Όταν ο Μπάιντεν συναντήσει τον Σι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν ο Μπάιντεν συναντήσει τον Σι

Η διπλωματία δεν μπορεί να επιδιορθώσει την σχέση -αλλά ακόμα μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή

Όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, το Πεκίνο φαινόταν να τρέφει μη ρεαλιστικές προσδοκίες ότι ο νέος πρόεδρος θα άρει γρήγορα τους δασμούς και θα επέστρεφε τις σχέσεις στην σχετική αισιοδοξία της εποχής Ομπάμα. Μετά από τέσσερα ταραχώδη χρόνια απρόβλεπτων ανατροπών πολιτικής και εχθρικής ρητορικής από την κυβέρνηση Τραμπ, πολλοί Κινέζοι αξιωματούχοι καλωσόρισαν την εκλογή ενός σώφρονα και έμπειρου ηγέτη με δεκαετή φιλία με τον Σι και εκτενή εμπειρία στην εξωτερική πολιτική. Κατέγραψαν την ισχυρή θέση του υποψηφίου Μπάιντεν για την Κίνα και υπέθεσαν ότι μόλις εκλεγόταν, θα άλλαζε πορεία, όπως είχαν κάνει πολλοί από τους προκατόχους του.

Ωστόσο, αυτές ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα από τις δύσκολες συζητήσεις και τους σκληρούς διαγκωνισμούς της νέας κυβέρνησης, και ήδη στον πρώτο χρόνο της προεδρίας Μπάιντεν, η σχέση ΗΠΑ-Κίνας εξακολουθεί να είναι βυθισμένη σε βαθιά δυσπιστία και χαρακτηρίζεται από άκρατο, κυρίως μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό. Η εστίαση του Μπάιντεν στην εγχώρια ανανέωση και στην επιδιόρθωση των συμμαχιών, συνδεδεμένη με την πεποίθησή του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν την θέση τους προκειμένου να εμπλακούν αποτελεσματικά, σήμαινε ότι ο πρόεδρος δεν βιαζόταν να εμβαθύνει στις διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο. Η απογοήτευση των ΗΠΑ με τους διαλόγους που δεν είχαν καλή απόδοση στα χρόνια του Τζορτζ Μπους [του νεώτερου] και του Ομπάμα βοήθησε να αποθαρρυνθούν περαιτέρω οι διμερείς διαπραγματεύσεις. Ως αποτέλεσμα, η δέσμευση, η οποία είχε σταματήσει μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Τραμπ, αποδείχθηκε δύσκολο να ξαναρχίσει.

Πολλοί Κινέζοι αξιωματούχοι -ίσως συμπεριλαμβανομένου του Σι- ένιωσαν απογοητευμένοι, αν όχι προδομένοι, από την σκληρή γραμμή του Μπάιντεν και την προσπάθειά του να οικοδομήσει διεθνείς συνασπισμούς σε αντίθεση ως προς την Κίνα. Οι διαψευσμένες ελπίδες τους, μαζί με ένα νέο επίπεδο ύβρεως, έχουν τροφοδοτήσει ολοένα και πιο πολεμικές θέσεις από Κινέζους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του εξάψαλμου μπροστά στις κάμερες από τον Yang Jiechi, κορυφαίο στέλεχος της εξωτερικής πολιτικής του κόμματος, σε μια συνάντηση τον Μάρτιο στο Anchorage της Αλάσκας, με τον Υπουργό Εξωτερικών, Antony Blinken, και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Jake Sullivan. Η κινεζική οργή εκδηλώθηκε ξανά με την απαίσια μεταχείριση της επισκέπτριας αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών, Wendy Sherman, τον Ιούλιο, όταν, εκτός από άλλες αθλιότητες, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε τον κατάλογο των αιτημάτων του προς την Ουάσιγκτον, ενώ η συνάντησή της ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Σε κάθε συνάντηση με αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν, το Πεκίνο επέμενε ότι η συνεργασία βρισκόταν εν αναμονή έως ότου οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργούσαν για να «βελτιώσουν την ατμόσφαιρα και να επιστρέψουν στον “σωστό” δρόμο» του σεβασμού των «βασικών συμφερόντων της Κίνας». Στην πραγματικότητα, το μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν «να άρουν τους δασμούς, να καταργήσουν τους ελέγχους επί των εξαγωγών, να κάνουν πίσω σε ζητήματα όπως η Ταϊβάν, η Σιντζιάνγκ, το Χονγκ Κονγκ, και η Θάλασσα της Νότιας Κίνας —και μετά μπορούμε να μιλήσουμε».

Αυτές οι απαιτήσεις τύπου «Πολεμιστή Λύκου» είναι εμβληματικές του πόσο δύσκολη έχει γίνει η διπλωματία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Σήμερα, κάθε πλευρά είναι πεπεισμένη για την ανωτερότητα του δικού της συστήματος και επικεντρώνεται στις αδυναμίες του άλλου. Καθένας φαίνεται αποφασισμένος να πραγματοποιήσει μια αλλαγή συμπεριφοράς της άλλης πλευράς μέσω αποτροπής και εξαναγκασμού και όχι μέσω κινήτρων ή συμβιβασμού. Για την Κίνα, το 2021 ήταν μια χρονιά υψηλής τεστοστερόνης με εθνικιστικές επετείους και επιθετική θεληματικότητα -στα σύνορα με την Ινδία, προς την Αυστραλία και τον Καναδά, στις Θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας, και στα στενά της Ταϊβάν. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ένα έτος αγώνα και ανάκαμψης κατά το οποίο η «πρόκληση της Κίνας» υπήρξε μια σημαντική δύναμη εμψύχωσης. Αυτό καθιστά την συνάντηση της 15ης Νοεμβρίου μια σπάνια και σημαντική ευκαιρία για τους ηγέτες ώστε να προσπαθήσουν να αλλάξουν τον τόνο και να μειώσουν την προοπτική μιας αποσταθεροποιητικής κρίσης.

Η Ταϊβάν παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο κίνδυνο [3], ειδικά σε μια εποχή που οι μηχανισμοί επικοινωνίας κρίσεων ΗΠΑ-Κίνας και τα αμοιβαία προστατευτικά όρια έχουν ατροφήσει, προσελκύοντας λανθασμένους υπολογισμούς και εμποδίζοντας την αποκλιμάκωση σε περίπτωση ενός επεισοδίου. Μέσα και γύρω από την Ταϊβάν, η επιθετική στρατιωτική σηματοδότηση, η πρόσβαση σε ημιαγωγούς, και οι ριψοκίνδυνες πολιτικές χειρονομίες έχουν δημιουργήσει ένα εύφλεκτο μείγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη συγκρουσιακή αναμέτρηση που κανένα από τα μέρη δεν μπορεί εύκολα να σταματήσει. Όπως ο Μπάιντεν λατρεύει να λέει, το μόνο χειρότερο πράγμα από έναν πόλεμο είναι ένας ακούσιος πόλεμος [4].

Αν και αυτή η επερχόμενη σύνοδος κορυφής δεν μπορεί να επιλύσει, ή ακόμη και να αρχίσει να επιλύει, ζητήματα όπως το μέλλον της Ταϊβάν, αντιπροσωπεύει όντως μια ευκαιρία και για τους δύο ηγέτες να αποκαταστήσουν ορισμένες από τις δικλείδες ασφαλείας που μπορούν να αποτρέψουν την βίαιη επίλυση αυτών των διαφορών. Και είναι ζωτικής σημασίας αυτή η σύνοδος κορυφής να βοηθήσει στην έναρξη μιας τέτοιας προσπάθειας, καθώς τόσο τα εσωτερικά πολιτικά ημερολόγια των ΗΠΑ όσο και της Κίνας θα κάνουν όλο και πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ακανθωδών ζητημάτων. Καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες θητείες του Κογκρέσου των ΗΠΑ τον Νοέμβριο, ο υψηλός τόνος της διακομματικής αντικινεζικής ζέσης στην Ουάσιγκτον κάνει την προοπτική συμβιβασμού και προόδου με την Κίνα να φαίνεται όλο και πιο απομακρυσμένη. Ταυτόχρονα, ο Σι βρίσκεται αντιμέτωπος με το κρίσιμο 20ο Συνέδριο του Κόμματος, όπου σαφώς σχεδιάζει να παρατείνει την ηγετική του θητεία για άλλη μια περίοδο, αν όχι για ισόβια. Κανένας από τους δυο ηγέτες δεν έχει την πολυτέλεια να δείχνει αδύναμος.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ