Η αποτυχία στο Αφγανιστάν δεν θα εξασθενίσει τις συμμαχίες της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αποτυχία στο Αφγανιστάν δεν θα εξασθενίσει τις συμμαχίες της Αμερικής

Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Ουάσιγκτον τους χρειάζεται περισσότερο από ποτέ
Περίληψη: 

Μέρος του αντιτίμου που θέλει η Ευρώπη για να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαχειριστούν την Κίνα είναι η συνεχιζόμενη αμερικανική εμπλοκή με την Ευρώπη για την διαχείριση της Ρωσίας, η οποία είναι η πιο κοντινή και επίμονη απειλή για τα συμφέροντα πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο Μπάιντεν δεν έχει θέσει υπό αμφισβήτηση αυτή την συμφωνία.

Ο ROBIN NIBLETT είναι διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος του Chatham House, the Royal Institute of International Affairs.

Όταν η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν αποφάσισε τον Απρίλιο να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 2021, στην 20η επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, η ανακοίνωσή της αντιμετωπίστηκε με δυσαρέσκεια στα όρια της οργής από Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι δεν είχε διαβουλευθεί μαζί τους επαρκώς. Ωστόσο, η περιστασιακή αλαζονεία απέναντι στους Ευρωπαίους συμμάχους ήταν χαρακτηριστικό των δύο τελευταίων Δημοκρατικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ, όχι μόνο των πρόσφατων Ρεπουμπλικανικών. Και οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν τουλάχιστον να παρηγορηθούν ότι υπήρχε πλέον ένα άκρως επαγγελματικό σύνολο ανώτερων αξιωματούχων στον Λευκό Οίκο, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και στο Πεντάγωνο, τους περισσότερους από τους οποίους γνώριζαν από προηγούμενους κυβερνητικούς ρόλους˙ αυτοί οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι η παρέμβαση του Αφγανιστάν που είχαν ξεκινήσει από κοινού οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους πριν από δύο δεκαετίες θα έφτανε σε ένα αποδεκτό τέλος.

23082021-1.jpg

Σε μια τελετή της αποστολής του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ, στο Αφγανιστάν, τον Μάρτιο του 2016. POOL New / Reuters
-------------------------------------------------------------

Στην συνέχεια ήρθε η αστραπιαία ήττα του αφγανικού στρατού από τους Ταλιμπάν, η κατάρρευση της κυβέρνησης της χώρας, και οι σκηνές χάους στο διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ. Αυτά τα γεγονότα όχι μόνο αποκάλυψαν την βαθιά λανθασμένη ανάγνωση της Ουάσινγκτον για την κατάσταση στο Αφγανιστάν, αλλά έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ευρωπαϊκή εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ακόμα πιο ανησυχητικό, προκάλεσαν σημερινούς και πρώην Ευρωπαίους αξιωματούχους [1] και κορυφαίους αρθρογράφους [2] να αναρωτηθούν εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα μπορούσαν να εμπιστευτούν οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση, είτε την κυβέρνηση Μπάιντεν είτε μια μελλοντική Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, ότι θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους επί της εξωτερικής ασφάλειας στο μέλλον.

Ευτυχώς, η ελαττωματική και βιαστική έξοδος της Ουάσινγκτον από το Αφγανιστάν δεν προαναγγέλλει ευρύτερη ρήξη στις διατλαντικές σχέσεις ούτε αποδυνάμωση της δέσμευσης της Ουάσινγκτον σε βασικές συμμαχίες της. Σε μια περίοδο αυξανόμενων παγκόσμιων απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα συνεχίσουν να εμβαθύνουν στην ανανεωμένη διατλαντική συνεργασία που εισήγαγε [3] η κυβέρνηση Μπάιντεν.

ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΙ ΜΑΖΙ

Ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε εξαρχής ότι θα δώσει προτεραιότητα σε αυτό που ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, και οι άλλοτε συνάδελφοί του στο Carnegie Endowment for International Peace, αποκαλούν αμερικανική εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη -δηλαδή μια εξωτερική πολιτική που υποστηρίζεται από ή συντονίζεται προς τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Αμερικανών ψηφοφόρων, όχι προς μόνο τις σοφίες που λαμβάνει από τις ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η επανένταξη στην κλιματική συμφωνία του Παρισιού ενώ διατηρήθηκαν παράλληλα οι εμπορικοί δασμοί για την Κίνα και, σε μικρότερο βαθμό, την Ευρώπη αντανακλούσε στοιχεία αυτής της νέας προσέγγισης των ΗΠΑ. Ο τερματισμός της «αέναης» επέμβασης στο Αφγανιστάν ήταν μια αποφασιστική δοκιμή και μια λογική συνέχεια από την κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Αυτή η πιο εγχώρια εστιασμένη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να έχει νόημα στο τρέχον πολιτικό κλίμα. Γιατί, όμως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ να υποθέσουν ότι η αμερικανική μεσαία τάξη ανησυχεί περισσότερο για την ασφάλεια της Λετονίας και της Λιθουανίας ή της Ταϊβάν για παράδειγμα, παρά για την ασφάλεια του Αφγανιστάν; Και αν ο Μπάιντεν μπορεί να ρίξει τόσο γρήγορα το φταίξιμο στους ηγέτες του Αφγανιστάν που δεν αντιστάθηκαν απέναντι στους Ταλιμπάν, γιατί να μην απορρίψει εξίσου τις ανησυχίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που ξοδεύουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ τους για να αμυνθούν από την Ρωσία και άλλες απειλές στην γειτονιά τους, ενώ εξακολουθούν να εξαρτώνται υπερβολικά από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ; Αυτά τα ερωτήματα κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα μετά την θεαματική πτώση της Καμπούλ, αλλά χάνουν το νόημα για τρεις λόγους.

Πρώτον, τίποτα από όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα στο Αφγανιστάν δεν θα μετατοπίσει την εστίαση της κυβέρνησης Μπάιντεν από την αντιμετώπιση της υπ' αριθμόν ένα πρόκλησης της εξωτερικής πολιτικής: την διαχείριση της ανόδου της Κίνας. Στην πραγματικότητα, η αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι μια συνειδητή και βάναυση προσπάθεια να επαναπροσανατολιστούν οι στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ μακριά από την ευρύτερη Μέση Ανατολή και προς τον Ειρηνικό. Κρισίμως για τους Ευρωπαίους, η κυβέρνηση Μπάιντεν αναγνωρίζει με τρόπους που η κυβέρνηση Τραμπ δεν το έκανε ότι η πρόκληση της Κίνας μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς μόνο σε συνεργασία με συμμάχους. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον είναι κεντρικοί σε αυτή την στρατηγική -όχι, προφανώς, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης αλλά λόγω των ζωτικών διασυνδέσεων της Κίνας με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και λόγω της ισχυρής φωνής των ευρωπαϊκών χωρών στα πολυμερή θεσμικά όργανα όπου η Κίνα προσπαθεί να ξαναγράψει [4] παγκόσμιους κανόνες του εμπορίου, των επενδύσεων, και της διακυβέρνησης της τεχνολογίας. Ο διατλαντικός διχασμός αποδυναμώνει την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κίνα, ενώ η δέσμευση των ΗΠΑ στην διατλαντική σχέση βοηθά την εξαγορά ευρωπαϊκής υποστήριξης.