Μπορεί το Βερολίνο να γίνει σκληρό προς το Πεκίνο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί το Βερολίνο να γίνει σκληρό προς το Πεκίνο;

Ο διάδοχος της Μέρκελ πρέπει να αναβιώσει την ετοιμοθάνατη γερμανική πολιτική για την Κίνα

Η δέσμευση της Μέρκελ να εμπορεύεται με την Κίνα ανεξάρτητα από την αυταρχική στροφή της υπό τον Σι αντανακλά ένα είδος σκεπτικισμού σχετικά με την ικανότητα των ανοικτών κοινωνιών να επιβιώσουν. Οι φορείς χάραξης πολιτικής φαίνεται να αμφιβάλλουν για την ικανότητα της Ευρώπης να αντισταθεί στον κινεζικό εξαναγκασμό στο μέλλον, ειδικά στο καθόλου απόμακρο σενάριο στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέψουν σε κάποια εκδοχή του Τραμπισμού και της σχετικής αδιαφορίας του για τους παραδοσιακούς συμμάχους. Καλύτερα να κλείσει μια εμπορική συμφωνία τώρα, προτού η διαπραγματευτική θέση της Ευρώπης αποδυναμωθεί περαιτέρω.

Συνολικά, ωστόσο, η προσέγγιση της Μέρκελ ήταν να διαχειριστεί τα προβλήματα παρά να τα προβλέψει. Αντιμετώπισε επιδέξια κρίσεις και προκλήσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλλά κυρίως με αντιδραστικό τρόπο που δεν υπονοεί μια συνεκτική και συνεπή στρατηγική. Η καγκελάριος αντιστάθμισε την πιο τολμηρή της κίνηση –το να επιτρέψει σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες να μεταναστεύσουν στην Γερμανία το 2015- δύο χρόνια αργότερα, όταν δεσμεύτηκε ότι «το 2015 δεν πρέπει να επαναληφθεί» [3]. Στην πορεία, χαμήλωσε το πολιτικά φορτισμένο ζήτημα της ενθάρρυνσης των τακτικών ροών μεταναστών στην Γερμανία, κάτι που η χώρα χρειάζεται πολύ καθώς το εργατικό δυναμικό της γερνάει και λιγοστεύει.

Το έδαφος έχει επίσης μετακινηθεί κάτω από τη Μέρκελ μέσα στην ίδια την χώρα της. Στις αρχές του 2019, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) εξέδωσε ένα επιδραστικό έγγραφο [4] χαρακτηρίζοντας την Κίνα ως «συστημικό ανταγωνιστή» -όχι απλώς μια χώρα επιρρεπή σε κάποιες αθέμιτες οικονομικές πρακτικές, αλλά μια χώρα που ήθελε να υποσκελίσει τους ανταγωνιστές της.

Ακολούθησε δύο μήνες αργότερα ένα έγγραφο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [5] που αντικατόπτρισε σε μεγάλο βαθμό τους ισχυρισμούς της BDI, αναλύοντας την Κίνα σε ένα τριμερές πλαίσιο: Το Πεκίνο είναι ταυτόχρονα ένας δυνητικός εταίρος στην επίλυση παγκόσμιων ζητημάτων, ένας οικονομικός ανταγωνιστής, και ένας συστημικός αντίπαλος. Η ευρεία αλλαγή στάσης αντανακλάται επίσης στην απόρριψη της CAI από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο νωρίτερα φέτος. Η Μέρκελ μπορεί να παρέμεινε κολλημένη στην δεκαετιών προσέγγισή της ως προς την Κίνα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης προχωρούσε.

ΕΝΑ ΝΕΟ ΤΟΠΙΟ

Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές στην Γερμανία πιθανότατα θα ωθήσουν τις σχέσεις της χώρας με την Κίνα σε νέες κατευθύνσεις. Τα μικτά αποτελέσματα των εκλογών επιτρέπουν μόνο τρεις πιθανούς κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ο ένας, είναι ένας μεγάλος συνασπισμός με επικεφαλής τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς και τους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ -τώρα υπό νέα ηγεσία- ως τους δεύτερους εταίρους. Και τα δύο κόμματα, ωστόσο, απέρριψαν αυτήν την επιλογή.

Αυτό αφήνει δύο άλλες δυνατότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν και τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους να ενωθούν είτε με τους Χριστιανοδημοκράτες είτε με τους Σοσιαλδημοκράτες -δύο επιλογές που πιθανότατα θα σημαίνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική της Γερμανίας για την Κίνα. Και τούτο διότι τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Φιλελεύθεροι είναι από τους πιο έντονους επικριτές της πολιτικής της Μέρκελ για την Κίνα και σε αμφότερα τα σενάρια, είτε οι Πράσινοι είτε οι Φιλελεύθεροι (πιθανότατα οι Πράσινοι) θα αποκτήσουν τον έλεγχο του Υπουργείου Εξωτερικών.

Η ανάλυση των πλατφορμών των κομμάτων από την γερμανική δεξαμενή σκέψης Merics [6] έδειξε τι θα μπορούσε να συμβεί στο πιο πιθανό αποτέλεσμα -ένας συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων, και των Φιλελευθέρων. Και οι τρεις τάσσονται υπέρ της καταδίκης των κινεζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διατήρησης της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ. Προτιμούν επίσης την δημιουργία περισσότερων πανευρωπαϊκών προστασιών, όπως ο μηχανισμός ελέγχου επενδύσεων της ΕΕ το 2019 [7], ο οποίος αποσκοπούσε στο να αποτρέψει ξένες επιχειρήσεις να εξαγοράσουν στρατηγικές βιομηχανίες. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ εισήγαγαν τον μηχανισμό μετά από υψηλού προφίλ κινεζικές εξαγορές οργανισμών κοινής ωφελείας και εταιρειών προηγμένης τεχνολογίας σε κράτη-μέλη της ΕΕ.

Η υιοθέτηση αυτού του είδους της ατζέντας θα μπορούσε να ξαναφέρει την Γερμανία σε μια πιο δυναμική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Κίνα, που θα αντηχεί την περίοδο από το 1998 έως το 2005 όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών ο Γιόσκα Φίσερ των Πρασίνων. Με κίνητρο τις ισχυρές θέσεις του κόμματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Φίσερ υποστήριξε την συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου και την τοποθέτηση στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μια νέα γερμανική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει αμέσως την Κίνα. Επί Μέρκελ, η πολιτική απέναντι στην Κίνα έγινε Kanzlersache (υπόθεση της καγκελαρίου), ειδικά δεδομένης της οικονομικής σημασίας της διατήρησης καλών σχέσεων. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει δραματικά υπό τον Σολτς, αν και δεν θα εμπόδιζε τον νέο Υπουργό Εξωτερικών να μιλά δημοσίως για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Η ευρωπαϊκή συναίνεση να βλέπει την Κίνα ταυτόχρονα ως εταίρο, ανταγωνιστή [8], και αντίπαλο έχει πλέον υιοθετηθεί από τις περισσότερες Δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Αλλά είναι ασαφές τι σημαίνει αυτή η κατανόηση στην πράξη. Θα πρέπει να προκαλέσει περισσότερες εμπορικές κυρώσεις, παρόλο που δεν φαίνεται να λειτουργούν; [9] Θα πρέπει η Γερμανία να προετοιμαστεί για περισσότερη στρατιωτική εμπλοκή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, παρόλο που τέτοιες ενέργειες θα ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολικές, δεδομένης της περιορισμένης στρατιωτικής ικανότητας της Γερμανίας (και της Ευρώπης);