Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας

Ακούγοντας, όχι κατηχώντας
Περίληψη: 

Το μέγεθος της Ινδίας, οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές της, και η μακροχρόνια δέσμευσή της για τις ελευθερίες και τις προστασίες που κατοχυρώνονται στο φιλελεύθερο σύνταγμά της την καθιστούν εδώ και καιρό σημαντικό μέρος της παγκόσμιας δημοκρατικής τάξης, ακόμη και αν μερικές φορές υπολείπεται των αξιών της.

Η ALYSSA AYRES είναι κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Υποθέσεων Elliott στο Πανεπιστήμιο George Washington και πρόσθετη ανώτερη συνεργάτις στο Council on Foreign Relations.

Ως προσκεκλημένος στην σύνοδο κορυφής του G-7 στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, μίλησε σε μια ειδική σύνοδο για τις «ανοιχτές κοινωνίες», όπου τόνισε την «πολιτισμική δέσμευση της χώρας του στην δημοκρατία, την ελευθερία της σκέψης, και την ανεξαρτησία». Οι παρατηρήσεις του Modi ήταν αξιέπαινες, όπως και η υποστήριξη της Ινδίας για μια κοινή δήλωση G-7 που να επιβεβαιώνει την «κοινή πίστη στις ανοιχτές κοινωνίες, τις δημοκρατικές αξίες, και την πολυμέρεια». Ωστόσο, μόνο λίγους μήνες πριν, το παρατηρητήριο για την δημοκρατία Freedom House είχε υποβαθμίσει την Ινδία από «ελεύθερη» σε «εν μέρει ελεύθερη» [1], επικαλούμενο ένα «πολυετές μοτίβο» «αυξανόμενης βίας και διακρίσεων που επηρεάζουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό και … μια καταστολή των εκφράσεων διαφωνίας» υπό την κυβέρνηση Modi.

27072021-1.jpg

Ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Joe Biden, στην Βομβάη, στην Ινδία, τον Ιούλιο του 2013. Vivek Prakash / Reuters
--------------------------------------------------------------

Η υγεία της δημοκρατίας της Ινδίας αποτελεί πολύ μεγαλύτερη ανησυχία για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, από όσο ήταν για τον προκάτοχό του. Καθώς ο Μπάιντεν επιδίωξε να αποκαταστήσει την ηγεσία των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, τόνισε τις φιλελεύθερες αξίες σε έναν κόσμο διχασμένο μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων. Η αυταρχική πρόκληση που θέτει η Ρωσία και η Κίνα αυξάνεται, και το ίδιο, επίσης, κάνει η σημασία της Ινδίας ως δυνητικού δημοκρατικού αντίβαρου στον Ινδο-Ειρηνικό.

Ωστόσο, η υποστήλωση της αμερικανικής στήριξης προς την δημοκρατία της Ινδίας είναι ευκολότερο να ειπωθεί από όσο να πραγματοποιηθεί. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να επαναφέρει τις αξίες στην σχέση ΗΠΑ-Ινδίας χωρίς να διακόψει τους στρατηγικούς δεσμούς που άνθισαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η Ινδία ιστορικά απέρριπτε την ξένη κριτική για τις εσωτερικές της υποθέσεις, επομένως η Ουάσιγκτον δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει γνωστά διπλωματικά πρότυπα, όπως έναν επίσημο διμερή διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να ενισχύσει τις δημοκρατικές αξίες, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα έθνη. Αντ' αυτού, πρέπει να συνεχίσει μια αμοιβαία συζήτηση με την Ινδία, αναγνωρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δική τους δουλειά να κάνουν [πάνω στο θέμα αυτό] και υπογραμμίζοντας την ανάγκη αμφότερα τα έθνη να ανταποκριθούν στις δημοκρατικές τους αξίες. Πρέπει επίσης να τονίσει ότι η περαιτέρω επιδείνωση της δημοκρατίας της Ινδίας θα μπορούσε να μειώσει την εγχώρια υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες για βαθύτερες διμερείς σχέσεις. Η ινδική κυβέρνηση μπορεί επίσης να απορρίψει αυτήν την προσέγγιση, αλλά η Ουάσινγκτον έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει με αυτόν τον τρόπο παρά με την αφ’ υψηλού κατήχηση.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να επεκτείνει την δημοκρατική εμπλοκή με την Ινδία πέρα από το εθνικό επίπεδο, καλλιεργώντας δεσμούς μεταξύ των εκλεγμένων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ινδίας σε όλο το πολιτικό φάσμα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης στις κυβερνο-συζητήσεις της με την κυβέρνηση Modi και να αναζωογονήσει την συνεργασία ΗΠΑ-Ινδίας για την συγκέντρωση πόρων για το Ταμείο Δημοκρατίας του ΟΗΕ (UN Democracy Fund). Ωστόσο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι ανοιχτή στις σχέσεις της με το Νέο Δελχί και να αποδεχθεί ότι όταν πρόκειται για θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων, υπάρχουν ιστορικοί περιορισμοί στην προθυμία της Ινδίας να εμπλακεί.

ΦΥΣΙΚΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ

Αν και δεν είναι επίσημος δια συμβάσεων σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ινδία έχει γίνει ένας ολοένα και πιο σημαντικός στρατηγικός εταίρος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, όρισε την Ινδία ως «σημαντικό αμυντικό εταίρο» το 2016 και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνέχισε να εμβαθύνει τους δεσμούς ασφαλείας κατά την διάρκεια της διοίκησής του. Ως αντίβαρο στην Κίνα, η ελκυστικότητα της Ινδίας είναι προφανής: είναι τώρα η έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού. Είναι επίσης ένθερμος υπερασπιστής των αρχών ενός ελεύθερου και ανοικτού Ινδο-Ειρηνικού, ιδίως της ελευθερίας πλοήγησης και του διεθνούς κράτους δικαίου.

Το μέγεθος της Ινδίας, οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές της, και η μακροχρόνια δέσμευσή της για τις ελευθερίες και τις προστασίες που κατοχυρώνονται στο φιλελεύθερο σύνταγμά της την καθιστούν εδώ και καιρό σημαντικό μέρος της παγκόσμιας δημοκρατικής τάξης, ακόμη και αν μερικές φορές υπολείπεται των αξιών της. Η Τετραμερής διαβούλευση (Quadrilateral consultation) [2], μια άτυπη συγκέντρωση δημοκρατιών που περιλαμβάνει την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψε εν μέρει λόγω της ελκυστικότητας μιας εταιρικής σχέσης που δημιουργήθηκε βάσει κοινών δημοκρατικών αξιών και εν μέρει λόγω κοινών ανησυχιών για την αυξανόμενη κινεζική επιθετικότητα στον Ινδο-Ειρηνικό. Εάν η κύρια διαχωριστική γραμμή του 21ου αιώνα είναι μεταξύ του αυταρχισμού και της δημοκρατίας, όπως ισχυρίζεται ο Μπάιντεν, τότε η σφυρηλάτηση μιας κοινής αιτίας μεταξύ ομοϊδεατών δημοκρατιών υπόσχεται σαφή οφέλη εθνικής ασφάλειας.