Μπάιντεν, ο ρεαλιστής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπάιντεν, ο ρεαλιστής

Το δόγμα του προέδρου για την εξωτερική πολιτική κρυβόταν σε κοινή θέα
Περίληψη: 

Καθ' όλη την διάρκεια της καριέρας του, ο Μπάιντεν έθεσε την πραγματιστική επιδίωξη της εθνικής ασφάλειας πάνω από την ορθοδοξία της εξωτερικής πολιτικής. Για περισσότερο από μια δεκαετία, αυτός ο υπολογισμός τον έκανε επικριτή των πολέμων για αλλαγή καθεστώτων και άλλων προσπαθειών για την προώθηση των αμερικανικών αξιών με στρατιωτική βία.

Ο JOSHUA SHIFRINSON είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Rising Titans, Falling Giants: How Great Powers Exploit Power Shifts [1].
Ο STEPHEN WERTHEIM είναι ανώτερος συνεργάτης στο American Statecraft Program στο Carnegie Endowment for International Peace και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Tomorrow, the World: The Birth of U.S. Global Supremacy [2].

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επρόκειτο να ξαναφέρει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην πορεία της πριν από τον Τραμπ. Υπερεβδομηκοντούτης, με εμπειρία μισού αιώνα στην εθνική πολιτική, ήταν ο υποψήφιος για την προεδρία που ενσάρκωσε με μεγαλύτερη σαφήνεια το αμερικανικό κατεστημένο. Σίγουρα, έλεγε η προσδοκία, θα έφερνε πίσω την επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών για πολιτική και στρατιωτική υπεροχή, σχεδιασμένη για να αναδιαμορφώσει τον κόσμο κατά την δική τους εικόνα. Ο Μπάιντεν μάλιστα παρουσίασε την αποκατάσταση της ηγεσίας των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του: «Η Αμερική επέστρεψε», διακήρυξε μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

10092021-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο Χίλσμπορο του Νιού Τζέρσεϋ, τον Σεπτέμβριο του 2021. Elizabeth Frantz / Reuters
----------------------------------------------------

Αλλά η απόφαση του Μπάιντεν να τερματίσει τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αποκάλυψε μια άλλη πλευρά του 46ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Τερματίζοντας τον πόλεμο που διήρκεσε δύο δεκαετίες, ο Μπάιντεν απέρριψε κάθε «φιλελεύθερη διεθνιστική» υπόθεση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι η οικοδόμηση ενός δημοκρατικού Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός της περιοχής εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή τις ανώτερες καθολικές αξίες. Υποστήριξε επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόνο έναν έγκυρο λόγο για να χρησιμοποιήσουν βία εκεί: «να πιάσουν τους τρομοκράτες που μας επιτέθηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου» και που μπορεί να επιτεθούν ξανά. Μόλις επιτεύχθηκε αυτός ο στόχος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία δουλειά να διεξάγουν πόλεμο. Εναπόκειται στον «αφγανικό λαό να αποφασίσει μόνος του για το μέλλον του», είπε, συμπεριλαμβανομένου του αν θα ζούσε σε μια δημοκρατία Δυτικού τύπου ή υπό την κυριαρχία των Ταλιμπάν.

Η ταχεία ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, μακράν του να αλλάξει γνώμη στον Μπάιντεν, φαίνεται ότι μόνο επιβεβαίωσε τις απόψεις του σχετικά με τα όρια της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ -στο Αφγανιστάν και αλλού. Ο τερματισμός του πολέμου ήταν «σχετικά με το να τελειώσει μια εποχή μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων για την ανοικοδόμηση άλλων χωρών», είπε μετά την αποχώρηση του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη από το Αφγανιστάν.

Όλα αυτά μπορεί να εκπλήξουν όσους ανιχνεύουν ένα «δόγμα Μπάιντεν» που στοχεύει να βεβαιώσει την αμερικανική ισχύ και να υπερασπιστεί την δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, ο Μπάιντεν που τερμάτισε τον μακρύτερο πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών κρυβόταν σε κοινή θέα. Καθ' όλη την διάρκεια της καριέρας του, ο Μπάιντεν έθεσε την πραγματιστική επιδίωξη της εθνικής ασφάλειας πάνω από την ορθοδοξία της εξωτερικής πολιτικής. Για περισσότερο από μια δεκαετία, αυτός ο υπολογισμός τον έκανε επικριτή των πολέμων για αλλαγή καθεστώτων και άλλων προσπαθειών για την προώθηση των αμερικανικών αξιών με στρατιωτική βία.

Παρόλο που ο προκάτοχός του, ο Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε φωνή [3] σε παρόμοιες παρορμήσεις, είναι ο Μπάιντεν που προσφέρει μια πιο συνεκτική εκδοχή του πραγματιστικού ρεαλισμού -έναν τρόπο σκέψης που αξιολογεί την προώθηση των απτών αμερικανικών συμφερόντων, αναμένει από άλλα κράτη να επιδιώξουν τα δικά τους συμφέροντα, και αλλάζει πορεία για να πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που χρειάζονται σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο. Εάν ο Μπάιντεν συνεχίσει να εφαρμόζει αυτό το όραμα, θα φέρει μια ευπρόσδεκτη αλλαγή μετά από δεκαετίες υπερβολικά διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που έχει κατασπαταλήσει [4] ζωές και πόρους για την επιδίωξη ανέφικτων στόχων.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Από την εποχή της εισόδου του στην Γερουσία το 1973, ο Μπάιντεν διακρίθηκε για το ότι προσάρμοζε τις απόψεις του για την εξωτερική πολιτική στις μεταβαλλόμενες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες. Χάραξε μια μετριοπαθή γραμμή στην αρχή της εθνικής πολιτικής του καριέρας, όταν αντιμετώπισε την κούραση των Αμερικανών από τον πόλεμο στο Βιετνάμ την δεκαετία του 1970 και την αυξανόμενη ένταση με την Σοβιετική Ένωση την δεκαετία του 1980. Αντιτάχθηκε στην αποστολή πρόσθετης στρατιωτικής βοήθειας στο Νότιο Βιετνάμ το 1975 καθώς το Βόρειο Βιετνάμ ξεκινούσε την τελευταία του επίθεση. Και όταν ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν ξεκίνησε μια μαζική στρατιωτική συσσώρευση για να αυξήσει την πίεση στην Σοβιετική Ένωση, ψήφισε εναντίον πολλών από τις κορυφαίες προτεραιότητες της κυβέρνησης.

Αξιοσημείωτα, ο Μπάιντεν ψήφισε κατά του Πολέμου του Κόλπου το 1991 εναντίον του Ιράκ. «Ποια ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών δικαιολογούν την αποστολή Αμερικανών για να πεθάνουν στην άμμο της Σαουδικής Αραβίας;», ρώτησε. Ανησυχούσε επίσης ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα επωμίζονταν άδικα τα περισσότερα θύματα και ότι «η εχθρότητα του αραβικού κόσμου» θα κατευθυνόταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.