Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν

Πώς να μπει ο παγκόσμιος ρόλος της χώρας στα σωστά μέτρα
Περίληψη: 

Το σοκ της αποτυχίας στον μακρύτερο πόλεμο της Αμερικής μπορεί να προσφέρει μια ανοιχτή δυναμική για επανεξέταση του μακρού καταλόγου των παλαιότερων παρεμβάσεων και για αναθεώρηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην μεταψυχροπολεμική εποχή γενικότερα.

Η JESSICA T. MATHEWS είναι διακεκριμένη συνεργάτις και πρώην πρόεδρος του Carnegie Endowment for International Peace.

Για 30 χρόνια, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούσαν ανεπιτυχώς έναν σκοπό για την ασυναγώνιστη πλέον παγκόσμια δύναμή τους. Καμία άλλη χώρα (ή συνδυασμός χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν ισοδυναμεί με την συνδυασμένη στρατιωτική, οικονομική, και πολιτική τους ισχύ. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρησιμοποιήσει άσχημα αυτή την σπάνια στιγμή στην ιστορία, προσπαθώντας και απορρίπτοντας διάφορα σκεπτικά για έναν παγκόσμιο ρόλο, αφού η εμπειρία αποκάλυψε την ανικανότητα ή την αντιδημοφιλία τους. Δοκίμασαν πρώτα τον συνολικό ρόλο του «απαραίτητου έθνους», στην συνέχεια τον ρόλο του διαμορφωτή και κύριου πυλώνα μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, του κύριου εισαγγελέα ενός παγκόσμιου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», του προστάτη και προωθητή των δημοκρατικών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένης της δια της βίας αλλαγής καθεστώτος), και, τέλος, του ηγέτη της δημοκρατικής πλευράς σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών κυβερνήσεων. Καθ’ όλη την διάρκεια, η Ουάσινγκτον εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την άσκηση στρατιωτικής δύναμης και, λόγω έλλειψης χρήσης, έχασε την εμπιστοσύνη της στην συντονισμένη διπλωματία ως μέσο αντιμετώπισης αντιπάλων.

21092021-1.jpg

Επιστροφή από το Αφγανιστάν στο Fort Drum, στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2021. Brendan McDermid / Reuters
-----------------------------------------------------------

Η υπαρξιακή απειλή του Ψυχρού Πολέμου είχε καλύψει βαθιές διαφωνίες σχετικά με την κατάλληλη παγκόσμια στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Έκτοτε, η συζήτηση παρέμενε ανολοκλήρωτη μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι παγκόσμια και απαιτούν επιθετική, συχνά μονομερή, ηγεσία στα περισσότερα θέματα, και εκείνων που υποστηρίζουν μια στενότερη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος και μια πιο συνεργατική προσέγγιση στην επιδίωξή του. Το πιο δύσκολο ερώτημα για το ποια αποτελούν τα βασικά συμφέροντα ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια παραμένει επίσης αναπάντητο. Παρά αυτές τις διαιρέσεις, το Κογκρέσο εγκατέλειψε σε μεγάλο βαθμό μια σοβαρή φωνή για την εξωτερική πολιτική, ακόμη και για την συνταγματική του ευθύνη να κηρύττει τον πόλεμο. Εκτός από το εμπόριο, η Γερουσία κατόρθωσε να επικυρώσει μόνο μια πολυμερή συνθήκη τα τελευταία 25 χρόνια, απορρίπτοντας πολλές που ήταν πρωτοβουλίες των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών (όπως η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών) ή που ενσωματώνουν αξίες των ΗΠΑ (το Πρωτόκολλο για τα Βασανιστήρια), στόχους (το Πρωτόκολλο του Κιότο για το Κλίμα), ακόμη και εσωτερική νομοθεσία (περιορισμός του διεθνούς εμπορίου καπνού).

Υπάρχει τώρα, ίσως, μια ευκαιρία να αρχίσουμε να τερματίζουμε αυτό το αδιέξοδο. Μόλις η προσοχή μετατοπιστεί από τα λάθη τακτικής που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν στον διολισθαίνοντα σκοπό και την αυταπάτη των προηγούμενων 20 ετών, το σοκ της αποτυχίας [1] στον μακρύτερο πόλεμο της Αμερικής μπορεί να προσφέρει μια ανοιχτή δυναμική για επανεξέταση του μακρού καταλόγου των παλαιότερων παρεμβάσεων και για αναθεώρηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην μεταψυχροπολεμική εποχή γενικότερα.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Ένα πρώτο βήμα προς μια τέτοια επανεκτίμηση θα ήταν να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν ταίριαζε με την προηγούμενη εμπειρία. Το 2003, ο πολιτικός επιστήμονας Minxin Pei εξέτασε το αρχείο των στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ που έγιναν με σκοπό την αλλαγή καθεστώτος. Το μέτρο επιτυχίας που χρησιμοποίησε ήταν αν υπήρχε δημοκρατία δέκα χρόνια μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Από 16 τέτοιες προσπάθειες, εντόπισε μόνο τέσσερις επιτυχίες: την Γερμανία και την Ιαπωνία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ ανεπτυγμένες χώρες που είχαν παραδοθεί μετά τον ολοκληρωτικό πόλεμο, και την μικροσκοπική Γρενάδα και τον Παναμά, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν γρήγορες επεμβάσεις για λιγότερο από έναν χρόνο.

Οι επιτυχημένες ιστορίες μοιράζονταν πολλά χαρακτηριστικά, όπως ισχυρή εθνική ταυτότητα, υψηλή κρατική ικανότητα, υψηλό βαθμό εθνοτικής ομοιογένειας, σχετική κοινωνικοοικονομική ισότητα, και προηγούμενη εμπειρία -όσο μικρή και αν ήταν- με αποτελεσματικό κράτος δικαίου. Οι βαθιές εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις ήταν μοιραίες, όπως ήταν και η ευθυγράμμιση με μια αντιλαϊκή κυρίαρχη ελίτ, ειδικά αν ήταν πολύ διεφθαρμένη [2].

Ο Pei δημοσίευσε τη μελέτη του την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυτταν το τέλος του «μεγάλου πολέμου» στο Αφγανιστάν και τη μετάβαση σε «σταθεροποίηση και ανοικοδόμηση». Μόνο 8.000 Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονταν στο Αφγανιστάν εκείνη την στιγμή. Αυτό που είναι σαφές τώρα -και θα έπρεπε να ήταν ακόμη και τότε- είναι ότι το Αφγανιστάν δεν είχε καμία από τις ιδιότητες που προοιώνιζαν επιτυχία και όλες εκείνες που προμήνυαν αποτυχία. Βάζοντας την άκρη τις ειδικές περιπτώσεις της Γερμανίας και της Ιαπωνίας και υποθέτοντας ότι το Αφγανιστάν δεν θα είναι δημοκρατία σε δέκα χρόνια από τώρα, το ποσοστό αποτυχίας των ΗΠΑ είναι 86%.

Μεταξύ των πολλών διδαγμάτων [3] που πρέπει να αντληθούν από αυτήν την εμπειρία, τρία είναι τα κυρίαρχα. Πρώτον, μεταξύ των αποικιοκρατών και των μετα-αποικιοκρατικών παρεμβαινόντων, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ιδιαίτερα κακές στο να αγνοούν την ιστορία, τον πολιτισμό, και τις αξίες των χωρών στις οποίες εισβάλλουν. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αμάθειας. Τα άτομα με την σχετική γνώση απλά συνήθως δεν είναι στο δωμάτιο που γίνεται πολιτική ανώτατου επιπέδου. Συνήθως, η ιστορία και ο πολιτισμός αντιμετωπίζονται ως υπόβαθρο ή πλαίσιο και όχι ως κρίσιμοι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία -όπως έκαναν αναμφίβολα στο Αφγανιστάν.