Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας

Ακούγοντας, όχι κατηχώντας

Ως προσκεκλημένος στην σύνοδο κορυφής του G-7 στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, μίλησε σε μια ειδική σύνοδο για τις «ανοιχτές κοινωνίες», όπου τόνισε την «πολιτισμική δέσμευση της χώρας του στην δημοκρατία, την ελευθερία της σκέψης, και την ανεξαρτησία». Οι παρατηρήσεις του Modi ήταν αξιέπαινες, όπως και η υποστήριξη της Ινδίας για μια κοινή δήλωση G-7 που να επιβεβαιώνει την «κοινή πίστη στις ανοιχτές κοινωνίες, τις δημοκρατικές αξίες, και την πολυμέρεια». Ωστόσο, μόνο λίγους μήνες πριν, το παρατηρητήριο για την δημοκρατία Freedom House είχε υποβαθμίσει την Ινδία από «ελεύθερη» σε «εν μέρει ελεύθερη» [1], επικαλούμενο ένα «πολυετές μοτίβο» «αυξανόμενης βίας και διακρίσεων που επηρεάζουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό και … μια καταστολή των εκφράσεων διαφωνίας» υπό την κυβέρνηση Modi.

27072021-1.jpg

Ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Joe Biden, στην Βομβάη, στην Ινδία, τον Ιούλιο του 2013. Vivek Prakash / Reuters
--------------------------------------------------------------

Η υγεία της δημοκρατίας της Ινδίας αποτελεί πολύ μεγαλύτερη ανησυχία για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, από όσο ήταν για τον προκάτοχό του. Καθώς ο Μπάιντεν επιδίωξε να αποκαταστήσει την ηγεσία των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, τόνισε τις φιλελεύθερες αξίες σε έναν κόσμο διχασμένο μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων. Η αυταρχική πρόκληση που θέτει η Ρωσία και η Κίνα αυξάνεται, και το ίδιο, επίσης, κάνει η σημασία της Ινδίας ως δυνητικού δημοκρατικού αντίβαρου στον Ινδο-Ειρηνικό.

Ωστόσο, η υποστήλωση της αμερικανικής στήριξης προς την δημοκρατία της Ινδίας είναι ευκολότερο να ειπωθεί από όσο να πραγματοποιηθεί. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να επαναφέρει τις αξίες στην σχέση ΗΠΑ-Ινδίας χωρίς να διακόψει τους στρατηγικούς δεσμούς που άνθισαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η Ινδία ιστορικά απέρριπτε την ξένη κριτική για τις εσωτερικές της υποθέσεις, επομένως η Ουάσιγκτον δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει γνωστά διπλωματικά πρότυπα, όπως έναν επίσημο διμερή διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να ενισχύσει τις δημοκρατικές αξίες, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα έθνη. Αντ' αυτού, πρέπει να συνεχίσει μια αμοιβαία συζήτηση με την Ινδία, αναγνωρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δική τους δουλειά να κάνουν [πάνω στο θέμα αυτό] και υπογραμμίζοντας την ανάγκη αμφότερα τα έθνη να ανταποκριθούν στις δημοκρατικές τους αξίες. Πρέπει επίσης να τονίσει ότι η περαιτέρω επιδείνωση της δημοκρατίας της Ινδίας θα μπορούσε να μειώσει την εγχώρια υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες για βαθύτερες διμερείς σχέσεις. Η ινδική κυβέρνηση μπορεί επίσης να απορρίψει αυτήν την προσέγγιση, αλλά η Ουάσινγκτον έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει με αυτόν τον τρόπο παρά με την αφ’ υψηλού κατήχηση.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να επεκτείνει την δημοκρατική εμπλοκή με την Ινδία πέρα από το εθνικό επίπεδο, καλλιεργώντας δεσμούς μεταξύ των εκλεγμένων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ινδίας σε όλο το πολιτικό φάσμα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης στις κυβερνο-συζητήσεις της με την κυβέρνηση Modi και να αναζωογονήσει την συνεργασία ΗΠΑ-Ινδίας για την συγκέντρωση πόρων για το Ταμείο Δημοκρατίας του ΟΗΕ (UN Democracy Fund). Ωστόσο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι ανοιχτή στις σχέσεις της με το Νέο Δελχί και να αποδεχθεί ότι όταν πρόκειται για θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων, υπάρχουν ιστορικοί περιορισμοί στην προθυμία της Ινδίας να εμπλακεί.

ΦΥΣΙΚΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ

Αν και δεν είναι επίσημος δια συμβάσεων σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ινδία έχει γίνει ένας ολοένα και πιο σημαντικός στρατηγικός εταίρος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, όρισε την Ινδία ως «σημαντικό αμυντικό εταίρο» το 2016 και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνέχισε να εμβαθύνει τους δεσμούς ασφαλείας κατά την διάρκεια της διοίκησής του. Ως αντίβαρο στην Κίνα, η ελκυστικότητα της Ινδίας είναι προφανής: είναι τώρα η έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού. Είναι επίσης ένθερμος υπερασπιστής των αρχών ενός ελεύθερου και ανοικτού Ινδο-Ειρηνικού, ιδίως της ελευθερίας πλοήγησης και του διεθνούς κράτους δικαίου.

Το μέγεθος της Ινδίας, οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές της, και η μακροχρόνια δέσμευσή της για τις ελευθερίες και τις προστασίες που κατοχυρώνονται στο φιλελεύθερο σύνταγμά της την καθιστούν εδώ και καιρό σημαντικό μέρος της παγκόσμιας δημοκρατικής τάξης, ακόμη και αν μερικές φορές υπολείπεται των αξιών της. Η Τετραμερής διαβούλευση (Quadrilateral consultation) [2], μια άτυπη συγκέντρωση δημοκρατιών που περιλαμβάνει την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψε εν μέρει λόγω της ελκυστικότητας μιας εταιρικής σχέσης που δημιουργήθηκε βάσει κοινών δημοκρατικών αξιών και εν μέρει λόγω κοινών ανησυχιών για την αυξανόμενη κινεζική επιθετικότητα στον Ινδο-Ειρηνικό. Εάν η κύρια διαχωριστική γραμμή του 21ου αιώνα είναι μεταξύ του αυταρχισμού και της δημοκρατίας, όπως ισχυρίζεται ο Μπάιντεν, τότε η σφυρηλάτηση μιας κοινής αιτίας μεταξύ ομοϊδεατών δημοκρατιών υπόσχεται σαφή οφέλη εθνικής ασφάλειας.

Αλλά τα τελευταία χρόνια, η σχέση ΗΠΑ-Ινδίας έχει αποκλίνει [3] από τις αξίες. Ειδικότερα, από τότε που ο Μόντι επανεκλέχθηκε το 2019, η κυβέρνησή του έχει ανησυχήσει τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους φύλακες της δημοκρατίας με το να περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης και να διαβρώνει τις προστασίες για τους Ινδούς Μουσουλμάνους. Η κυβέρνηση Modi κατάργησε απότομα την παραδοσιακή αυτονομία του Κασμίρ˙ προώθησε μια συνταγματική τροποποίηση που φάνηκε να εισάγει μια θρησκευτική δοκιμασία για την γρήγορη πολιτογράφηση των διωκόμενων θρησκευτικών μειονοτήτων από το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές, και το Πακιστάν˙ και κατέστειλε τις λαϊκές διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένου του να χρησιμοποιήσει την διακοπή της πρόσβασης στο Διαδίκτυο.

Κατά την διάρκεια της διοίκησης Τραμπ, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών υπευθύνως εξέφρασε ανησυχίες για ορισμένες από αυτές τις εξελίξεις, αλλά ο ίδιος ο Τραμπ έδωσε έναν τόνο αδιαφορίας, προτιμώντας να επικεντρωθεί στην εμβάθυνση των στρατιωτικών σχέσεων. Ίσως στο ναδίρ των δοσοληψιών της διοίκησής του με το Νέο Δελχί, μια θρησκευτική ταραχή ξέσπασε κατά την διάρκεια της επίσκεψης του Τραμπ στην Ινδία τον Φεβρουάριο του 2020 και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από 50 ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Μουσουλμάνοι. Ο Τραμπ όχι μόνο απέτυχε [4] να εκφράσει την λύπη του για την απώλεια ζωών, αλλά χαρακτήρισε τον Ινδό πρωθυπουργό «απίστευτο» σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία.

Η Ινδία εξακολουθεί να απολαμβάνει ευρεία διακομματική υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια έρευνα του Chicago Council το 2020 [5] έδειξε εξίσου θετικές απόψεις μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών για τους δεσμούς των ΗΠΑ με την Ινδία -αλλά αυτή η υποστήριξη βασίζεται στην ιδέα ότι η παλαιότερη δημοκρατία στον κόσμο και η μεγαλύτερη δημοκρατία του έχουν μια εγγενή συγγένεια, μια σύνδεση «φυσικών συμμάχων», για να αναφέρω τον πρώην πρωθυπουργό της Ινδίας, Atal Bihari Vajpayee. Ωστόσο, η αυξανόμενη ανησυχία για το ιστορικό της κυβέρνησης Modi για τα δικαιώματα μπορεί να μειώσει αυτά τα υψηλά επίπεδα υποστήριξης. Η Ινδία έχει ήδη προσελκύσει έντονη κριτική στις ΗΠΑ για τις πολιτικές της στο Κασμίρ και για τον νέο νόμο περί ιθαγένειας. Και αυτά τα γεγονότα έφεραν στην επιφάνεια κομματικές διαφορές: ένα ψήφισμα του 2019 στην Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ για να παροτρύνει την ινδική κυβέρνηση να προστατεύσει τα δικαιώματα και την θρησκευτική ελευθερία συγκέντρωσε περισσότερους από 60 υπέρμαχους, σχεδόν εξ ολοκλήρου Δημοκρατικούς. Ένα άλλο αποτέλεσμα της διολίσθησης της Ινδίας μακριά από την δημοκρατία θα μπορούσε να είναι μια κομματική διάσπαση στην υποστήριξη των ΗΠΑ για την διμερή σχέση -κάτι που θα μπορούσε τελικά να την θέσει σε κίνδυνο.

ΕΝΑΣ ΑΜΦΙΔΡΟΜΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να επαναφέρει τις αξίες στην σχέση ΗΠΑ-Ινδίας. Στο πρώτο του τηλεφώνημα με τον Modi, ο πρόεδρος υπογράμμισε την «επιθυμία του να υπερασπιστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και τους κανόνες σε όλο τον κόσμο» και χαρακτήρισε τις κοινές δημοκρατικές αξίες ως «το θεμέλιο για την σχέση ΗΠΑ-Ινδίας». Αργότερα, καταθέτοντας ενώπιον της Υποεπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων για την Ασία και τον Ειρηνικό, ο Dean Thompson, ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν «σημαντικές ανησυχίες» για τις ινδικές ενέργειες που «δεν είναι συνεπείς με τις δημοκρατικές αξίες της Ινδίας»

Η εμπλοκή της Ινδίας σε αυτά τα ζητήματα διατηρώντας παράλληλα τους αμυντικούς δεσμούς θα απαιτήσει λεπτούς χειρισμούς. Το Νέο Δελχί δεν είναι συνήθως δεκτικό σε εξωτερικές επικρίσεις για εσωτερικά ζητήματα, θεωρώντας τις ως παραβίαση της κυριαρχίας της Ινδίας. Ούσα μια μη ευθυγραμμισμένη δύναμη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ινδία παραμένει δεσμευμένη στην αρχή της μη παρέμβασης και έχει σχεδιάσει μια εξωτερική πολιτική «στρατηγικής αυτονομίας» από όλες τις άλλες δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτον δεν πρέπει να περιμένει να προσθέσει έναν επίσημο διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τον έχει με πολλές χώρες στην διμερή ατζέντα ή επίσημες διπλωματικές διαβουλεύσεις για την θρησκευτική ελευθερία ή την ελευθερία της έκφρασης.

Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν για να ανοίξει μια βαθύτερη συζήτηση [6] με την Ινδία σχετικά με τις δημοκρατικές αξίες. Πρώτον, μπορεί να ξεκινήσει ιδιωτικές συνομιλίες στα υψηλότερα επίπεδα κυβέρνησης σχετικά με τα ευαίσθητα ζητήματα των δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να ενεργεί με βάση το δικό της σύνθημα της «ισχύος δια του παραδείγματός μας» και να ξεκινήσει με την ιστορία των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών με τις φυλετικές διακρίσεις και άλλες προκλήσεις για την δημοκρατία τους. Κάτι τέτοιο θα αφόπλιζε τις ινδικές κατηγορίες περί υποκρισίας και θα σηματοδοτούσε την προθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να ρίξουν φως στον εαυτό τους. Αναγνωρίζοντας αυτό που είναι ήδη προφανές στον κόσμο -ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανταποκρίνονται πάντα στα ιδανικά τους και ότι η κριτική για τις αποτυχίες τους συχνά λειτουργεί ως καταλύτης για μεταρρυθμίσεις- θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για πιο παραγωγικές συζητήσεις με την Ινδία για τις δικές της δημοκρατικές ελλείψεις.

Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διευρύνουν την εμπλοκή τους όχι μόνο με την εθνική κυβέρνηση της Ινδίας, αλλά και με τα πολυάριθμα πολιτικά κόμματα και με κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους. Η Ινδία έχει ένα μεγάλο και ποικίλο πολιτικό τοπίο, που εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων. Οι δύο χώρες έκαναν ένα καλό πρώτο βήμα το 2019 ανακοινώνοντας μια κοινοβουλευτική ανταλλαγή, η οποία έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ μελών του Κογκρέσου των ΗΠΑ που ασχολούνται με την Ινδία με Ινδο-αμερικανούς και με Ινδούς βουλευτές. Αυτό το φόρουμ πρέπει να ενισχυθεί και να διευρυνθεί και να περιλαμβάνει συζήτηση σχετικά με τις δημοκρατικές αξίες. Τα μέλη του Κογκρέσου, αν και υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό μια ισχυρή σχέση ΗΠΑ-Ινδίας, μοιράζονται επίσης τις ανησυχίες των ψηφοφόρων τους, ορισμένοι από τους οποίους ανησυχούν για την υγεία της δημοκρατίας της Ινδίας.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να επεκτείνει αυτήν την έννοια της κοινοβουλευτικής ανταλλαγής ώστε να συμπεριλάβει πολιτειακούς και τοπικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ και Ινδούς ομολόγους τους, εμβαθύνοντας τον διάλογο και αυξάνοντας την ποικιλομορφία των πολιτικών προοπτικών και από τις δύο χώρες. Αμερικανοί αξιωματούχοι απολαμβάνουν τακτικά αυτούς τους τύπους αλληλεπιδράσεων με τους ομολόγους τους από την Αυστραλία, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιαπωνία, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν υπάρχει λόγος να μην κάνουν το ίδιο και με Ινδούς αξιωματούχους.

Τρίτον, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να επεκτείνει τις συζητήσεις της με το Νέο Δελχί σε κυβερνο-θέματα για να ενσωματώσει την ελευθερία έκφρασης. Η μεγάλη και αυξανόμενη βάση χρηστών του Διαδικτύου στην Ινδία την καθιστά ζωτική αγορά για πολλές αμερικανικές εταιρείες και η ινδική κυβέρνηση θέλει μεγαλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα (data) που παράγονται στην Ινδία. Αν και η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται στο ινδικό σύνταγμα, δεν προστατεύεται όλη η ελευθερία του λόγου. Υπάρχουν εξαιρέσεις για την εθνική ασφάλεια και την δημόσια τάξη, και τα εγκληματικά καθεστώτα της αποικιοκρατικής εποχής εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να στοχεύουν διαφωνούντες. Η ταχεία υιοθέτηση των κοινωνικών μέσων (social media) έχει μετατρέψει το Διαδίκτυο, όπως τα μέσα εκτύπωσης και μετάδοσης, σε μια αρένα βαθιάς διαφωνίας σχετικά με τον αποδεκτό λόγο και έκφραση. Οι πλατφόρμες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Twitter και του Facebook, όλο και περισσότερο εμπλέκονται σε ζητήματα νόμου και πολιτικής για την ελευθερία της έκφρασης, οπότε η Ουάσινγκτον θα έκανε καλά να θέσει αυτό το ζήτημα στο Νέο Δελχί.

Τέλος, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να εκμεταλλευτεί τις κοινές ανησυχίες σχετικά με την αυξανόμενη κινεζική επιρροή [7] για να εντοπίσει ευκαιρίες, όσο στενές και αν είναι, για να βελτιώσει την συνεργασία με την κυβέρνηση του Μόντι προς την υποστήριξη της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία δεν συνεργάστηκαν πάντα καλά σε αυτό το μέτωπο, εν μέρει επειδή η Ινδία βλέπει επιφυλακτικά την ιδέα της προώθησης της δημοκρατίας, θεωρώντας την ως δικαιολογία για παρέμβαση και ενδεχομένως ακόμη και αλλαγή καθεστώτος. Σύμφωνα με τις απόψεις της για την εθνική κυριαρχία, η Ινδία δεν υποστηρίζει γενικά ψηφίσματα που καταδικάζουν μεμονωμένες χώρες για τις επιδόσεις τους σχετικά με τα δικαιώματα σε όργανα όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Μόνο σπάνια ψήφισε σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή στην Γενική Συνέλευση. Ωστόσο, οι κινεζικές διεισδύσεις στη Νότια Ασία ενδέχεται τελικά να αναγκάσουν το Νέο Δελχί να επανεξετάσει τις απόψεις του σχετικά με την προώθηση της δημοκρατίας, δημιουργώντας ένα πιθανό άνοιγμα για τον Μπάιντεν.

Ένας τομέας στον οποίο η Ινδία έχει υποστηρίξει την δημοκρατία σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ως συνιδρυτής και μεγάλος συνεισφέρων στο Ταμείο Δημοκρατίας του ΟΗΕ, έναν οργανισμό που δίνει επιχορηγήσεις για την στήριξη της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών σε όλο τον κόσμο. Η Ινδία ήταν κάποτε ο δεύτερος μεγαλύτερος δωρητής του ταμείου μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δύο χώρες το υπερασπίστηκαν στις πρώτες μέρες του. Ωστόσο, οι συνεισφορές του Νέου Δελχί μειώθηκαν κυρίως από τότε που ο Modi ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2014. Δεδομένου του καθεστώτος της Ινδίας ως συνιδρυτή του ταμείου και της θετικής ιστορίας της συνεργασίας ΗΠΑ-Ινδίας για την ενίσχυση του έργου του, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να ενθαρρύνει την κυβέρνηση Modi να ανανεώσει συνεισφορές και την εμπλοκή της με αυτό το αποδεκτό, υποστηριζόμενο από τον ΟΗΕ όργανο.

Οι επικριτές των επιδόσεων της ινδικής κυβέρνησης σχετικά με τα δικαιώματα ενδέχεται να απορρίψουν αυτές τις προτάσεις ως κενή συζήτηση. Αλλά οι περισσότερες διμερείς συζητήσεις για την δημοκρατία είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθε χώρα αντλεί μεγάλο μέρος της ήπιας ισχύος της από το καθεστώς της ως ηγετική δημοκρατία. Μια ειλικρινής αμοιβαία συζήτηση που θέτει τις δημοκρατικές αξίες στην ημερήσια διάταξη θα ήταν προς όφελος και των δύο. Αμερικανοί και Ινδοί αξιωματούχοι μιλούν συχνά για το ότι ανήκουν στις παλαιότερες και μεγαλύτερες δημοκρατίες στον κόσμο. Με την δημοκρατία υπό πίεση σε όλον τον κόσμο, ήρθε η ώρα να ξεπεράσουμε τις κοινοτοπίες και να εισάγουμε περισσότερες αξίες στην σχέση ΗΠΑ-Ινδίας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://freedomhouse.org/country/india/freedom-world/2021
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-04-15/how-qua...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/india/2021-03-18/decay-indian-de...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/india/2020-03-11/democratic-valu...
[5] https://www.thechicagocouncil.org/commentary-and-analysis/blogs/us-india...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-11-10/biden-c...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-06-26/chinas-sovereig...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-07-26/how-bid...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition