Όλοι χάσαμε το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όλοι χάσαμε το Αφγανιστάν

Δύο δεκαετίες λαθών, λανθασμένων κρίσεων, και συλλογικής αποτυχίας
Περίληψη: 

Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα: μια απόφαση για την καθυστέρηση της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων για ένα ή δύο χρόνια δεν θα είχε τελικά καμία διαφορά στις αφόρητα θλιβερές συνέπειες στο έδαφος στο Αφγανιστάν.

Ο P. MICHAEL MCKINLEY ήταν πρέσβυς των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν την περίοδο 2014-16. Έχει επίσης διατελέσει πρέσβυς των ΗΠΑ στην Βραζιλία, την Κολομβία, και το Περού και ως ανώτερος σύμβουλος του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο.

Καθώς το Αφγανιστάν έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν, η χιονοστιβάδα κατηγοριών και ξεκάθαρων καταδικαστικών καταγγελιών κατά της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από την κυβέρνηση Μπάιντεν στο Αφγανιστάν έχει γίνει ανελέητη. Ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, στρατηγός H.R. McMaster, αντήχησε τα συναισθήματα πολλών όταν δήλωσε ότι το Αφγανιστάν είναι «ανθρωπιστικό πρόβλημα στα σύγχρονα σύνορα μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού» και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την βούληση «να συνεχίσουν την προσπάθεια προς το συμφέρον όλης της ανθρωπότητας».

17082021-1.jpg

Παρακολουθώντας αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ κατά των Ταλιμπάν στα βουνά Τόρα Μπόρα, στο Αφγανιστάν, τον Δεκέμβριο του 2001. Erik de Castro / Reuters
-------------------------------------------------

Αυτό που συμβαίνει είναι μια τρομερή τραγωδία, αλλά η ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανέναν ξεχωριστά. Το σύντομο χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης Μπάιντεν για αποχώρηση, που συνδέεται με την 20ή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου και στη μέση της περιόδου των μαχών, ήταν λάθος. Αλλά η κατάσταση επί τόπου είναι το αποτέλεσμα δύο δεκαετιών λανθασμένων υπολογισμών και αποτυχημένων πολιτικών που ακολούθησαν τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της αποτυχίας των ηγετών του Αφγανιστάν να κυβερνήσουν για το καλό [1] του λαού τους. Πολλοί από τους επικριτές που μιλούν τώρα ήταν αρχιτέκτονες αυτών των πολιτικών.

Τα ευρύτερα ερωτήματα σχετικά με το γιατί το Αφγανιστάν βρίσκεται σε αυτή την κρίσιμη στιγμή υπονομεύουν τις προσπάθειες να δικαιολογηθεί ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» όπως διεξήχθη στην χώρα για δύο δεκαετίες. Κατά την διάρκεια των τριών και πλέον ετών [της θητείας] μου στην Καμπούλ, μεταξύ 2013 και 2016 (συμπεριλαμβανομένης εκείνης ως πρέσβυς των ΗΠΑ από το 2014 έως το 2016), μου έγινε φανερό το πόσο μεγάλες ήταν οι προκλήσεις για την στρατηγική των ΗΠΑ. Παρόλο που είχαμε σε μεγάλο βαθμό επιτυχείς στο να εξαλείψουμε την Αλ Κάιντα στην χώρα και στο να μειώσουμε τον κίνδυνο των τρομοκρατικών επιθέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτύχαμε [2] στην προσέγγισή μας στην αντιεξέγερση, στην αφγανική πολιτική, και στην «οικοδόμηση έθνους». Υποτιμήσαμε την ανθεκτικότητα των Ταλιμπάν. Και παρερμηνεύουμε τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της περιοχής.

Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα: μια απόφαση για την καθυστέρηση της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων για ένα ή δύο χρόνια δεν θα είχε τελικά καμία διαφορά στις αφόρητα θλιβερές συνέπειες στο έδαφος στο Αφγανιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να δεσμευτούν για το Αφγανιστάν επ' αόριστον, με κόστος δεκάδες δισεκατομμύρια το χρόνο, με λίγες ελπίδες να οικοδομήσουν πάνω στα εύθραυστα κέρδη σε μια χώρα με αδύναμη διακυβέρνηση, με τις συνθήκες επί του πεδίου μάχης να διαβρώνονται, και με την βεβαιότητα ότι πολλές περισσότερες αμερικανικές ζωές θα χάνονταν καθώς οι Ταλιμπάν στόχευαν ξανά αμερικανικές δυνάμεις και διπλωμάτες.

Καθώς ξεκινούν το παιχνίδι απόδοσης ευθυνών και τις ασκήσεις επί των μαθημάτων που παραδόθηκαν, είναι επίσης καιρός για τους επικριτές της αποχώρησης να αντιμετωπίσουν με σαφήνεια τις λανθασμένες κρίσεις και τις ελλείψεις της επέμβασης στο Αφγανιστάν που μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο -και να αναγνωρίσουν ότι η ευθύνη για ό, τι πήγε λάθος πρέπει να μοιραστεί ευρέως.

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

Υπό το φως της ταχείας κατάληψης της μιας αφγανικής πόλης μετά την άλλη από τους Ταλιμπάν τις τελευταίες ημέρες, ίσως η πιο εντυπωσιακή αμερικανική λανθασμένη κρίση είναι η συνεχής υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των Αφγανικών Δυνάμεων Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας (Afghan National Defense and Security Forces, ANDSF). Ακόμη και χωρίς τακτική αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη, οι ANDSF θα έπρεπε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν μεγάλες πόλεις και κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί παρατηρητές, οι ANDSF στα χαρτιά ήταν σημαντικά μεγαλύτερες και πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και οργανωμένες από τους Ταλιμπάν. Οι Αφγανικές Ειδικές Δυνάμεις συγκρίνονταν με τις καλύτερες [3] στην περιοχή. Μέχρι τον Μάρτιο του 2021, οι ενημερώσεις από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών για τους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν προειδοποιούσαν ότι οι Ταλιμπάν θα μπορούσαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας σε δύο έως τρία χρόνια -όχι σε λίγες εβδομάδες.

Αυτή η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των ANDSF ήταν σταθερή μετά το τέλος του «κύματος» [αύξησης] των αμερικανικών δυνάμεων μεταξύ 2009 και 2011. Οι εξαμηνιαίες παρουσιάσεις του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ στο Κογκρέσο υπογράμμιζαν τακτικά την αυξανόμενη επαγγελματικότητα και ικανότητα μάχης του Αφγανικού στρατού. Η «Έκθεση για την Πρόοδο προς την Ασφάλεια και την Σταθερότητα στο Αφγανιστάν» του Δεκεμβρίου 2012 ήταν χαρακτηριστική, όπου υπογραμμιζόταν ότι οι αφγανικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν το 80% των επιχειρήσεων και είχαν στρατολογήσει με επιτυχία αρκετούς Αφγανούς για να καλύψουν το εγκεκριμένο ανώτατο όριο των 352.000 στρατιωτών και αστυνομικών. Η «Έκθεση για την Πρόοδο προς την Ασφάλεια και την Σταθερότητα στο Αφγανιστάν» του Νοεμβρίου 2013 προχώρησε περαιτέρω: «Οι αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας είναι τώρα επιτυχείς στο να παρέχουν ασφάλεια στους ανθρώπους, δίνοντας τις δικές τους μάχες», και θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα κέρδη «που επιτεύχθηκαν από έναν συνασπισμό 50 χωρών με τις καλύτερα εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες δυνάμεις στον κόσμο». Μέχρι το 2014, οι αφγανικές δυνάμεις [4] «ηγήθηκαν στο 99% των συμβατικών επιχειρήσεων και στο 99% των ειδικών επιχειρήσεων» και παρέμειναν «μόλις κάτω από το πλήρες εξουσιοδοτημένο επίπεδο των 352.000 ατόμων [προσωπικού άμυνας και ασφάλειας]». Ακόμη και όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, μια έκθεση του 2017 περιέγραψε τις ANDSF ως «γενικά ικανές να προστατεύσουν μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα ... και να απαντήσουν στις επιθέσεις των Ταλιμπάν».