Το Χονγκ Κονγκ και τα όρια της οικονομικής αποσύνδεσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Χονγκ Κονγκ και τα όρια της οικονομικής αποσύνδεσης

Γιατί η Αμερική παλεύει για να τιμωρήσει την Κίνα για την καταστολή της

Καθώς το Πεκίνο προχωρά με την καταστολή του στην πολιτική ελευθερία στο Χονγκ Κονγκ, απτόητο από τις διαμαρτυρίες έξω από την Κίνα, πολλοί Δυτικοί παρατηρητές έχουν παρηγορηθεί με την ιδέα ότι η Κίνα θα πληρώσει τελικά ένα βαρύ τίμημα για την επιθετικότητά της. Η καταστολή, κατά την άποψη αυτή, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην κατάρρευση του Χονγκ Κονγκ ως παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κέντρου. Ορισμένοι αναλυτές, συμπεριλαμβανομένου του αρθρογράφου του Bloomberg, Michael Schuman, και του δημοσιογράφου, William Pesek, προέβλεψαν ότι μια ταραγμένη οικονομία στο Χονγκ Κονγκ θα είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επιδείνωσης του κράτους δικαίου και ότι η περιοχή θα καταλήξει ένα θύμα της «αποσύνδεσης» μεταξύ Κίνας και Δύσης -κάτι που θα προκαλέσει στο Πεκίνο περισσότερο πόνο από όσο η ίδια η Ουάσιγκτον.

15072021-1.jpg

Υποστηρικτής της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, τον Ιούλιο του 2021. Tyrone Siu / Reuters
----------------------------------------------------------

Η ελκυστικότητα αυτής της εικόνας για τα κινεζικά «γεράκια» στην Ουάσιγκτον είναι προφανής. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η πρόβλεψη δεν έχει επιβεβαιωθεί. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, καθώς οι αρχές του Χονγκ Κονγκ συγκέντρωσαν άνευ προηγουμένου αριθμό πολιτικών κρατουμένων και το Πεκίνο ανακοίνωσε μια σαρωτική διάλυση των εκλογικών θεσμών της πόλης, το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ κατετάγη τέταρτο παγκοσμίως σε αριθμό αρχικών δημόσιων προσφορών και δεύτερο στον όγκο εσόδων από τέτοιες προσφορές. Οι ξένες τράπεζες που λειτουργούν στο Χονγκ Κονγκ έχουν ξεκινήσει ένα γλέντι προσλήψεων, βλέποντας νέες ευκαιρίες να επενδύσουν στην οικονομία της Κίνας. Και παρά την πολύ μεγάλη δημοσιότητα, οι σταγόνες των περιουσιακών στοιχείων που μετακινούσαν κάποιες οικογένειες του Χονγκ Κονγκ στην Σιγκαπούρη ή αλλού μετά την επιβολή από την Κίνα, τον Ιούλιο του 2020, ενός αυστηρού νέου νόμου περί εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ έχουν επισκιαστεί από μια σταθερή ροή κεφαλαίων που εισέρχονται στην πόλη από την ηπειρωτική Κίνα και ξένες χώρες.

Η αντίφαση στις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες του Χονγκ Κονγκ αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η πολιτική επηρεάζει μόνο οριακά τα βασικά κίνητρα που καθοδηγούν τις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές αποφάσεις. Η βαρυτική έλξη των μεγάλων οικονομιών είναι μια ισχυρή δύναμη -ίσως ακόμη και αρκετά ισχυρή για να αντισταθεί στον αυξανόμενο ανταγωνισμό [1] μεταξύ της Κίνας και της Δύσης.

Το παράδοξο του Χονγκ Κονγκ παρουσιάζει ένα δίλημμα για τις Δυτικές κυβερνήσεις που θα προτιμούσαν η τύχη της πόλης να είναι περισσότερο μια προειδοποιητική ιστορία από μια ιστορία επιτυχίας. Οι ξένες κυβερνήσεις έχουν λίγα εργαλεία για να τιμωρήσουν συγκεκριμένα την Κίνα για τις αθετημένες υποσχέσεις της προς το Χονγκ Κονγκ χωρίς ταυτόχρονα να βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα και να ζημιώσουν τα προς το ζην των αθώων παρευρισκομένων στην περιοχή. Ο τρόπος που διαδραματίζονται τα πράγματα στο Χονγκ Κονγκ δείχνει πόσο δύσκολο [2] θα είναι για την Ουάσινγκτον και τους εταίρους της να διεξάγουν έναν ολοκληρωμένο «στρατηγικό ανταγωνισμό» με την Κίνα.

Πρόσφατες έρευνες ξένων επιχειρηματικών οργανισμών στο Χονγκ Κονγκ δείχνουν ότι ίσως το ένα τρίτο των εταιρειών που δραστηριοποιούνται εκεί αλλά έχουν την έδρα τους σε χώρες που ανήκουν στο G-7 σκέφτονται να μειώσουν το προσωπικό ή τις δουλειές τους, κυρίως λόγω ανησυχιών που διατυπώνονται από τον νέο Νόμο Εθνικής Ασφάλειας, ο οποίος έχει αλλάξει δραματικά τις προηγούμενες αντιλήψεις για την πόλη ως ελεύθερο και κοσμοπολίτικο επιχειρηματικό κέντρο.

Αναμφίβολα, ο πολιτικός κίνδυνος του να κάνεις δουλειές στο Χονγκ Κονγκ είναι μεγαλύτερος τώρα από όσο πριν από αρκετά χρόνια. Αυτό ισχύει ακόμη και για τις μεγαλύτερες μη κινεζικές εταιρείες, όπως η HSBC Holdings. Το 2019, αυτό το ιστορικό ίδρυμα βρέθηκε στο στόχαστρο του Πεκίνου: σύμφωνα με πολλές αναφορές, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε δει τις αντιδράσεις της τράπεζας στις διαδηλώσεις του δρόμου στο Χονγκ Κονγκ ως ένδειξη ανεπαρκούς νομιμοφροσύνης προς το Πεκίνο. Οι δημόσιες ρητορικές υποκλίσεις από την ηγεσία της τράπεζας φαίνεται να έχουν κρατήσει την HSBC στην ευαρέσκεια της Κίνας, αν και ορισμένοι παρατηρητές έχουν υποθέσει ότι η τράπεζα μπορεί να χωριστεί επίσημα, μισή βρετανική και μισή του Χονγκ Κονγκ, για να αποφευχθούν μελλοντικά προβλήματα, είτα νομικά και είτε στην φήμη της. Ωστόσο, κανείς δεν προτείνει ότι οποιοδήποτε από τα δυο μισά θα σταματήσει να εστιάζει στην Κίνα ή στο Χονγκ Κονγκ, χώρες οι οποίες μαζί αντιπροσωπεύουν το μερίδιο του λέοντος επί των κερδών της τράπεζας.

Μέχρι σήμερα, οι ανησυχίες σχετικά με το κράτος δικαίου δεν έχουν προκαλέσει μεγάλη μείωση από άλλες μεγάλες ξένες εταιρείες, οι οποίες φαίνεται να πιστεύουν ότι οι βασικές νομικές παραδόσεις του Χονγκ Κονγκ, όπως εφαρμόζονται στο εμπορικό δίκαιο, παραμένουν ως επί το πλείστον αμετάβλητες. Η άκρως πολιτικοποιημένη δίωξη ακτιβιστών της δημοκρατίας δεν έχει δει κάτι αντίστοιχο στον επιχειρηματικό κόσμο. Ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν ότι η εκστρατεία των αρχών του Χονγκ Κονγκ ενάντια στα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλεισμούς στο Διαδίκτυο, και το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα τελικά στο να βάλει το Χονγκ Κονγκ μέσα στο λεγόμενο Μεγάλο κυβερνο-Τείχος της Κίνας (Great Firewall of China). Ωστόσο, οι περισσότεροι παραμένουν αισιόδοξοι ότι το Πεκίνο κατανοεί πόση ζημιά θα έκανε στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του Χονγκ Κονγκ και την χρησιμότητά του ως αγωγού για χρηματοοικονομικές ροές εντός και εκτός της χώρας.

ΕΝΑΣ ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΣΤΟΧΟΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα αθέτησε τις υποσχέσεις της να διατηρήσει έναν πραγματικά «υψηλό βαθμό αυτονομίας» για το Χονγκ Κονγκ. Ωστόσο, οι ξένες κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι έχουν μικρή ικανότητα να επιβραδύνουν ή να αντιστρέψουν τις πολιτικές του Πεκίνου.

Οι Δυτικές κυβερνήσεις, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, εξέδωσαν ισχυρές δηλώσεις, εφάρμοσαν κυρώσεις, καθυστέρησαν συνόδους κορυφής, ακύρωσαν διμερείς συμφωνίες συνεργασίας, και άλλαξαν το καθεστώς του Χονγκ Κονγκ σύμφωνα με τους εθνικούς τους νόμους, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν την αλλαγή της πραγματικότητας της πόλης. Άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, προσχώρησαν επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο για την χαλάρωση των μεταναστευτικών κανόνων για τους εξόριστους του Χονγκ Κονγκ. Όλα αυτά τα βήματα, ωστόσο, φαίνεται μόνο να έχουν ενισχύσει [3] την αποφασιστικότητα του Κινέζου προέδρου, Xi Jinping, να σφίξει την λαβή του στις πολιτικές υποθέσεις του Χονγκ Κονγκ. Γενικά, το γαύγισμα των Δυτικών χωρών ήταν χειρότερο από όσο το δάγκωμά τους.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον Νόμο περί Αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ, τον οποίο ψήφισε το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 2020. Ο νόμος εξουσιοδοτεί το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να επιβάλει ποινές εναντίον κινεζικών τραπεζών που συνεργάζονται με Κινέζους αξιωματούχους οι οποίοι έχουν επισημανθεί σε ειδική έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών για το ότι έβλαψαν την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, το Υπουργείο Οικονομικών δεν έχει τιμωρήσει καμία τράπεζα βάσει του νόμου. Ένας λόγος είναι ότι οι τράπεζες που ενδέχεται να έχουν στοχευθεί, έχουν λύσει τις σχέσεις τους με τα προβληματικά άτομα. Ωστόσο, το Υπουργείο Οικονομικών γνωρίζει επίσης ότι η επιβολή κυρώσεων σε μεγάλες κινεζικές τράπεζες θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική αστάθεια στο διεθνές σύστημα πληρωμών, διακόπτοντας τον τεράστιο όγκο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Αυτό με την σειρά του θα βλάψει τις χρηματοοικονομικές αγορές των ΗΠΑ και την αντιληπτή αξιοπιστία του αμερικανοκεντρικού παγκόσμιου συστήματος πληρωμών.

Δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις ειδικές για το Χονγκ Κονγκ: οποιεσδήποτε ενέργειες εναντίον μιας μεγάλης κινεζικής τράπεζας θα κλιμακώνονταν γρήγορα σε πλήρη επίθεση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κίνας. Μια τέτοια επίθεση, επομένως, θα οδηγούσε σε παγκόσμια οικονομική αστάθεια, απώλεια εθνικών αποταμιεύσεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ένταση των προσπαθειών της Κίνας να δημιουργήσει μια εναλλακτική λύση στο σύστημα πληρωμών SWIFT που κυριαρχείται από το δολάριο. Όλες αυτές οι εξελίξεις θα πλήξουν σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ.

Επιπλέον, η στόχευση του χρηματοπιστωτικού τομέα του Χονγκ Κονγκ -η πλευρά της πόλης που ενδιαφέρει περισσότερο την Κίνα- σχεδόν σίγουρα θα πλήξει τους πολίτες του Χονγκ Κονγκ ακόμη πιο σοβαρά, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, από όσο θα έβλαπτε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στο Πεκίνο. Αυτό έχει σταματήσει τα μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ που ήταν οι πιο συνεπείς υποστηρικτές του Χονγκ Κονγκ και του κινήματος της δημοκρατίας.

ΧΩΡΙΣ ΜΟΧΛΕΥΣΗ

Η παρόρμηση στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, και άλλες πρωτεύουσες να τιμωρήσουν την Κίνα για ό, τι έχει κάνει στο Χονγκ Κονγκ είναι φυσική και προφανής, αλλά οι εξωτερικές δυνάμεις δεν έχουν δύναμη να επηρεάσουν την κινεζική πολιτική. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι το Χονγκ Κονγκ, παρά το ξεκοίλιασμα του δημοκρατικού του συστήματος, παραμένει εξαιρετικά χρήσιμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές δυνάμεις, και η συνεχής επιτυχία του ως χρηματοπιστωτική αγορά και οικονομική πύλη προς την Κίνα παραμένει σημαντική για την παγκόσμια οικονομία.

Η Ουάσινγκτον και οι εταίροι της θα πρέπει να μειώσουν τις προσδοκίες τους και να εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση ότι το σωστό μείγμα κυρώσεων θα οδηγήσει σε αντιστροφή της κινεζικής πολιτικής.

Ο στόχος των κορυφαίων δημοκρατιών θα πρέπει αντ' αυτού να είναι να επισημάνει στον υπόλοιπο κόσμο ότι η Κίνα παραβίασε τις υποσχέσεις της, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα να σπέρνουν αμφιβολίες για την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία του Πεκίνου. Σε τελική ανάλυση, αν παραβίασε τις υποσχέσεις του προς το Χονγκ Κονγκ, γιατί να πιστέψει κάποιος ότι δεν θα κάνει το ίδιο αλλού; Η υπενθύμιση στον κόσμο των χαμένων δημοκρατικών παραδόσεων του Χονγκ Κονγκ θα αποδείξει επίσης ότι παρά την ισχύ της Κίνας [4], οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους εκτιμούν την δημοκρατία και πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει οπουδήποτε, ακόμη και σε κινεζικές κοινωνίες. Για να είναι πιο αποτελεσματικές, οι Δυτικές χώρες πρέπει να συντονίσουν τα μηνύματά τους που καταδικάζουν τις ενέργειες της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ και να τα δημοσιοποιούν τακτικά και με συνέπεια, καθώς αξιωματούχοι στην Κίνα και σε άλλες χώρες θα παρακολουθούν για να δουν αν η Ουάσινγκτον και οι συνεργάτες της συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για το Χονγκ Κονγκ αφότου η προσοχή των μέσων ενημέρωσης στραφεί αλλού.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να συμπαραταχθούν με άλλους για την υιοθέτηση κανόνων παρόμοιων με τουλάχιστον δύο νομοσχέδια που εκκρεμούν επί του παρόντος στο Κογκρέσο, οι οποίοι θα διευκολύνουν τη μετακίνηση πολιτών των Χονγκ Κονγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες εάν αισθανθούν ότι κινδυνεύουν στην περιοχή. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν ηθικά δικαιολογημένη, δεδομένης της φύσης της πολιτικής καταστολής, και τακτικιστικά ισχυρή, καθώς θα έδειχνε στους παρατηρητές στην Κίνα και αλλού ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν καταφύγιο για δημοκρατικούς ηγέτες.

Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να επιβάλλουν κυρώσεις σε άτομα που είναι υπεύθυνα για σημαντικές νέες κατασταλτικές κινήσεις στο Χονγκ Κονγκ, όχι επειδή τέτοιες τιμωρίες λειτουργούν -οι Κινέζοι αξιωματούχοι στην πραγματικότητα προάγονται εάν τους επιβληθούν κυρώσεις από την Ουάσινγκτον- αλλά επειδή το να τις εγκαταλείψουν τώρα αφότου ήδη εφάρμοσαν δύο προηγούμενους γύρους κυρώσεων θα έστελνε λάθος μήνυμα στην Κίνα και τους παγκόσμιους παρατηρητές σχετικά με την ένταση και την διάρκεια της δέσμευσης των ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ.

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ απεικονίζει χρήσιμα τα πρακτικά όρια της επιδίωξης οικονομικού διαχωρισμού για την στήριξη του γεωπολιτικού ανταγωνισμού [5]. Ευτυχώς, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, φαίνεται να κατανοεί τους περιορισμούς. Παρά την σκληρή ρητορική της σχετικά με τον «στρατηγικό ανταγωνισμό», η διοίκηση έχει μέχρι στιγμής δώσει προτεραιότητα στην διατήρηση ενός τεχνολογικού πλεονεκτήματος έναντι της Κίνας, παρά στην επιδίωξη μιας γενικής αποσύνδεσης ή παρεμπόδισης της κινεζικής οικονομίας. Το Κογκρέσο ελπίζουμε να φτάσει σε μια παρόμοια νηφάλια προσέγγιση.

Είναι φυσικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναζητούν τρόπους για να αντισταθμίσουν την αυξανόμενη δύναμη της Κίνας και να αντιδρούν στην προσπάθεια του Πεκίνου να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ. Όμως, η αδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν την Κίνα να μετανιώσει -πολύ δε λιγότερο να αναστρέψει- τις παραβάσεις της στο Χονγκ Κονγκ υποδηλώνουν ότι ο οικονομικός διαχωρισμός, οι κυρώσεις, και τα οικονομικά εμπόδια είναι λιγότερο αξιόπιστα εργαλεία από όσο πιστεύουν πολλοί στην Ουάσινγκτον.

Σύνδεσμοι:

[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-07-15/china-done-bidi...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-02-13/china-reckoning
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-07-29/can-chi...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-02-13/left-should-pla...
Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2021-07-14/hong-kong-and-li...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition