Η Αφρική αλλάζει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αφρική αλλάζει

Η Ουάσινγκτον πρέπει να επανεξετάσει την προσέγγισή της στην ήπειρο

Η Αφρική δεν ήταν ποτέ κορυφαία προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πρόεδροι Μπιλ Κλίντον, Τζορτζ Μπους [ο νεότερος], και Μπαράκ Ομπάμα ξεκίνησαν όλοι εκεί σημαντικές πρωτοβουλίες -βοηθώντας στην προώθηση του εμπορίου, της υγείας, και της ενέργειας, μεταξύ άλλων- αλλά οι διοικήσεις τους αφιέρωσαν μόνο περιορισμένη, αποσπασματική προσοχή στην ήπειρο. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ το σκέφτηκε ακόμη λιγότερο: ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τον Ρόναλντ Ρέιγκαν που δεν ταξίδεψε στην Αφρική και η πολιτική του για την Αφρική, στον βαθμό που μπορούσε να γίνει διακριτή, επικεντρώθηκε στους στενούς στόχους του ανταγωνισμού με την Κίνα, μειώνοντας το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ και επεκτείνοντας την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα.

12102021-1.jpg

Κατασκευή στην Kigali, στην Ρουάντα, τον Αύγουστο του 2003. Sven Torfinn/ Panos Pictures / Redux
--------------------------------------------------------

Η διοίκηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν ήταν εξ αρχής εξίσου αργή σχετικά με την Αφρική. Εκτός από την εστιασμένη διπλωματική της απάντηση στον φρικτό εμφύλιο πόλεμο στην Αιθιοπία και μερικές ενδείξεις για άλλους τομείς έμφασης, όπως το εμπόριο και οι επενδύσεις, ο Μπάιντεν δεν έχει διατυπώσει μια στρατηγική για την ήπειρο. Ωστόσο, ισχυρές δημογραφικές, οικονομικές, και πολιτικές αλλαγές σαρώνουν την Αφρική, διευρύνοντας τις ευκαιρίες για θετική εμπλοκή των ΗΠΑ εκεί και υπογραμμίζοντας την ανάγκη ανάδειξης της Αφρικής στον κατάλογο των προτεραιοτήτων εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Τους επόμενους μήνες, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να εκπονήσει μια τολμηρή στρατηγική που να επαναπροσδιορίζει το αμερικανικό σκεπτικό για την Αφρική, από την εστίαση στην περιοχή της υποσαχάριας περιοχής σε μια ευρύτερη ματιά στην ήπειρο συνολικά, και από μια υπερβολική έμφαση στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας σε μια ευρύτερη συνεργασία με τους ίδιους τους Αφρικανούς. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει επιμήκυνση του χρονικού πλαισίου για τους στόχους των ΗΠΑ, ιδίως εκείνων που αφορούν την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και περισσότερη εστίαση στην ενίσχυση των θεσμών παρά στην διατήρηση των σχέσεων με μεμονωμένους Αφρικανούς ηγέτες.

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Σε μια ομιλία του την παραμονή της νέας χιλιετίας, ο πρώην πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, Thabo Mbeki, χαρακτήρισε αυτόν [τον αιώνα] ως «αφρικανικό αιώνα» [1] -και είχε καλό λόγο. Μεταξύ 2020 και 2050, ο πληθυσμός της Αφρικής αναμένεται περίπου να διπλασιαστεί, αυξανόμενος πολύ πιο γρήγορα από τον πληθυσμό οποιασδήποτε άλλης περιοχής. Μόνο η Νιγηρία αναμένεται να ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια ανθρώπους έως το 2050, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η τρίτη πολυπληθέστερη χώρα. Ο πληθυσμός της Αφρικής είναι επίσης συντριπτικά νεαρός σε σύγκριση με άλλες περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχει σημαντικό εργατικό δυναμικό στο μέλλον. Η πανδημία της COVID-19 εξασθένησε την βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές είναι ισχυρές: η αύξηση του πληθυσμού -ειδικά στις πόλεις [2], όπου συμβαίνει η περισσότερη καινοτομία- σε συνδυασμό με την τεράστια ικανότητα της ηπείρου για δημιουργικότητα και καινοτομία μεταφράζεται σε τρομερό οικονομικό δυναμικό. Επιπλέον, οι 54 χώρες της Αφρικής μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό πολιτικό μπλοκ στην παγκόσμια σκηνή και δείχνουν μια αυξανόμενη ικανότητα να ενεργούν από κοινού -για παράδειγμα, μέσω της νεοσύστατης Αφρικανικής Ηπειρωτικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (African Continental Free Trade Area). Εάν οι αφρικανικές χώρες, ειδικά οι πιο επιδραστικές, μπορέσουν να βρουν μια πραγματικά ενωμένη φωνή, θα γίνουν μια πολιτική δύναμη.

Αυτές οι δημογραφικές, οικονομικές και πολιτικές τάσεις καθιστούν την Αφρική όλο και πιο σημαντική για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός από την ενίσχυση της ανάπτυξης και της καινοτομίας, η ήπειρος μπορεί να αποτελέσει κινητήρα δημοκρατικής επέκτασης -συμπεριλαμβανομένων απροσδόκητων τόπων, όπως το Σουδάν και η Ζάμπια- που μπορεί να προωθήσει τις αμερικανικές και παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιστροφή της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Επιφανείς αφρικανικές χώρες είναι επίσης δυνητικοί σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πολλά από τα πιο πιεστικά παγκόσμια ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή.

Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι ανησυχίες για την ασφάλεια αυξάνονται στο Σαχέλ και στην ανατολική και νότια Αφρική κατά μήκος του Ινδικού Ωκεανού: σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, σχεδόν το 70 % [3] της ατζέντας του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι αφιερωμένο στην ειρήνη και την ασφάλεια στην Αφρική. Η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία, και οι χώρες της Μέσης Ανατολής επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους στην ήπειρο, συχνά ενισχύοντας αυταρχικές κυβερνήσεις και φατρίες που είναι εχθρικές προς τα αμερικανικά συμφέροντα.

Η ΑΦΡΙΚΗ ΣΕ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η μετακίνηση της Αφρικής στον κατάλογο των προτεραιοτήτων στην ατζέντα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θα απαιτήσει επανεξέταση του τρόπου που πλαισιώνεται η ήπειρος -τόσο γεωγραφικά όσο και γεωπολιτικά. Το μεγαλύτερο μέρος της κυβέρνησης των ΗΠΑ χαράσσει μια φανταστική γραφειοκρατική γραμμή μεταξύ της υποσαχάριας Αφρικής και της Βόρειας Αφρικής, με την τελευταία να αντιμετωπίζεται ως μέρος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Αλλά αυτή η οριοθέτηση είναι όλο και πιο παράλογη. Άνθρωποι, αγαθά, και όπλα ρέουν ελεύθερα στην έρημο της Σαχάρας, και το κενό εξουσίας στην Λιβύη συνέβαλε στην αστάθεια σε χώρες του Σαχέλ όπως το Τσαντ, το Μάλι, και ο Νίγηρας. Η αφρικανική ήπειρος, με άλλα λόγια, είναι μια ενιαία διασυνδεδεμένη οντότητα.

Η Αφρικανική Ένωση, στην οποία οι χώρες της Βόρειας Αφρικής ασκούν σημαντική επιρροή, δεν κάνει διάκριση μεταξύ της Βόρειας Αφρικής και της υπόλοιπης ηπείρου. Οι χώρες της Βόρειας Αφρικής θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη οικονομική και διπλωματική συνεισφορά σε ολόκληρη την ήπειρο, εάν έδιναν περισσότερη προσοχή στο νότο -μια αλλαγή που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενθαρρύνουν. Προς τιμήν της, η Αμερικανική Διοίκηση Αφρικής (U.S. Africa Command) έχει ήδη καταργήσει αυτόν τον αναχρονιστικό διαχωρισμό, αλλά η υπόλοιπη κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να κάνει το ίδιο. Η αντιμετώπιση της ηπείρου στο σύνολό της θα βοηθήσει τους αξιωματούχους να ανταποκριθούν σε προκλήσεις όπως η μετανάστευση και η τρομοκρατία, που διασχίζουν το Σαχέλ και την Σαχάρα -μια ασταθή περιοχή που πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά σε πληθυσμό και γεωπολιτική σημασία τις επόμενες δεκαετίες- χωρίς επιβάρυνση από γραφειοκρατικά ζητήματα. Κάτι τέτοιο θα έδινε επίσης περισσότερη προσοχή σε μια ήπειρο που συνορεύει με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη, συμβάλλοντας στην εξασφάλιση περισσότερων πόρων για τις υποστελεχωμένες ομάδες εντός της κυβέρνησης των ΗΠΑ που επικεντρώνονται στην Αφρική.

Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να αναδιατυπώσει την γεωπολιτική κατανόησή της για την Αφρική, ιδίως την κατανόηση του πώς πολλές αφρικανικές χώρες σχετίζονται με τα κράτη του Κόλπου πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα [4]. Την τελευταία δεκαετία, οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ του Κέρατος της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής έχουν διευρυνθεί σημαντικά. Το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν αυξήσει τις απαραίτητες επενδύσεις στην περιοχή καθώς και στο Σαχέλ, αλλά οι ανταγωνισμοί μεταξύ αυτών των χωρών εξήχθησαν στο Κέρας, ειδικά στην Σομαλία, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τα ήδη κατακερματισμένα πολιτικά συστήματα. Οι τροχιές της Αιθιοπίας και του Σουδάν -αναμφισβήτητα οι δύο υψηλότερες προτεραιότητες στην Αφρική για τον Μπάιντεν μέχρι τώρα- έχουν επηρεαστεί έντονα από τα συμφέροντα της Μέσης Ανατολής. Πολλοί Σουδανοί φοβούνται ότι η επανάστασή τους, η οποία ανέτρεψε τον δικτάτορα Ομάρ αλ Μπασίρ το 2019, θα μπορούσε να υπονομευθεί από εξωτερικές δυνάμεις που είναι αντίθετες [στην προοπτική] για ένα δημοκρατικό Σουδάν. Ο Μπάιντεν είχε δίκιο που δημιούργησε τη νέα θέση του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για το Κέρας της Αφρικής και την ανέθεσε στον έμπειρο διπλωμάτη Jeffrey Feltman. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να ενισχύσει αυτήν την κίνηση ενισχύοντας την συνεργασία μεταξύ γραφειοκρατικών τμημάτων και υπηρεσιών, προκειμένου να ανυψωθούν αμφότερες οι ακτές της Ερυθράς Θάλασσας σε βασικές εθνικές προτεραιότητες ασφάλειας.

Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εγκαταλείψουν το αφήγημα ότι μάχονται την Κίνα για την υπεροχή στην Αφρική. Σίγουρα, υπάρχει ένα στοιχείο στρατηγικού ανταγωνισμού που ζωηρεύει τις δραστηριότητες των δύο χωρών εκεί, και οι κινεζικές ενέργειες ενισχύουν ξεκάθαρα τα αυταρχικά καθεστώτα. Αλλά το να πλαισιώνεται η πολιτική των ΗΠΑ για την Αφρική με αυτόν τον τρόπο, όπως έκανε η κυβέρνηση Τραμπ, αντιμετωπίζει τους περισσότερους από 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους της ηπείρου ως παρευρισκόμενους σε μια μεγαλύτερη γεωπολιτική σύγκρουση στην οποία έχουν μικρό μερίδιο. Αγνοεί επίσης το γεγονός ότι η Κίνα ασχολείται με την Αφρική με τρόπους που δεν το κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσφέροντας δάνεια και άλλες μορφές στήριξης που δεν μοιάζουν με άλλες. Οι όροι αυτών των συμφωνιών ενδέχεται να σωρεύονται εναντίον των αποδεκτών -αν και υπάρχει αντίλογος σε αυτό το σημείο [5]- αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς δεν προσφέρουν μια εναλλακτική λύση, κάνοντας να ακούγεται κούφια η κριτική τους για την κινεζική συμπεριφορά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποδείξουν στους Αφρικανούς ότι νοιάζονται για αυτούς λόγω της εγγενούς αξίας και των δυνατοτήτων τους, όχι λόγω του ρόλου τους στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. Αυτό θα σημαίνει εγκατάλειψη των κουρασμένων talking points και προσφορά ανταγωνιστικών εναλλακτικών λύσεων στην κινεζική οικονομική υποστήριξη.

ΑΞΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στην προεκλογική εκστρατεία, ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε να θέσει τις αξίες στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Για να παραμείνει πιστός σε αυτή την δέσμευση στην Αφρική, η διοίκησή του θα πρέπει να κάνει περισσότερα από το να αναδιαμορφώσει την κατανόησή της για την ήπειρο˙ θα πρέπει να επιμηκύνει το χρονοδιάγραμμα της πολιτικής της και να επικεντρωθεί περισσότερο στην ενίσχυση των θεσμών παρά στην διατήρηση σχέσεων με μεμονωμένους ηγέτες. Η προώθηση αξιών όπως η δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια. Πολύ συχνά, ωστόσο, αυτοί οι στόχοι έχουν έρθει σε δεύτερη μοίρα πίσω από τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, ειδικά αυτά που συνδέονται με την ασφάλεια. Για παράδειγμα, όταν οι ηγέτες της Γουινέας, της Ακτής Ελεφαντοστού, της Δημοκρατίας του Κονγκό, και της Ρουάντα όλοι χειραγώγησαν τα όρια της θητείας τους τα τελευταία χρόνια ετών για να επεκτείνουν την διακυβέρνησή τους, η απάντηση των ΗΠΑ ήταν η σιγανή. Η Ουάσινγκτον εξέδωσε προσεκτικά σχεδιασμένες δηλώσεις και οι διπλωμάτες των ΗΠΑ σίγουρα μετέφεραν τα συναισθήματά τους κεκλεισμένων των θυρών, αλλά κανένας από αυτούς τους ηγέτες δεν αντιμετώπισε σημαντικές συνέπειες για το ότι ξέφυγαν από τα όρια της θητείας τους. Οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι οι Αφρικανοί υποστηρίζουν συντριπτικά [6] τα όρια των δύο θητειών για τους ηγέτες τους. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν μια βραχυπρόθεσμη διαταραχή στις σχέσεις των ΗΠΑ με αυτούς τους ηγέτες (και την υποτιθέμενη σταθερότητα που εγγυώνται) για να υπερασπιστούν την ακεραιότητα των αφρικανικών δημοκρατικών θεσμών.

Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν επίσης ότι η πλειοψηφία των Αφρικανών μοιράζεται πολλές από τις αξίες στις οποίες η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να δώσει έμφαση, όπως η υποστήριξη για την δημοκρατία, τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, και την ελευθερία της έκφρασης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ηγέτες τους δεν πιστεύουν σε αυτές τις αξίες. Πολύ συχνά, οι Ηνωμένες Πολιτείες τάσσονται με τους αυταρχικούς λόγω της βραχυπρόθεσμης αβεβαιότητας σχετικά με το ποιος θα τους διαδεχθεί, του φόβου περί χαοτικών μεταβάσεων, ή της επιθυμίας να διατηρηθούν οι συνεργασίες ασφαλείας. Αυτό συνέβη όταν ο Mahamat Déby, ο γιος του επί μακρόν αυταρχικού ηγέτη του Τσαντ, Idriss Déby, ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του πατέρα του νωρίτερα φέτος, σε αντίθεση με το σχέδιο διαδοχής που καθορίζεται στο σύνταγμα της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να μην το κατονομάσουν αυτό όπως πράγματι είναι -πραξικόπημα- προφανώς για να διατηρήσουν τη μακροχρόνια αντιτρομοκρατική συνεργασία τους με το Τσαντ.

Αλλά όσο περισσότερο οι αντιλαϊκοί ηγέτες (ή οι απόγονοί τους) παραμένουν στην θέση τους, τόσο πιο χαοτικές θα είναι οι πιθανές μεταβάσεις. (Για παράδειγμα, μετά την παράκαμψη των ορίων θητείας το 2020, ο πρόεδρος της Γουινέας, Alpha Condé, ανατράπηκε με πραξικόπημα νωρίτερα φέτος). Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει συνεπώς να ακολουθήσει μια πολυετή στρατηγική για την ήπειρο που να βασίζεται στις αξίες που μοιράζονται Αμερικανοί και Αφρικανοί, και να έχουν την υπομονή να δουν αυτήν την στρατηγική να περνάει. Αυτό θα σημαίνει αντίσταση στον πειρασμό να επιτραπεί στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα να οδηγήσουν στην συντήρηση του status quo όταν αυτό είναι σαφώς ασυμβίβαστο με το λαϊκό αίσθημα της Αφρικής, έχοντας κατά νου ότι η δέσμευση στις δημοκρατικές αρχές ξεχωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία στα μάτια πολλών Αφρικανών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να ανεβάσουν τους θεσμούς πάνω από τα άτομα. Η Ουάσινγκτον πήρε σκληρά μαθήματα κάνοντας το αντίθετο. Για παράδειγμα, όταν το Νότιο Σουδάν απέκτησε την ανεξαρτησία του το 2011, οι πολιτικοί των ΗΠΑ πίστευαν λανθασμένα ότι οι μακροχρόνιες σχέσεις τους με τους πιο σημαντικούς πολιτικούς της χώρας θα τους επιτρέψουν να πείσουν αυτούς τους πολιτικούς να συμβιβαστούν και να οδηγήσουν την χώρα προς την σταθερότητα και την δημοκρατία. Αλλά σε κάθε εξέλιξη, οι ηγέτες του Νοτίου Σουδάν έβαζαν το δικό τους συμφέρον μπροστά από του έθνους, αψηφώντας τις αμερικανικές εκκλήσεις.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έκαναν το ίδιο λάθος στην Αιθιοπία, αγκαλιάζοντας τον Ahmed Abiy όταν έγινε πρωθυπουργός το 2018 χωρίς να κάνουν πολλές ερωτήσεις. Σίγουρα, ο Abiy έκανε μια σειρά από αρχικές κινήσεις που ήταν πραγματικά ενθαρρυντικές και υπονόησε ότι η Αιθιοπία θα έκανε μια στροφή προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες -μαζί με πολλές άλλες χώρες, την Επιτροπή Νόμπελ, και ορισμένους σχολιαστές (συμπεριλαμβανομένου αυτού του συγγραφέα)- βιάστηκαν πολύ για να εξυψώσουν τον Abiy και να τον παρουσιάσουν ως έναν νέο τύπο ηγέτη. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το ίδιο λάθος με τον προκάτοχό του, Meles Zenawi). Μακράν του να οδηγήσει την Αιθιοπία προς ένα δημοκρατικό μέλλον, ο Abiy έχει πυροδοτήσει τις φλόγες του εθνοτικού μίσους και έχει οδηγήσει την χώρα σε έναν φρικτό εμφύλιο πόλεμο.

Το ασφαλέστερο και καλύτερο στοίχημα είναι οι θεσμοί που ελέγχουν τις υπερβάσεις του εκτελεστικού κλάδου, που υποστηρίζουν το κράτος δικαίου και εκθέτουν την κλεπτοκρατία -τα δικαστήρια˙ τα νομοθετικά σώματα˙ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης˙ και οι επιτροπές που εστιάζουν στις εκλογές, την καταπολέμηση της διαφθοράς, και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολλοί Νοτιοαφρικανοί πιστώνουν τα δικαστήρια και τα ΜΜΕ -μαζί με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών- ότι βοήθησαν την χώρα να επιβιώσει από την καταστροφική προεδρία του Jacob Zuma. Μετά την αποχώρηση του Ζούμα από το αξίωμά του το 2018, οι αρχές της Νότιας Αφρικής συνέχισαν να ερευνούν τις διεφθαρμένες δραστηριότητες της διοίκησής του, οδηγώντας στην πρόσφατη φυλάκιση του πρώην προέδρου για απείθεια έναντι των δικαστηρίων- ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα λογοδοσίας. Στην Κένυα και το Μαλάουι, τα δικαστήρια έλαβαν τολμηρές αποφάσεις για την ακύρωση νοθευμένων εκλογών, εξοργίζοντας τους προέδρους. Ουσιαστική βοήθεια των ΗΠΑ πηγαίνει ήδη στην υποστήριξη τέτοιων θεσμών, αλλά η πολιτική και η διπλωματία των ΗΠΑ πρέπει να συμβαδίσουν. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι πρέπει να επενδύουν τόσο στις σχέσεις με αυτούς τους θεσμούς όσο και στις σχέσεις με τους αρχηγούς κρατών. Θα πρέπει επίσης να υπερασπιστούν αυτούς τους θεσμούς όταν δέχονται επίθεση, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων. Η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής του Μπάιντεν για την Δημοκρατία [7] θα πρέπει να δώσει έμφαση -και να περιλαμβάνει εκπροσώπους από- αυτού του είδους τους βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς.

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Τον Αύγουστο, η υφυπουργός Πολιτικών Υποθέσεων Victoria Nuland ταξίδεψε στη Νότια Αφρική [8] για να συμπροεδρεύσει της Ομάδας Εργασίας για Αφρικανικά και Παγκόσμια Θέματα (Working Group on African and Global Issues), η οποία επιδιώκει να αυξήσει την συμμετοχή της Νότιας Αφρικής σε πιεστικές παγκόσμιες συζητήσεις. Πρωτοβουλίες όπως αυτή πρέπει να επεκταθούν. Οι συνομιλίες σχετικά με τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τον κόσμο -από την κλιματική αλλαγή ως την τεχνολογία και μέχρι τη μετανάστευση- κυριαρχούνται από τα ανεπτυγμένα έθνη, αλλά ο αντίκτυπος αυτών των δυνάμεων είναι καθολικός.

Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, η Αφρική φέρει τη μικρότερη ευθύνη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή, αλλά θα καταλήξει να πληρώσει το υψηλότερο τίμημα: η ακραία ζέστη και οι μεταβλητές βροχοπτώσεις απειλούν ήδη την ανθρώπινη επιβίωση στο Σαχέλ και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα θέσει σύντομα ολόκληρες πόλεις σε κίνδυνο. Κάθε ένας από τους 54 αρχηγούς κρατών της Αφρικής είναι μια πιθανή φωνή στην συζήτηση για το κλίμα, όπως και οι δυναμικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της ηπείρου, οι οποίες συχνά αγνοούνται.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πιέσουν για περισσότερη αφρικανική ηγεσία στους παγκόσμιους θεσμούς όπου συζητούνται αυτά τα ζητήματα -και στην συνέχεια να ακούσουν πραγματικά τι έχουν να πουν οι Αφρικανοί. Αυτό δεν είναι θέμα μεγαλοψυχίας των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων ισχυρών χωρών: εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους να συμμετέχουν οι αφρικανικές χώρες που επηρεάζονται άμεσα από την κλιματική αλλαγή στην ώθηση για λύσεις, συμπεριλαμβανομένης της πίεσης στους μεγάλους ρυπαίνοντες, ακριβώς όπως εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους να συμπεριλαμβάνουν τις αφρικανικές χώρες σε συζητήσεις σχετικά με τους παράγοντες που οδηγούν στη μετανάστευση, όπως η έλλειψη οικονομικών ευκαιριών.

Η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για να δώσει στην Αφρική έναν πιο σημαντικό ρόλο θα ήταν ένα καλό πρώτο βήμα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε το Συμβούλιο Ασφαλείας πιο δυσλειτουργικό από όσο είναι ήδη. Η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να προσφέρει το ταρακούνημα που χρειάζεται πάρα πολύ, ενώ θα αντιμετωπίσει επίσης μια σημαντική αφρικανική απαίτηση. Το G-20, το οποίο αυτή την στιγμή έχει μόνο ένα αφρικανικό μέλος (τη Νότια Αφρική), θα πρέπει επίσης να εξετάσει την προσθήκη της Νιγηρίας, η οποία έχει γίνει οικονομική δύναμη. Και σε ad hoc συναντήσεις όπως η Σύνοδος Κορυφής του Μπάιντεν για την Δημοκρατία, οι δημοκρατικοί ηγέτες της Αφρικής (και όχι μόνο οι αρχηγοί κρατών) θα πρέπει να εμφανίζονται με πρόδηλο τρόπο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να προωθήσει αυτές τις αλλαγές προληπτικά, αναγνωρίζοντας ότι η μεταρρύθμιση των μακροχρόνιων θεσμών έχει ήδη καθυστερήσει. Με αυτόν τον τρόπο θα προχωρήσουν πολύ προς το να καταδείξουν στους Αφρικανούς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν τις δυνατότητες της ηπείρου τους και επενδύουν στο μέλλον τους.

Σύνδεσμοι:
[1] http://news.bbc.co.uk/2/hi/world/monitoring/360349.stm
[2] https://www.csis.org/programs/africa-program/projects/urbanization-africa
[3] https://www.un.org/press/en/2020/sc14371.doc.htm
[4] https://www.usip.org/publications/2020/10/final-report-and-recommendatio...
[5] https://www.theatlantic.com/international/archive/2021/02/china-debt-tra...
[6] https://afrobarometer.org/publications/ad30-african-publics-strongly-sup...
[7] https://www.state.gov/summit-for-democracy/
[8] https://www.state.gov/under-secretary-nulands-travel-to-south-africa-bot...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/africa/2021-10-08/africa-changin...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition