Η προβληματική έρευνα του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η προβληματική έρευνα του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Αφγανιστάν

Γιατί το Δικαστήριο δεν πρέπει να αφήσει την Αμερική να γλιτώσει

Η Ουάσιγκτον είχε μια περίπλοκη σχέση με το ICC από την ίδρυσή του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην δημιουργία του δικαστηρίου, αλλά ήταν μια από τις επτά χώρες που καταψήφισαν το Καταστατικό της Ρώμης, το οποίο ίδρυσε το ICC το 1998. Αν και ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον υπέγραψε τελικά την συνθήκη το 2000, αυτή δεν στάλθηκε ποτέ στην Γερουσία των ΗΠΑ προς επικύρωση. Και το 2002, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους [ο νεώτερος] απέσυρε την υπογραφή [των ΗΠΑ] για την συνθήκη του ICC και είπε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία πρόθεση να προσχωρήσουν ποτέ στο δικαστήριο. Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυαν στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

Παρά το γεγονός ότι δεν είναι μέλος του ICC, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Το Καταστατικό της Ρώμης εξουσιοδοτεί το δικαστήριο να διερευνά και, όταν χρειάζεται, να διώκει εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία, και το έγκλημα της επιθετικότητας όταν ένα κράτος-μέλος αποδεικνύεται ότι «δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί» να το κάνει από μόνο του. Το Καταστατικό της Ρώμης παρέχει επίσης στο ICC δικαιοδοσία επί κρατών μη-μελών που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να διερευνήσουν και να διώξουν τους υπηκόους τους για πιθανά εγκλήματα στην επικράτεια ενός κράτους-μέλους. Δεδομένου ότι το Αφγανιστάν είναι μέλος του ICC από το 2003, τα πιθανά εγκλήματα των ΗΠΑ στην χώρα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Αν οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση διεξήγαγε ειλικρινείς, στιβαρές έρευνες για την συμπεριφορά του αμερικανικού στρατού και του προσωπικού [των υπηρεσιών] πληροφοριών στο Αφγανιστάν, το ICC δεν θα είχε δικαιοδοσία επί των υπηκόων των ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα είχε αποδειχθεί «και πρόθυμη και ικανή». Αλλά κάθε κυβέρνηση απέτυχε να το κάνει.

Το 2006, το ICC άνοιξε μια «προκαταρκτική εξέταση» των ισχυρισμών για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που σχετίζονται με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν από το 2003. Ο Luis Moreno Ocambo, ο προϊστάμενος εισαγγελέας του δικαστηρίου εκείνη την εποχή, ήθελε να ερευνήσει πιθανά εγκλήματα και από τις φιλοκυβερνητικές και από τις αντικυβερνητικές δυνάμεις —η πρώτη φορά στην ιστορία που διεθνές ποινικό δικαστήριο είχε αξιώσει την δικαιοδοσία του σε μέλη του αμερικανικού στρατού.

Καθώς το ICC προχωρούσε με αποφασιστικότητα την έρευνά του, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιστέκονταν σε κάθε βήμα. Ο Μπους ήταν τόσο αποφασισμένος να μην υπαχθεί ποτέ το προσωπικό των ΗΠΑ στο ICC, ώστε, για ένα διάστημα, η κυβέρνησή του έβαλε όρο για την εξωτερική βοήθεια οι χώρες-αποδέκτες να μην παραδίδουν Αμερικανούς υπηκόους στο δικαστήριο. Πολλές από αυτές τις «διμερείς συμφωνίες ασυλίας» τελικά ανατράπηκαν και η κυβέρνηση αργότερα υποστήριξε σιωπηρά ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για παραπομπή της γενοκτονίας στο Νταρφούρ του Σουδάν στο ICC για έρευνα. Αλλά ο Μπους απέρριπτε σταθερά τους ισχυρισμούς για την εξουσία του ICC επί των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα υποστήριξε το ICC διπλωματικά και οικονομικά όταν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση υποστήριξε ένα ψήφισμα του ΟΗΕ για παραπομπή της Λιβύης στο ICC για έρευνα μετά την πτώση του δικτάτορα Μουαμάρ Αλ Καντάφι το 2011, και βοήθησε στην σύλληψη και μεταφορά καταζητούμενων από το ICC, όπως ο αρχηγός της ένοπλης πολιτοφυλακής του Κονγκό, Bosco Ntaganda. Όμως, όπως κι ο Μπους, ο πρόεδρος Ομπάμα θεώρησε ότι η συμμετοχή στο ICC (και, ως εκ τούτου, η δικαιοδοσία του ICC επί του προσωπικού των ΗΠΑ) ήταν εκτός συζήτησης. Όσον αφορά το Αφγανιστάν, ο Ομπάμα παραδέχτηκε [6] ότι «βασανίσαμε μερικούς ανθρώπους», αλλά πίστευε [7] ότι η χώρα έπρεπε «να κοιτάξει μπροστά σε αντίθεση με το να κοιτάξει πίσω». Επαίνεσε τα μέλη των αμερικανικών δυνάμεων που «δούλεψαν πολύ σκληρά για να κρατήσουν τους Αμερικανούς ασφαλείς» και υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να περνούν «όλο τον χρόνο τους κοιτάζοντας πίσω από τους ώμους τους».

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αντίθετα, διέκοψε την συνεργασία με το ICC ακόμη και σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, όπως οι συνεχιζόμενες έρευνες του δικαστηρίου στην Λιβύη [8] και στο Σουδάν. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απέσυρε τις κυρώσεις του Τραμπ κατά της Bensouda και άλλων αξιωματούχων του ICC λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και έδειξε το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για συνεργασία με το ICC —αλλά μόνο με τις έρευνές του σε άλλες χώρες. Ο Μπάιντεν παραμένει αποφασιστικός στην απόρριψη της δικαιοδοσίας του ICC σε στρατιωτικούς και σε πράκτορες πληροφοριών των ΗΠΑ.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ

Η στροφή του Khan στην έρευνα για το Αφγανιστάν είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική για τους υποστηρικτές της διεθνούς δικαιοσύνης, επειδή δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που πάντα ήθελαν: καμία σοβαρή ανάληψη ευθυνών. Δεν είναι όμως ο πρώτος εισαγγελέας που παίρνει τέτοια απόφαση. Η Bensouda, για παράδειγμα, εκλέχθηκε για να μην ερευνήσει και να μην διώξει πιθανά εγκλήματα πολέμου από μέλη του βρετανικού στρατού στο Ιράκ. Και υπάρχουν και άλλες συνεχιζόμενες έρευνες του ICC που κινδυνεύουν να φανερώσουν ένα παρόμοιο μοτίβο λογοδοσίας —δηλαδή, δικαιοσύνη για τους αδύναμους και ατιμωρησία για τους ισχυρούς.