότερο μια προειδοποιητική ιστορία από μια ιστορία επιτυχίας. Οι ξένες κυβερνήσεις έχουν λίγα εργαλεία για να τιμωρήσουν συγκεκριμένα την Κίνα για τις αθετημένες υποσχέσεις της προς το Χονγκ Κονγκ χωρίς ταυτόχρονα να βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα και να ζημιώσουν τα προς το ζην των αθώων παρευρισκομένων στην περιοχή. Ο τρόπος που διαδραματίζονται τα πράγματα στο Χονγκ Κονγκ δείχνει πόσο δύσκολο [2] θα είναι για την Ουάσινγκτον και τους εταίρους της να διεξάγουν έναν ολοκληρωμένο «στρατηγικό ανταγωνισμό» με την Κίνα.

Πρόσφατες έρευνες ξένων επιχειρηματικών οργανισμών στο Χονγκ Κονγκ δείχνουν ότι ίσως το ένα τρίτο των εταιρειών που δραστηριοποιούνται εκεί αλλά έχουν την έδρα τους σε χώρες που ανήκουν στο G-7 σκέφτονται να μειώσουν το προσωπικό ή τις δουλειές τους, κυρίως λόγω ανησυχιών που διατυπώνονται από τον νέο Νόμο Εθνικής Ασφάλειας, ο οποίος έχει αλλάξει δραματικά τις προηγούμενες αντιλήψεις για την πόλη ως ελεύθερο και κοσμοπολίτικο επιχειρηματικό κέντρο.

Αναμφίβολα, ο πολιτικός κίνδυνος του να κάνεις δουλειές στο Χονγκ Κονγκ είναι μεγαλύτερος τώρα από όσο πριν από αρκετά χρόνια. Αυτό ισχύει ακόμη και για τις μεγαλύτερες μη κινεζικές εταιρείες, όπως η HSBC Holdings. Το 2019, αυτό το ιστορικό ίδρυμα βρέθηκε στο στόχαστρο του Πεκίνου: σύμφωνα με πολλές αναφορές, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε δει τις αντιδράσεις της τράπεζας στις διαδηλώσεις του δρόμου στο Χονγκ Κονγκ ως ένδειξη ανεπαρκούς νομιμοφροσύνης προς το Πεκίνο. Οι δημόσιες ρητορικές υποκλίσεις από την ηγεσία της τράπεζας φαίνεται να έχουν κρατήσει την HSBC στην ευαρέσκεια της Κίνας, αν και ορισμένοι παρατηρητές έχουν υποθέσει ότι η τράπεζα μπορεί να χωριστεί επίσημα, μισή βρετανική και μισή του Χονγκ Κονγκ, για να αποφευχθούν μελλοντικά προβλήματα, είτα νομικά και είτε στην φήμη της. Ωστόσο, κανείς δεν προτείνει ότι οποιοδήποτε από τα δυο μισά θα σταματήσει να εστιάζει στην Κίνα ή στο Χονγκ Κονγκ, χώρες οι οποίες μαζί αντιπροσωπεύουν το μερίδιο του λέοντος επί των κερδών της τράπεζας.

Μέχρι σήμερα, οι ανησυχίες σχετικά με το κράτος δικαίου δεν έχουν προκαλέσει μεγάλη μείωση από άλλες μεγάλες ξένες εταιρείες, οι οποίες φαίνεται να πιστεύουν ότι οι βασικές νομικές παραδόσεις του Χονγκ Κονγκ, όπως εφαρμόζονται στο εμπορικό δίκαιο, παραμένουν ως επί το πλείστον αμετάβλητες. Η άκρως πολιτικοποιημένη δίωξη ακτιβιστών της δημοκρατίας δεν έχει δει κάτι αντίστοιχο στον επιχειρηματικό κόσμο. Ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν ότι η εκστρατεία των αρχών του Χονγκ Κονγκ ενάντια στα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλεισμούς στο Διαδίκτυο, και το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα τελικά στο να βάλει το Χονγκ Κονγκ μέσα στο λεγόμενο Μεγάλο κυβερνο-Τείχος της Κίνας (Great Firewall of China). Ωστόσο, οι περισσότεροι παραμένουν αισιόδοξοι ότι το Πεκίνο κατανοεί πόση ζημιά θα έκανε στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του Χονγκ Κονγκ και την χρησιμότητά του ως αγωγού για χρηματοοικονομικές ροές εντός και εκτός της χώρας.

ΕΝΑΣ ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΣΤΟΧΟΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα αθέτησε τις υποσχέσεις της να διατηρήσει έναν πραγματικά «υψηλό βαθμό αυτονομίας» για το Χονγκ Κονγκ. Ωστόσο, οι ξένες κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι έχουν μικρή ικανότητα να επιβραδύνουν ή να αντιστρέψουν τις πολιτικές του Πεκίνου.