Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν

Αμερική και Ευρώπη επιδιώκουν να αναβιώσουν τους εμπορικούς δεσμούς
Περίληψη: 

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν στο Πίτσμπουργκ για να προσπαθήσουν να μπαλώσουν τις διαφορές τους στο εμπόριο. Τέσσερα χρόνια πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ έχουν αφήσει τους δεσμούς τεταμένους και σε ανάγκη αποκατάστασης.

Ο CHAD P. BOWN είναι ανώτερος συνεργάτης στην έδρα Reginald Jones στο Ινστιτούτο Peterson για τα Διεθνή Οικονομικά.
Η CECILIA MALMSTRÖM είναι πρώην Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ και εξωτερική συνεργάτις στο Peterson Institute for International Economics.

Επιφανειακά, οι διατλαντικές σχέσεις για το εμπόριο, τις επενδύσεις, και την τεχνολογία φαίνονται στιβαρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μεταξύ των μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων μεταξύ τους, καθώς και η μεγαλύτερη πηγή και προορισμός για τις ξένες επενδύσεις των εταιρειών τους. Δεκαετίες πολιτικής συνεργασίας οδήγησαν σε αξιοσημείωτη οικονομική αλληλεξάρτηση, ανάπτυξη θέσεων εργασίας, και επέκταση επενδύσεων.

11102021-1.jpg

Αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εμπορικές συνομιλίες στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, τον Σεπτέμβριο του 2021. Rebecca Droke / Reuters
-------------------------------------------------------

Πάρτε, για παράδειγμα, την επιτυχημένη κυκλοφορία των εμβολίων για την [ασθένεια] COVID-19 εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Εκατοντάδες εκατομμύρια Αμερικανοί έλαβαν δόσεις από την ένεση Pfizer-BioNTech, ένα εμβόλιο βασισμένο σε ευρωπαϊκή καινοτομία και κατασκευασμένο στα εργοστάσια της Pfizer στη Μασαχουσέτη, το Μίσιγκαν, και το Μισούρι˙ παρόμοιος αριθμός Ευρωπαίων έλαβε το ίδιο εμβόλιο που κατασκευάστηκε στις εγκαταστάσεις της Pfizer στο Βέλγιο. Το εμβόλιο messenger RNA (mRNA) της Moderna εφευρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες˙ εμφιαλώνεται επίσης για διανομή σε εργοστάσια στην Γαλλία και την Ισπανία και έχει γίνει όλο και πιο ουσιαστικό για την απάντηση της ΕΕ στην πανδημία του κορωνοϊού. Το εμβόλιο Johnson&Johnson αναπτύχθηκε από κοινού στο εργαστήριο Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D) της Janssen στην Ολλανδία και σε ένα νοσοκομείο στην Βοστώνη, και παράγεται και στις δύο πλευρές του ωκεανού.

Δυστυχώς, οι επιτυχημένες ιστορίες αλληλεξάρτησης δεν απολαμβάνουν την ίδια προσοχή με τις τριβές. Οι επιταγές της εσωτερικής πολιτικής ενθαρρύνουν τους ηγέτες να επιτίθενται σε ξένους στόχους και να εμμένουν στις ασυμμετρίες. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι γκρινιάζουν με τις ενέργειες των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών Amazon, Apple, Facebook, και Google (δεν υπάρχουν συγκρίσιμες ευρωπαϊκές εταιρείες), ενώ οι Αμερικανοί ομόλογοί τους ανησυχούν ότι στις ΗΠΑ αγοράζουν πάρα πολλά γερμανικά αυτοκίνητα και ότι η Ευρώπη αρνείται να δεχτεί γενετικά τροποποιημένα αγροτικά προϊόντα από τις μεσοδυτικές πολιτείες.

Η υπερβολική εστίαση σε τέτοια διμερή ενοχλητικά [ζητήματα] είχε επιζήμιες συνέπειες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ αγνόησαν τη μείωση της συνδυασμένης επιρροής τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Οι δύο τους αποτελούσαν το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών το 1990˙ έως το 2020, αυτό είχε πέσει στο περίπου 40%. Μια τέτοια πτώση δεν είναι αναγκαία κάτι κακό, εκτός από το ότι αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας, η οποία δεν συμμερίζεται την διαφανή, βασισμένη σε κανόνες, χωρίς διακρίσεις, και προσανατολισμένη στην αγορά προσέγγιση στο διεθνές εμπόριο. Το όλο και πιο αδιαφανές, μη εμπορικό, και οικονομικά εξαναγκαστικό ύφος του Πεκίνου δημιουργεί μια πρόκληση για το εμπορικό σύστημα και την πολυμερή τάξη που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη ανέπτυξαν μαζί τα τελευταία 75 χρόνια.

Αυτή η ανησυχία θα πρέπει να παρακινήσει τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους να ξεφύγουν από τον δρόμο που έχουν πάρει. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν στο Πίτσμπουργκ για να προσπαθήσουν να μπαλώσουν τις διαφορές τους στο εμπόριο. Τέσσερα χρόνια πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ έχουν αφήσει τους δεσμούς τεταμένους και σε ανάγκη αποκατάστασης. Τόσο η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την σημερινή πρόεδρό της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ελπίζουν να ανοικοδομήσουν την διατλαντική συνεργασία σε ποικίλους τομείς όπως η κλιματική αλλαγή [1], ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι εργαζόμενοι, η τεχνολογία, η ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα κάτω από την ταμπέλα του εμπορίου. Αλλά όπως υποδηλώνει το αβέβαιο αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής στο Πίτσμπουργκ, η ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών στην εποχή μιας διεκδικητικής Κίνας θα μπορούσε να είναι το πιο δύσκολο εμπορικό έργο που ανέλαβαν ποτέ αυτοί οι δύο μακροχρόνιοι συνεργάτες.

ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΥΔΑΤΑ

Οι πρόσφατες μάχες στο εμπόριο ΗΠΑ-ΕΕ ξεκινούν τουλάχιστον τόσο πίσω όσο στην δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Ομπάμα. Εκείνη την εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ προσπάθησαν να παρακάμψουν ένα αξεπέραστο αδιέξοδο στις παγκόσμιες συνομιλίες υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Στις αρχές του 2013, ξεκίνησαν την φιλόδοξη διμερή πρωτοβουλία γνωστή ως Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership).

Η TTIP δεν στόχευε μόνο στην ενίσχυση των διατλαντικών εμπορικών δεσμών, αλλά και στην ενθάρρυνση μεγαλύτερων ξένων άμεσων επενδύσεων και [περισσότερης] κανονιστικής συνεργασίας. Βασίστηκε όμως στους δύσκολους υφάλους της πολιτικής. Οι αποκαλύψεις το 2013 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι κατασκόπευαν την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Γερμανία, έναν απαραίτητο υποστηρικτή του εμπορίου. Ξεχωριστά, η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών κινητοποιήθηκε γρήγορα κατά της ίδιας της TTIP. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, τροφοδοτώντας τους φόβους ότι γιγάντιες αμερικανικές εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν την συμφωνία για να ξεπεράσουν τις σκληρά κερδισμένες προστασίες της Ευρώπης για τους καταναλωτές και το περιβάλλον. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφτασαν ποτέ στην ολοκλήρωση, και η συμφωνία πέθανε ήσυχα κάτω από το ίδιο της το βάρος.