Γιατί η Αμερική δεν μπορεί να δημιουργήσει συμμαχικούς στρατούς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Αμερική δεν μπορεί να δημιουργήσει συμμαχικούς στρατούς

Το Αφγανιστάν είναι απλώς η τελευταία αποτυχία
Περίληψη: 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τον στόχο των στρατιωτικών προγραμμάτων εκπαίδευσης σε ξένους στρατούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι πιο λογικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην κατασκευή μερικών αποτελεσματικών μονάδων που προορίζονται να λειτουργήσουν με αμερικανική υποστήριξη.

Η RACHEL TECOTT είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Κολέγιο του Ναυτικού Πολέμου των ΗΠΑ. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι δικές της και δεν αντικατοπτρίζουν τις επίσημες θέσεις του Naval War College, του Υπουργείου Ναυτικού, ή του Υπουργείου Άμυνας.

Η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να ενισχύσουν τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας έφτασε σε ένα άδοξο τέλος. Ο αμερικανικός στρατός ξόδεψε 20 χρόνια και 83 δισεκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσει μια δύναμη που έλιωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες, παραχωρώντας την χώρα στους Ταλιμπάν στην ίδια περίοδο, σχεδόν χωρίς να έχει πέσει μια τουφεκιά.

Η ταχεία κατάρρευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Στην πραγματικότητα, είναι πιο κοντά στην κανονικότητα για τις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας που δημιουργήθηκαν με στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ. Οι τρεις μεγαλύτερες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να δημιουργήσουν στρατιωτικούς εταίρους -στο Βιετνάμ, στο Ιράκ, και τώρα το Αφγανιστάν- όλες απέτυχαν θεαματικά. Υπάρχει καλός λόγος που οι εικόνες που βγαίνουν από την Καμπούλ θυμίζουν την Σαϊγκόν του 1975 και τη Μοσούλη του 2014.

27082021-1.jpg

Παρακολουθώντας μια τελετή αποφοίτησης του Εθνικού Αφγανικού Στρατού στην Καμπούλ, στο Αφγανιστάν, τον Ιανουάριο του 2019. Omar Sobhani / Reuters
---------------------------------------------------

Αυτό που ο στρατός αποκαλεί «βοήθεια στην δύναμη ασφαλείας», «ανάπτυξη ικανοτήτων συνεργατών», ή «επιχειρήσεις εκπαίδευσης και εξοπλισμού» παραμένει ένας πυλώνας της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Αφήνοντας εντελώς στην άκρη το Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο και αναπτύσσουν χιλιάδες άτομα για να εκπαιδεύσουν και να βοηθήσουν ξένους στρατούς από χώρες σε όλο τον κόσμο. Αν και ο σκοπός μιας τέτοιας βοήθειας ποικίλλει, ο κύριος στόχος είναι να αυξήσει την ικανότητα των στρατιωτικών εταίρων για να επωμιστούν τα τοπικά βάρη ασφάλειας, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μετατοπίσουν τους δικούς τους πόρους σε υψηλότερες προτεραιότητες.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών συχνά δεν ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση στρατιωτικών δυνάμεων που να μπορούν να πολεμήσουν. Όπως έχει δείξει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Georgetown, Caitlin Talmadge [1], οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες πρέπει να βοηθούν στην προαγωγή ικανών αξιωματικών, να επιβάλουν μια αλυσίδα διοίκησης, να ενθαρρύνουν την αυστηρή εκπαίδευση, και να βάζουν φραγμούς στην διαφθορά ώστε να δημιουργήσουν μια αποτελεσματική δύναμη. Αλλά στα αδύναμα ή αποτυχημένα κράτη όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνουν την βοήθειά τους στην ασφάλεια, οι ηγέτες συχνά δίνουν προτεραιότητα στην προσωπική και πολιτική επιβίωσή τους παρά στην ενίσχυση των στρατών των εθνών τους. Αυτοί οι ηγέτες συχνά στοχεύουν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό τους ως πηγή προστασίας ή ως μαστίγιο εναντίον των εγχώριων πολιτικών αντιπάλων τους. Μπορεί να χαιρετίζουν τη μεγάλη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, αλλά φοβούνται την δημιουργία μιας επαγγελματικής δύναμης που θα μπορούσε να απειλήσει την δική τους εξουσία. Έτσι αγνοούν τις εκκλήσεις των Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων, εφαρμόζοντας πολιτικές που διατηρούν τους στρατούς τους αδύναμους.

Αυτές οι προκλήσεις φάνηκαν πλήρως στο Αφγανιστάν. Κατά την διάρκεια της αμερικανικής συμβουλευτικής αποστολής, οι Αφγανοί αξιωματικοί αποδείχθηκε ότι ενδιαφέρονταν λιγότερο να πολεμήσουν για την διεφθαρμένη κυβέρνηση στην Καμπούλ από το να εξασφαλίσουν τον δικό τους προσωπικό πλουτισμό, μεταφέροντας αμερικανικά δολάρια στα δικά τους δίκτυα προστασίας μέσω της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων και εκβιάζοντας τον Αφγανικό λαό σε κάθε αλληλεπίδραση. Οι στρατιώτες, βλέποντας ξεκάθαρα την διαφθορά των αξιωματικών τους, είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον να διακινδυνεύσουν να πεθάνουν υπό τις εντολές τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι αφγανικές μονάδες ήταν απείθαρχες και τακτικά αδύναμες πολύ πριν από την αποχώρηση των ΗΠΑ -και ότι καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν, πολλοί αποφάσισαν να ανοίξουν τις πύλες [2] στους Ταλιμπάν.

Στο Αφγανιστάν και στις συμβουλευτικές αποστολές σε όλο τον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται σε στρατηγικές [3] για να παρακινήσουν τους εταίρους τους οι οποίες δεν λειτουργούν. Ο αμερικανικός στρατός δίνει προτεραιότητα στην οικοδόμηση σχέσεων με ξένους στρατιωτικούς έναντι της εφαρμογής οποιουδήποτε είδους προϋποθέσεων στην βοήθειά του για την ασφάλεια, και οι πολιτικοί αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον σέβονται την προσέγγισή του. Στην συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημοσιοποιούν ρόδινες εκθέσεις [4] στον αμερικανικό λαό σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται από τον τοπικό εταίρο, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι την μοιραία ημέρα, όταν η δύναμη καλείται να λειτουργήσει από μόνη της. Και έτσι η Σαϊγκόν˙ η Μοσούλη˙ και τώρα η Καμπούλ.

ΜΗΝ ΠΕΙΘΟΝΤΑΣ ΚΑΝΕΝΑΝ

Ο αμερικανικός στρατός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνος [5] για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αμερικανικών προγραμμάτων βοήθειας ασφαλείας. Οι άλλοι κλάδοι της αμερικανικής κυβέρνησης τακτικά τον σέβονται σε αυτό το ζήτημα: Τι, τελικά, θα μπορούσε να εμπίπτει περισσότερο στην αρμοδιότητά του από όσο η δημιουργία άλλων στρατών; Στην πράξη, είναι ο αμερικανικός στρατός που αλληλεπιδρά με τους τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες σε θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη των δυνάμεων ασφαλείας τους και είναι ο αμερικανικός στρατός που αναπτύσσει στρατηγικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος της παρακίνησης των συνεργατών.