Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν

Αμερική και Ευρώπη επιδιώκουν να αναβιώσουν τους εμπορικούς δεσμούς

Οι διατλαντικές εμπορικές σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω υπό την διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι πολιτικές του για «Πρώτα η Αμερική» έδωσαν προτεραιότητα στην επίθεση κατά εταίρων από τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες «υφίσταντο» διμερή εμπορικά ελλείμματα. Σε λιγότερο από 100 ημέρες από την ανάληψη της διακυβέρνησης, ο Τραμπ ξεκίνησε μια έρευνα για τις εισαγωγές χάλυβα βάσει ενός νόμου της εποχής του Πολέμου της Κορέας, η οποία επέτρεψε στην κυβέρνησή του να επιβάλει εισαγωγικούς δασμούς στο όνομα της υπεράσπισης της εθνικής ασφάλειας. Οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ προειδοποίησαν την Ουάσινγκτον για τις συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης, αλλά ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και το αλουμίνιο τον Ιούνιο του 2018. (Οι Βρυξέλλες ανταπέδωσαν αμέσως, όπως είχαν υποσχεθεί ότι θα κάνουν). Οι δασμοί από μόνοι τους δεν ήταν καινούργιοι -οι ευρωπαϊκές εταιρείες είχαν αντιμετωπίσει προστασίες των ΗΠΑ στον χάλυβα επί δεκαετίες- αλλά η επιβολή τους βάσει ενός νόμου εθνικής ασφάλειας εκνεύρισε τους Ευρωπαίους. Πώς μπορούσε η Ουάσινγκτον να αντιμετωπίζει τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ ως απειλές για την ασφάλεια;

Ο Τραμπ χρησιμοποίησε γρήγορα τον ίδιο νόμο για να απειλήσει για ακόμη περισσότερους δασμούς σε δισεκατομμυρίων δολαρίων BMW, Mercedes-Benz, και Volkswagen. Τον Ιούλιο, οι εντάσεις έφτασαν σε τέτοιο σημείο που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, έσπευσε στην Ουάσινγκτον και τα δύο μέρη συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για αυτό που θα μπορούσε να είχε μετατραπεί σε μια άλλη ελάσσονα εμπορική συμφωνία του Τραμπ. Η ΕΕ υποσχέθηκε επίσης να αγοράσει περισσότερη αμερικανική σόγια και υγροποιημένο φυσικό αέριο, επιτρέποντας στον Τραμπ να διεκδικήσει μια πολιτική νίκη. Αλλά την στιγμή που η κυβέρνησή του έφτασε να ζητά από το Κογκρέσο επίσημη άδεια για να διαπραγματευτεί με τις Βρυξέλλες, ήταν σαφές ότι αυτές οι συνομιλίες δεν θα οδηγούσαν πουθενά. Το Κογκρέσο ήθελε οι διαπραγματεύσεις να περιλαμβάνουν περιορισμούς στις εξαγωγές ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ, αλλά η επιτροπή δεν είχε εντολή από τα κράτη-μέλη να διαπραγματευτεί για την γεωργία, πόσω μάλλον την πολιτική όρεξη να συνεργαστεί με τον Τραμπ. Υπήρχαν συνομιλίες για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά τίποτα δεν συμφωνήθηκε εκτός από μια πολύ μέτρια συμφωνία για την κατάργηση των δασμών στους αστακούς και τα κεραμικά.

Η κυβέρνηση Τραμπ έβλαψε επίσης τα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ διαλύοντας το σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την επίλυση διαφορών, αρνούμενη να διορίσει διαιτητές σε ένα βασικό όργανο προσφυγών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον είχαν στηριχθεί πολύ στον ΠΟΕ για να διαχειριστούν τις διμερείς εμπορικές εντάσεις τους. Οι Βρυξέλλες αποφάσισαν ότι «ως εδώ» όταν η κυβέρνηση Τραμπ παρέκαμψε την διαδικασία του ΠΟΕ για πρώτη φορά μέσα σε δεκαετίες για να απειλήσει με δασμούς ως απάντηση στην επιβολή φόρου ψηφιακών υπηρεσιών στις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες τον Δεκέμβριο του 2019. Οι Ευρωπαίοι ξαφνικά ένιωσαν την ανάγκη προστασίας όχι μόνο από όμοιους της Κίνας και της Ρωσίας [2] -αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΡΧΗ;

Η ήττα του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου 2020 στις ΗΠΑ προσέφερε ένα νέο ξεκίνημα. Οι Βρυξέλλες προσπάθησαν γρήγορα να επωφεληθούν από την προεκλογική δέσμευση του Τζο Μπάιντεν για «συνεργασία με τους συμμάχους». Στις αρχές Δεκεμβρίου, η ΕΕ πρότεινε ένα νέο και λεπτομερές σχέδιο για την διατλαντική εμπορική και τεχνολογική συνεργασία, το οποίο σήμαινε επίσης ότι αποδεχόταν ορισμένες από τις βασικές ανησυχίες της Ουάσινγκτον, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την Κίνα [3].

Στην συνέχεια, όμως, οι Βρυξέλλες έκαναν λάθος υπολογισμό. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέπληξε τον κόσμο ανακοινώνοντας διμερή επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο. Η ομάδα του Μπάιντεν -πλέον σε κατάσταση μετάβασης και αδυνατούσα να μιλήσει απευθείας με τους Ευρωπαίους ομολόγους της μέχρι να αναλάβει την εξουσία στις 20 Ιανουαρίου- ήταν έξαλλη. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Jake Sullivan, η επιλογή του Μπάιντεν για Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ήταν να κάνει αναρτήσεις στο Twitter [4], και οι Αμερικανοί έμειναν να αναρωτιούνται: Ήταν η Ευρώπη πρόθυμος εταίρος τελικά;

Σίγουρα, υπήρξαν κάποια θετικά σημάδια από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία. Τον Μάρτιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ εφάρμοσαν συντονισμένες κυρώσεις για φερόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας στην Σιντζιάνγκ. Η Janet Yellen, η επιλογή του Μπάιντεν για Υπουργός Οικονομικών, καθοδήγησε συζητήσεις σχετικά με την μεταρρύθμιση της παγκόσμιας φορολόγησης των εταιρειών αποσπώντας ευρείες επευφημίες σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. (Η πρόοδος σε αυτό το μέτωπο επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρυνθούν από την επιβολή αντιποίνων δασμών στους ευρωπαϊκούς φόρους ψηφιακών υπηρεσιών). Οι δύο πλευρές αποφάσισαν επίσης να διευθετήσουν την επί δεκαετίες έχθρα για τις επιδοτήσεις τους στις αεροπορικές εταιρείες Boeing και Airbus. Τέλος, οι Βρυξέλλες καθυστέρησαν την επιβολή ενός προγραμματισμένου γύρου αντιποίνων για τους δασμούς του Τραμπ στον χάλυβα μέχρι τον Δεκέμβριο, με πρόσφατες αναφορές [5] να υποδηλώνουν ότι μπορεί να βρίσκεται σε εξέλιξη μια πιο ανθεκτική διευθέτηση του προβλήματος μετά από διαπραγμάτευση.

Αλλά η μεγαλύτερη ώθηση ήταν η ανακοίνωση που έγινε κατά την επίσκεψη του Μπάιντεν τον Ιούνιο στην Ευρώπη για μια σύνοδο κορυφής που επρόκειτο να καθιερώσει το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ (U.S.-EU Trade and Technology Council), ή TTC. Αυτό το συμβούλιο θα χρησιμεύσει ως μέσο για να ξεκινήσει μια νέα εποχή διατλαντικής πολιτικής συνεργασίας.

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ PITTSBURGH