Αναζητώντας μια στρατηγική για την Συρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αναζητώντας μια στρατηγική για την Συρία

Τι μπορεί να μάθει ο Μπάιντεν από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του Τραμπ
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να διορίσει έναν ειδικό απεσταλμένο για την Συρία, επιφορτισμένο με την ανάπτυξη μιας συνεκτικής πολιτικής στρατηγικής, υποστηριζόμενης από την κοινότητα πληροφοριών των ΗΠΑ, για να απομονώσει τον Άσαντ και εκείνους που διευκολύνουν το καθεστώς του και να περιορίσει την κακόβουλη επιρροή του Ιράν και της Ρωσίας.

Ο ANDREW J. TABLER κατέχει την έδρα Martin J. Gross στο Πρόγραμμα Geduld για την Αραβική Πολιτική στο Washington Institute for Near East Policy. Κατά την διάρκεια της διοίκησης Trump, υπηρέτησε ως Ανώτερος Σύμβουλος στο Γραφείο Εξωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και ως διευθυντής για την Συρία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.

Τις τελευταίες εβδομάδες, οι παρατηρητές της Μέσης Ανατολής στην Ουάσιγκτον συζητούσαν συνεχών για την τρέχουσα αναθεώρηση της πολιτικής για την Συρία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Κατά τους πρώτους μήνες της θητείας του, η προσέγγιση της διοίκησης του Μπάιντεν στην Δαμασκό ήταν ιδιαίτερα προσεκτική. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Μπάιντεν δεν έχει ακόμη διορίσει έναν υψηλού επιπέδου απεσταλμένο για την Συρία ούτε έχει επιβάλει κυρώσεις σε κάποιο άτομο ή οντότητα που συνδέεται με το αυταρχικό καθεστώς του προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ. Αλλά παρόλο που ο Μπάιντεν θα προτιμούσε σαφώς να επιδιώξει άλλους στόχους εξωτερικής πολιτικής, η Συρία θα απαιτεί όλο και περισσότερο την προσοχή του.

29072021-1.jpg

Στρατιωτικά οχήματα στην περιοχή Manbij, στην Συρία, στις 12 Μαΐου του 2018. Aboud Hamam / Reuters
-----------------------------------------------------------------------------

Η δεκαετής συριακή σύγκρουση ξεκίνησε ως μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στην διακυβέρνηση του Άσαντ πριν μετατραπεί σε εμφύλιο πόλεμο που κυριαρχείται από τρομοκρατικές οργανώσεις όπως ορίζονται από τις ΗΠΑ. Σήμερα, έχει γίνει ένα πραγματικά παγκόσμιο πεδίο μάχης, όπου στρατιωτικές δυνάμεις από πέντε χώρες -το Ιράν, το Ισραήλ, την Ρωσία, την Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες- διεξάγουν επιχειρήσεις εναντίον διαφορετικών εχθρών για την επιδίωξη διαφορετικών στόχων.

Εν τω μεταξύ, έχει καταστεί σαφές ότι ο Άσαντ δεν ορρωδεί προ ουδενός για να διατηρήσει το ασταθές καθεστώς του στην εξουσία. Οι βάναυσες τακτικές της κυβέρνησής του ανάγκασαν τους μισούς Σύρους να φύγουν από τα σπίτια τους: 6,6 εκατομμύρια είναι πλέον πρόσφυγες σε άλλες χώρες και 6,7 εκατομμύρια επιπλέον είναι εκτοπισμένοι εσωτερικά και εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από την διεθνή βοήθεια. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς (πολύ μετά την υποτιθέμενη καταστροφή του σχετικού προγράμματός του το 2013), η φιλοξενία δυνάμεων που υποστηρίζονται από την Ρωσία και το Ιράν, καθώς και η κατάφωρη, βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή και διακίνηση πυραύλων και ναρκωτικών υποδηλώνουν ότι ο Άσαντ έχει γίνει όλο και πιο άνετος με τη μετατροπή της χώρας του σε κάτι παρόμοιο με την Βόρεια Κορέα στη Μεσόγειο. Η απάντηση της κυβέρνησης Trump στην μεταμόρφωση του καθεστώτος του Άσαντ προσφέρει πολύτιμες γνώσεις και μαθήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την ομάδα του Μπάιντεν να έχει καλύτερα αποτελέσματα.

ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΣΤΗ DA NANG

Το μόνο σχέδιο για την επίλυση της σύγκρουσης στην Συρία που έχει κερδίσει διεθνή υποστήριξη είναι το ψήφισμα 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Έχοντας περάσει ομόφωνα το 2015 μετά από εκτεταμένες διπλωματικές προσπάθειες από την κυβέρνηση Ομπάμα, το ψήφισμα ζητά παύση του πυρός σε εθνικό επίπεδο και μια διαδικασία μέσω της οποίας οι Σύροι -συμπεριλαμβανομένων εκείνων εκτός της χώρας- να μπορούν να θεσπίσουν «αξιόπιστη, χωρίς αποκλεισμούς και μη σεχταριστική διακυβέρνηση», να συντάξουν ένα νέο σύνταγμα, και να διεξάγουν «ελεύθερες και δίκαιες εκλογές» υπό την εποπτεία του ΟΗΕ.

Αντί να επιδιώκουν αυτούς τους στόχους, ωστόσο, το καθεστώς του Άσαντ και οι προστάτες του [1] στην Ρωσία και το Ιράν ανακοίνωσαν ψεύτικες εκεχειρίες και χρησιμοποίησαν μαζικούς εναέριους βομβαρδισμούς για να καταλάβουν έδαφος που ελέγχεται από την αντιπολίτευση στο όνομα της καταπολέμησης τρομοκρατικών ομάδων. Το 2016, τέτοιες τακτικές οδήγησαν στην δραματική πτώση της πόλης του Χαλεπίου, η οποία ήταν προπύργιο της αντιπολίτευσης. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, περιέγραψε αυτό το αποτέλεσμα ως μια αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που «θα κουβαλώ μαζί μου για τις υπόλοιπες μέρες μου».

Η κυβέρνηση Τραμπ, ανυπόμονη να μην επαναλάβει τα λάθη του προκατόχου της, διενήργησε την δική της αναθεώρηση της πολιτικής το 2017. Αρχικά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έδειξε ότι ενδέχεται να παραιτηθεί εντελώς από την Συρία. Σε μια ανάρτησή του στο Twitter αργά το βράδυ τον Ιούλιο του 2017, αποκάλυψε την ύπαρξη ενός κρυφού προγράμματος της CIA για να βοηθήσει τους Σύρους αντάρτες και χλεύασε την προσπάθεια ως «σπατάλη». Στην συνέχεια, σε μια συνάντηση τον Νοέμβριο του 2017 στη Ντα Νανγκ, στο Βιετνάμ, ο Τραμπ και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, διαπραγματεύτηκαν μια κατάπαυση του πυρός σε έναν θύλακα της αντιπολίτευσης στη νοτιοδυτική Συρία δίπλα στα υψίπεδα του Γκολάν. Όταν ο Άσαντ παραβίασε την κατάπαυση του πυρός στα μέσα του 2018, αξιωματούχοι του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απέσυραν την υποστήριξη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στα νοτιοδυτικά με αντάλλαγμα ρωσικές διαβεβαιώσεις ότι αυτές οι δυνάμεις δεν θα φυλακιστούν και ότι οι υποστηριζόμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές θα φύγουν από την περιοχή. Όταν η Ρωσία και οι Ιρανοί πληρεξούσιοι αθέτησαν αυτές τις υποσχέσεις, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, διέταξε την εφαρμογή μιας νέας πολιτικής (αρχικά αναπτυχθείσας υπό τον προκάτοχό του, Rex Tillerson) με σκοπό να αλλάξει την συμπεριφορά του καθεστώτος του Άσαντ και τους υπολογισμούς των Ρώσων και των Ιρανών πατρώνων του.