Η νέα εποχή της αυτάρκειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα εποχή της αυτάρκειας

Γιατί οι πιο κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται τώρα σε αποστολή για αυτάρκεια*

Το πιο εντυπωσιακό γεωπολιτικό χαρακτηριστικό των τελευταίων τεσσάρων ετών δεν ήταν η διπολικότητα ή η πολυπολικότητα -ή ακόμη και η σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων. Ήταν το θέαμα των μεγάλων οικονομιών να επιδιώκουν την αυτάρκεια και μια μερική υποχώρηση από την παγκοσμιοποίηση, προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλειά τους, την ικανότητά τους για καινοτομία, την εγχώρια σταθερότητα, και τις οικονομικές προοπτικές τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ινδία έχουν εμπλακεί τώρα σε αυτό που μοιάζει με μια παράδοξη επιχείρηση: την προσπάθεια αύξησης του παγκόσμιου status τους ενώ ταυτόχρονα στρέφονται προς το εσωτερικό τους ώστε να γίνουν πιο αυτάρκεις.

06092021-1.jpg

Το HMM Algeciras, το μεγαλύτερο πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο, στον ποταμό Τάμεση, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Ιούνιο του 2020. Rob Welham / Camera Press / Redux
--------------------------------------------------------

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η συμβατική σοφία έκρινε ότι μια παγκόσμια οικονομική σύγκλιση ήταν αναπόφευκτη -ότι οι χώρες θα γίνονταν όλο και πιο αλληλεξαρτώμενες οικονομικά. Εκ των υστέρων, είναι σαφές ότι αυτό δεν συνέβη. Ωστόσο, λίγοι θα είχαν προβλέψει ακόμη και πριν από λίγα χρόνια ότι τρεις από τους κορυφαίους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης θα στρέφονταν σε παραλλαγές της αυτάρκειας -ή ότι μια παγκόσμια τάση για αυτάρκεια (autarky) θα φθάσει να κυριαρχήσει στην γεωπολιτική.

Η Κίνα, η Ινδία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τώρα οι τρεις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες του κόσμου και οι μεγαλύτερες οικονομίες του. Μαζί, αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% της παγκόσμιας οικονομίας, ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από όσο στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ αγκάλιασαν τον «οικονομικό εθνικισμό», ενώ η Κίνα υπό τον πρόεδρο Xi Jinping και η Ινδία υπό τον πρωθυπουργό Narendra Modi επέλεξαν την «αυτάρκεια»: zili gengsheng στα Μανδαρίνικα και atmanirbhar στα Χίντι. Σε αντίθεση με τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες, και οι τρεις χώρες έχουν αυξήσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους κατά την τελευταία δεκαετία, μειώνοντας παράλληλα την έκθεσή τους στο εμπόριο, όπως μετράται από την αναλογία εμπορίου προς ΑΕΠ. Αυτό το μοτίβο διαφορικής παγκοσμιοποίησης δείχνει την άνοδο μιας νέας αυτάρκειας που θα μπορούσε να επικρατήσει μεταξύ αυτών των μεγάλων οικονομιών για την επόμενη δεκαετία ή περισσότερο.

ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ;

Αν και αγκάλιασαν την παγκοσμιοποίηση την δεκαετία του 1990 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, και οι τρεις επίδοξοι αυτάρκεις έχουν μακροχρόνιες παραδόσεις σχετικής απομόνωσης από τις παγκόσμιες αγορές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα εισαγωγέας κεφαλαίου και εργασίας και εξαγωγέας εμπορευμάτων, αλλά η κύρια πηγή ανάπτυξης ήταν η εγχώρια αγορά τους. Στην δεκαετία του 1960, το εμπόριο αντιπροσώπευε μόλις το 10% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, όχι μακριά από τις άκαμπτα αυτάρκεις κομμουνιστικές κοινωνίες της Σοβιετικής Ένωσης (4%) και την Κίνα (5%). Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μοναδικές μεταξύ των πλούσιων ομολόγων τους από αυτή την άποψη. Άλλες πλούσιες χώρες με μικρότερες εγχώριες αγορές είχαν πολύ υψηλότερους λόγους εμπορίου προς ΑΕΠ την δεκαετία του 1960 – για παράδειγμα, 25% στην Γαλλία και 41% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν σταθερά πιο παγκοσμιοποιημένες μέχρι το 2011, όταν ο λόγος εμπορίου προς ΑΕΠ κορυφώθηκε στο σχεδόν 31%. Από τότε μειώθηκε στο 27% και οι πολιτικές του προέδρου Τζο Μπάιντεν φαίνεται ότι προορίζονται να συνεχίσουν αυτήν την καθοδική πορεία.

Η αυτάρκεια υπήρξε εδώ και καιρό ένας στόχος στην Κίνα, αν και συχνά άπιαστος. Από τα τέλη του 17ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η αυτοκρατορική Κίνα καλλιέργησε την παραγωγικότητα της εγχώριας αγοράς της, καθώς και έναν ελεγχόμενο αλλά προσοδοφόρο εξαγωγικό τομέα. Όμως, η εσωτερική πορεία προόδου της έληξε απότομα με την έναρξη του Πολέμου του Οπίου το 1839, όταν η Κίνα μπήκε σε έναν «αιώνα ταπείνωσης» στα χέρια των ξένων δυνάμεων. Αυτός ο αιώνας έληξε το 1949 με τη νίκη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος έναντι των εθνικιστικών αντιπάλων του και των ξένων υποστηρικτών τους, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά ήδη από το 1945, ο κομμουνιστής ηγέτης Μάο Τσε Τουνγκ τόνισε την εθνικιστική και κυρίαρχη πτυχή της αυτονομίας: «Σε ποια βάση πρέπει να στηρίζεται η πολιτική μας; Πρέπει να στηρίζεται στην δική μας δύναμη και αυτό σημαίνει “αναγέννηση μέσω των δικών μας προσπαθειών” (zili gengsheng)». Ο πρόεδρος Xi Jinping αναβίωσε αυτήν την ιδέα το 2018, ισχυριζόμενος ότι «η μονομέρεια (unilateralism) και ο εμπορικός προστατευτισμός έχουν αυξηθεί, αναγκάζοντάς μας να βαδίσουμε στον δρόμο της αυτονομίας (self-reliance)». Με αυτό το πνεύμα, ο Xi υπερασπίστηκε την ανάπτυξη μιας στρατιωτικής-βιομηχανικής βάσης υψηλής τεχνολογίας που θα αποτρέψει μια δεύτερη ταπείνωση της Κίνας, αυτή την φορά με την δύναμη της τεχνικής καινοτομίας των ΗΠΑ.

Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα, η Ινδία έχει καλλιεργήσει ένα όραμα για τον εαυτό της ως έθνος που μπορεί να ευημερήσει με την ισχύ της μεγάλης εγχώριας αγοράς της, με ένα συνετό μέτρο εξαγωγών. Η Ινδία παρήγαγε σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου ΑΕΠ γύρω στο 1700, σύμφωνα με τους ιστορικούς, αλλά στην συνέχεια υπέμεινε δύο αιώνες ταπείνωσης κατά την διάρκεια των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο υποβάθμισε σταθερά την βιομηχανική της βάση προκειμένου να εξάγει πρώτες ύλες και να δημιουργήσει μια αγορά για βρετανικές κατασκευές. Μετά την ανεξαρτησία το 1947, η Ινδία ανέπτυξε μια ημι-αυτάρκεια υπό την ηγεσία της κυβέρνησης με το πρόσχημα της «μη ευθυγράμμισης» [στμ: “nonalignment”, αυτό που ορίζουμε στην καθομιλουμένη ως ανεξαρτησία στην εξωτερική πολιτική], η οποία ξεκίνησε ως μια πολιτική και στρατιωτική πολιτική, αλλά εξελίχθηκε σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που αγκάλιασε τις τότε μοντέρνες ιδέες για την προστασία της νηπιακής βιομηχανίας και την αντικατάσταση των εισαγωγών.

Η Ινδία άρχισε να ανοίγει την οικονομία της στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά μέσω μιας διαχειριζόμενης διαδικασίας που έγινε όλο και πιο ινδουιστικά εθνικιστική μετά την εκλογή του Modi ως πρωθυπουργού το 2014. Έχοντας σχεδόν το 18% του παγκόσμιου πληθυσμού, η Ινδία παρέμεινε δεσμευμένη στη μη-ευθυγράμμιση καθ’ όλη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, χρησιμοποιώντας κινεζική και αμερικανική τεχνολογία και επενδύσεις για να αναπτύξει τις δικές της εναλλακτικές. Ο στόχος του atmanirbhar του Modi είναι να επιτύχει κάτι σαν το επίπεδο εγχώριας καινοτομίας και αυτάρκειας της Κίνας, δημιουργώντας μια ασφαλή εγχώρια βάση από την οποία οι ινδικές εταιρείες μπορούν να κυνηγούν τις ξένες επιχειρήσεις, όπως έκαναν οι Κινέζοι προκάτοχοί τους (και, πιο παλιά οι ΗΠΑ).

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ

Η Κίνα, η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν όλες σχετικές παραδόσεις που θέτουν το σκηνικό για την πρόσφατη στροφή προς την αυτάρκεια -αλλά πιο πρόσφατα, και τα τρία έθνη ανταποκρίνονται σε νέες ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια που έχουν προκύψει καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Το βασικό αφήγημα της Κίνας από την δεκαετία του 1980 έχει βασιστεί στην ασφάλεια, εστιάζοντας σε μια επιστροφή στο status της μεγάλης δύναμης μετά την υποταγή της στα χέρια των Δυτικών δυνάμεων και στην συνέχεια της Ιαπωνίας. Το 2015, το Πεκίνο ανακοίνωσε μια πολιτική «πολιτικο-στρατιωτικής σύντηξης», η οποία ξεκάθαρα πλαισίωσε την εθνική-βιομηχανική ανάπτυξη ως μέρος του σχεδίου της Κίνας να απελευθερωθεί από την εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις και να εξασφαλίσει ένα μέλλον τεχνολογικής αυτάρκειας.

Αντιμέτωπες με τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας και την εξαιρετική επιτυχία του τομέα της τεχνολογίας της, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να βρίσκουν ανησυχητική την παρουσία της κινεζικής τεχνολογίας στις αλυσίδες εφοδιασμού της άμυνας των ΗΠΑ και έγιναν όλο και πιο καχύποπτες για τον ρόλο της Κίνας στην κατασκευή υποδομών Διαδικτύου σε όλο τον κόσμο. Η προοπτική μεγάλα τμήματα του ψηφιακού παγκόσμιου χάρτη να υπόκεινται στην κινεζική επιρροή ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να ακολουθήσουν μια πολύ πιο καθοδηγούμενη από την ασφάλεια προσέγγιση σχετικά με την οικονομική άνοδο της Κίνας. Σύντομα, και τα δύο έθνη άρχισαν να ασκούν περισσότερο κυβερνητικό έλεγχο ακόμη και στα πιο δυναμικά και παγκοσμιοποιημένα μέρη των οικονομιών τους. Η Κίνα έθεσε υπό έλεγχο τους τεχνολογικούς γίγαντές της με μια εκστρατεία «διόρθωσης» [1], ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν σε μια διακομματική «techlash» [στμ: «τεχνο-αντίδραση»] ενάντια στην ισχύ της Silicon Valley.

Οι ανησυχίες ασφαλείας καθοδηγούν όλο και περισσότερο τις τεχνολογικές πολιτικές της Ινδίας, καθώς η κυβέρνηση Modi επιδιώκει αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ψηφιακή μη-ευθυγράμμιση». Τα τελευταία 20 χρόνια, οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας και οι επιχειρηματίες, και σε μικρότερο βαθμό οι Δυτικοί ομόλογοί τους, οικοδόμησαν μεγάλο μέρος του τεχνολογικού τομέα και της υποδομής της Ινδίας. Ωστόσο, τώρα που οι ινδικές εταιρείες τεχνολογίας είναι σε θέση να ανταγωνιστούν, η κυβέρνηση Modi έχει αρχίσει να διαχειρίζεται την ξένη παρουσία -στην κινεζική περίπτωση, ακόμη και να την αποβάλλει- με στόχο την ενίσχυση της τεχνολογικής αυτονομίας της Ινδίας και την διαφύλαξη της ινδικής ασφάλειας.

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ

Και οι τρεις αυτές χώρες έχουν βρει στην αυτάρκεια μια βιώσιμη απάντηση σε αυξανόμενα προβλήματα ασφάλειας εν μέρει λόγω του μεγέθους των οικονομιών τους. Έχουν αρκετά μεγάλες εγχώριες αγορές για να διατηρήσουν ευρεία διαφοροποίηση σε όλες τις βιομηχανίες χωρίς να θυσιάζουν τα οφέλη της εξειδίκευσης -με άλλα λόγια, να είναι σχετικά αυτάρκεις. Ωστόσο, μόνο το μέγεθος δεν εξηγεί το πώς αυτές οι χώρες έχουν καταφέρει να εξαρτώνται λιγότερο από το εμπόριο, ενώ οι περισσότερες άλλες μεγάλες οικονομίες έχουν εξαρτηθεί περισσότερο από αυτό.

Στην Ινδία και την Κίνα, ο πολιτισμός, η βιομηχανική πολιτική και άλλοι διαρθρωτικοί παράγοντες έχουν διευκολύνει περαιτέρω μια στροφή στην αυτάρκεια. Και οι δύο χώρες έχουν πολύ μεγάλες αγορές εργασίας με υψηλά επίπεδα κινητικότητας, χαμηλά επίπεδα οργάνωσης των εργαζομένων, ισχυρές «από πάνω προς τα κάτω» πολιτικές που διασκορπίζουν γεωγραφικά την βιομηχανία, και κουλτούρες που εκτιμούν τις δεξιότητες και την επιχειρηματικότητα. Έχουν επίσης τουλάχιστον δύο γενιές επιχειρηματιών που πιστεύουν ότι η ευημερία τους εξαρτάται από την συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, στην απόκτηση πνευματικής ιδιοκτησίας, και στην πώληση προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Αυτές οι ιδιότητες δεν είναι μοναδικές για την Ινδία και την Κίνα, αλλά η Ινδία και η Κίνα είναι οι μόνες χώρες που τις συνδυάζουν με μεγάλες εγχώριες αγορές και ενεργή κυβερνητική υποστήριξη για τις τοπικές εταιρείες. Οι κυβερνήσεις σε αμφότερες τις χώρες όχι μόνο προστατεύουν τις εγχώριες επιχειρήσεις από ξένους ανταγωνιστές, αλλά εργάζονται επίσης για να αποτρέψουν τις εταιρείες από το να μονοπωλήσουν συγκεκριμένους τομείς εγχωρίως. Με αυτόν τον τρόπο, διατηρούν τουλάχιστον μερικά από τα οφέλη του εσωτερικού ανταγωνισμού.

Ωστόσο, η Κίνα και η Ινδία εξαρτώνται από πτυχές της δικτυωμένης, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αμφότερες είναι βαθιά ενταγμένες στις διαχωρισμένες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που κατέστησαν δυνατή την ανάπτυξή τους. Οι κινητήριες δυνάμεις της ευημερίας τους δεν ήταν τα τεράστια κρατικά-βιομηχανικά έργα που τροφοδότησαν την άνοδο της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας σε μια παλαιότερη εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά μάλλον ο δικτυωμένος, συνδυασμένος κόσμος των αντικαταστάσιμων προμηθευτών που ανταγωνίζονται διασυνοριακά για κάθε κρίκο στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Ωστόσο, όπως είπε ο Xi σε μια ομιλία του τον Ιούλιο του 2020 [2] σε επιχειρηματίες στο Πεκίνο, αυτό που διαφοροποιεί την Κίνα από άλλες χώρες είναι η «εγχώρια υπερ-ευρεία αγορά», την οποία σκοπεύει να ενισχύσει «μέσω της ευημερίας της εγχώριας οικονομίας και της απελευθέρωσης του εγχώριου κύκλου … [για] να οδηγήσει την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας». Η αυτάρκεια, υπό αυτή την έννοια, είναι στόχος της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ άλλων, ο Xi σκοπεύει να αξιοποιήσει την εγχώρια ζήτηση τελικών και ενδιάμεσων αγαθών για να καταστήσει την χώρα του μια βιώσιμη, προστατευόμενη, και ελεγχόμενη αγορά που μπορεί να εμπλέκεται διεθνώς κατά την κρίση της. Ο στόχος του δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, με άλλα λόγια, αλλά ένας παγκοσμιοποιημένος, δικτυωμένος μερκαντιλισμός, που είναι επίσης ο στόχος του atmanirbhar του Modi.

Η εικόνα είναι κάπως διαφορετική στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η μετάβαση στον οικονομικό εθνικισμό προήλθε λιγότερο από πολιτιστικούς ή διαρθρωτικούς παράγοντες από όσο από την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος με την σειρά του βοήθησε στην οικοδόμηση πολιτικής υποστήριξης για νέες βιομηχανικές πολιτικές. Ο «οικονομικός εθνικισμός» του Τραμπ εκδηλώθηκε ως επί το πλείστον με τη μορφή επιζήμιων δασμών και εμπορικών πολέμων (οι υποσχέσεις της εκστρατείας του για σημαντικές δαπάνες υποδομών δεν υλοποιήθηκαν ποτέ). Αλλά αυτές οι πολιτικές έσπασαν το ξόρκι της παγκοσμιοποίησης -και με ένα φαινομενικά χαμηλό τίμημα. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις ΗΠΑ έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα πριν από την πανδημία της COVID-19, ενώ η ανεργία έπεσε στο χαμηλό 3,5%. Ο μέσος μισθός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 3% ετησίως κατά τα πρώτα τρία χρόνια της προεδρίας του Τραμπ. Τα κέρδη της εργασίας πήγαν δυσανάλογα [περισσότερο] στους Μαύρους και τους Ισπανόφωνους Αμερικανούς, ιδίως στις γυναίκες, φέρνοντας τις αποκλεισμένες ομάδες στην οικονομία. Τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης αυξήθηκαν και το ΑΕΠ ξεπέρασε εκείνο των ομόλογων οικονομιών [3].

Η φαινομενική οικονομική επιτυχία του Τραμπ βοήθησε στη νομιμοποίηση της ιδέας της κυβερνητικής παρέμβασης στην οικονομία. Το 2020, ο Jake Sullivan, βετεράνος της κυβέρνησης Ομπάμα, ο οποίος σύντομα έγινε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, συν-έγραψε ένα άρθρο στο [περιοδικό] Foreign Policy, επισημαίνοντας ότι «η υποστήριξη της βιομηχανικής πολιτικής (σε γενικές γραμμές, κυβερνητικές δράσεις με στόχο την αναμόρφωση της οικονομίας) κάποτε θεωρείτο ντροπιαστική -τώρα θα πρέπει να θεωρείται κάτι που είναι σχεδόν προφανές». Στην πορεία της προεκλογικής εκστρατείας, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να δαπανήσει 400 δισεκατομμύρια δολάρια για προμήθειες σε μια πολιτική «Αγοράστε Αμερικανικά» και 300 δισεκατομμύρια δολάρια για κρατικά κατευθυνόμενη Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) με στόχο την αύξηση της τεχνολογικής αυτοδυναμίας και την εξασφάλιση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Τώρα που ο Μπάιντεν είναι στην εξουσία, η κυβέρνησή του έχει υποστηρίξει τεράστιες επενδύσεις για την αύξηση της εγχώριας ικανότητας, ιδίως στις υποδομές. «Ούτε ένα συμβόλαιο δεν θα πάει έξω», δήλωσε ο Μπάιντεν καθώς αποκάλυψε την πρόταση ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις υποδομές, «[ούτε ένα συμβόλαιο] που δεν θα πάει σε μια εταιρεία που είναι αμερικανική με αμερικανικά προϊόντα, σε όλη την διαδρομή [της δουλειάς], και με Αμερικανούς εργαζόμενους».

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει αυτή η νέα εποχή της αυτάρκειας εξαρτάται εν μέρει από την διάρκεια και την ένταση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Οι κυβερνήσεις των «Big Three» [των «Τριών Μεγάλων»] πιθανότατα θα συνεχίσουν να πιέζουν για αυτάρκεια για όσο διάστημα υπάρχει αυξημένος ανταγωνισμός ασφάλειας -ο οποίος στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, και της Ινδίας και της Κίνας, θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλος χρόνος.

Όμως, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις φαίνεται να ενισχύουν την τάση προς τον οικονομικό εθνικισμό, οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η αυτάρκεια καταπνίγει την καινοτομία και, κατ' επέκταση, τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι ελπίδες της Ινδίας για βιώσιμη ανάπτυξη εξαρτώνται από την συνεχή καλή τύχη του τομέα της πληροφορικής τεχνολογίας και την ικανότητά του να καινοτομεί. Η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας ωθείται από την επιτακτική ανάγκη για καινοτομία, με την έννοια ότι κάθε χώρα φοβάται ότι η άλλη θα την ξεπεράσει τεχνολογικά και άρα και στρατιωτικά. Όμως, η καινοτομία απαιτεί συχνά μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις -ειδικά στην Ινδία, η οποία στερείται της κυβερνητικής και ακαδημαϊκής υποδομής Έρευνας και Ανάπτυξης της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών- και οι ιδιωτικές επενδύσεις απαιτούν αγορές. Η λογική ισχύει για την κινεζική Huawei, η οποία χτίστηκε σε ξένες αγορές, όπως και για την αμερικανική Qualcomm, η οποία λαμβάνει τα δύο τρίτα των εσόδων της από την Κίνα.

Οι τεχνολογικοί γίγαντες των ΗΠΑ κερδίζουν περίπου το ήμισυ των εσόδων τους στις ξένες αγορές. Χωρίς τέτοια έσοδα, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας αγωνίζονται να χρηματοδοτήσουν την δική τους Ε&Α, διατηρώντας παράλληλα το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Και από τις δέκα μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες [5] με έκθεση στην Κίνα, μόνο μια -η Wynn Resorts- δεν είναι μια εξαιρετικά καινοτόμος τεχνολογική εταιρεία. Οι τεχνολογίες που παράγουν αυτές οι αμερικανικές εταιρείες, και τις οποίες καταναλώνει η Κίνα, έχουν στρατιωτικές και εμπορικές εφαρμογές και η εξάρτηση της Κίνας από αυτές είναι πηγή αμερικανικής μόχλευσης. Το Πεκίνο επιδιώκει να υπονομεύσει αυτή τη μόχλευση καθιστάμενο πιο αυτάρκες τεχνολογικά. Καθώς προχωρούν αυτές οι προσπάθειες, οι αμερικανικές εταιρείες στις οποίες βασίζεται ο στρατός των ΗΠΑ και η οικονομία των ΗΠΑ θα χάσουν έσοδα οι ίδιες. Η αμερικανική καινοτομία θα υποφέρει εκτός εάν οι εταιρείες μπορέσουν να βρουν εναλλακτικές αγορές για να αντικαταστήσουν την Κίνα.

Το αποτέλεσμα θα είναι ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ αμερικανικών και κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών εκτός των εγχώριων αγορών τους και αυξημένες προσπάθειες από τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών να ασκήσουν κάποιο επίπεδο ελέγχου στην τεχνολογία προκειμένου να μετριάσουν τα προβλήματα ασφάλειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επικεντρωθούν στα πλουσιότερα, συμμαχικά έθνη στην Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, και την Ασία. Η Κίνα και η Ινδία θα επικεντρωθούν στα φτωχότερα μέρη της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και ίσως της Λατινικής Αμερικής. Εάν οι εταιρείες της Δύσης και της ανατολικής Ασίας παραμελήσουν αυτές τις περιοχές, τότε οι κινεζικές, ινδικές και άλλες μη Δυτικές τεχνολογικές εταιρείες θα διαμορφώσουν όλο και περισσότερο την παγκοσμιοποίηση στην εποχή της αυτάρκειας. Αυτή η νέα παγκοσμιοποίηση δεν θα μοιάζει με την παλιά παγκοσμιοποίηση. Θα βασίζεται τόσο στην αυτάρκεια όσο και στην ανοικτότητα και θα αντικαταστήσει τον διεθνισμό με εθνικισμό, μερκαντιλισμό και κάτι που πλησιάζει τον ιμπεριαλισμό.

ΟΧΙ Η ΓΝΩΣΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ένας τέτοιος κόσμος δεν θα ήταν απαραίτητα πιο επικίνδυνος. Η αυτάρκεια των μεγάλων δυνάμεων είναι, τελικά, αμυντική και μπορεί να οδηγήσει σε στρατιωτικό συντηρητισμό και βιομηχανικό ανταγωνισμό που θα ωφελούσε όλους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι μεγάλες δυνάμεις να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την πρόσβαση των ανταγωνιστών τους σε πόρους, όπως η Κίνα έχει απειλήσει επανειλημμένα να κάνει με τα μέταλλα σπάνιων γαιών που είναι απαραίτητα για πολλά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Πιο ευφυώς, οι μεγάλες δυνάμεις μπορεί να προσπαθήσουν να συσσωρεύσουν πνευματική ιδιοκτησία ή να αποτρέψουν την τεχνολογική διάδοση με το να διευρύνουν συνεχώς τον ορισμό των «στρατηγικών πόρων» (“strategic resources”) για να συμπεριλάβουν, για παράδειγμα, οτιδήποτε έχει να κάνει με τον σχεδιασμό τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν κάτι τέτοιο στην Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, προκαλώντας τόσο την παρακμή της σοβιετικής οικονομίας όσο και την ευρείας κλίμακας σοβιετική βιομηχανική κατασκοπεία.

Είναι δύσκολο να δούμε αυτό το δράμα να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν πάρα πολλοί σημαντικοί παίκτες εκτός των Big Three που θα προτιμούσαν πολύ την τεχνολογική μη ευθυγράμμιση και μπορούν να δημιουργήσουν δικές τους καινοτομίες. Επιπλέον, οι εταιρείες των αυτάρκων χωρών χρειάζονται ξένα έσοδα για τις δικές τους αμυντικές-βιομηχανικές βάσεις. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, με αυτή την έννοια, ο αυτάρκης που θα παγκοσμιοποιηθεί καλύτερα θα είναι ο αυτάρκης που θα ευημερήσει.

«Η οικονομική αυτάρκεια», έγραψε ο Αμερικανός ιστορικός George Louis Beer το 1917, «προβλέπει μια κατάσταση πολέμου». Τότε ο κόσμος βρισκόταν στη μέση του χειρότερου πολέμου στην ιστορία, έναν πόλεμο που οδήγησε εν μέρει τις προσπάθειες των μεγάλων δυνάμεων να αποφύγουν την μεταξύ τους εξάρτηση. Λίγο περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, η διάδοση και ο κατακερματισμός της παραγωγής πέραν των συνόρων έχει κάνει πολύ λιγότερο πιθανή την επανάληψη αυτής της τραγωδίας. Ωστόσο, οι μεγάλες δυνάμεις που επιθυμούν την αυτονομία θα πρέπει να είναι προσεκτικές για το τι εύχονται, καθώς η αυτονομία μπορεί να αποτελέσει πηγή αδυναμίας όσο και δύναμης.

*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 70 (Ιούνιος - Ιούλιος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2021/04/12/technology/ant-group-alibaba-china.html
[2] http://www.xinhuanet.com/politics/2020-07/21/c_1126267575.htm
[3] https://www.washingtonpost.com/business/2020/09/05/trump-obama-economy/
[4] https://foreignpolicy.com/2020/02/07/america-needs-a-new-economic-philos...
[5] https://finance.yahoo.com/news/10-us-companies-highest-revenue-225350456...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-04-26/new-age...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition