Οι διαδηλωτές του Ιράκ γίνονται βουλευτές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι διαδηλωτές του Ιράκ γίνονται βουλευτές

Ένας αδύναμος συνασπισμός επιδιώκει να ανατρέψει την συναίνεση των ελίτ της Βαγδάτης
Περίληψη: 

Οι πρόσφατες εκλογές στο Ιράκ, παρά την τεράστια αποχή, φάνηκε να παρέχουν κάποιους λόγους για αισιοδοξία. Μερικά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες που ήταν συνδεδεμένοι με τις τεράστιες διαδηλώσεις του 2019 κέρδισαν έδρες στο νέο κοινοβούλιο. Μοιράζονται μια δυσπιστία και ανυπομονησία για το ιρακινό πολιτικό σύστημα και επιδιώκουν να περιορίσουν την παγιωμένη διαφθορά που έχει δημιουργήσει μια μικρή κυρίαρχη ελίτ.

Ο RENAD MANSOUR είναι ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης και διευθυντής της Πρωτοβουλίας για το Ιράκ (Iraq Initiative) στο Chatham House. Είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Once Upon a Time in Iraq [1].

Τον Οκτώβριο, το Ιράκ διεξήγαγε τις πέμπτες βουλευτικές εκλογές του μετά την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εισβολή το 2003. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε μια στιγμή βαθιάς θλίψης και οργής για την πολιτική διαδικασία. Πολλοί Ιρακινοί σε όλη την χώρα αρνήθηκαν να ψηφίσουν επειδή είναι πεπεισμένοι ότι οι εκλογές δεν έχουν εμβαθύνει την δημοκρατία αλλά, αντίθετα, ενίσχυσαν το ασύδοτο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που επικράτησε μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν.

16112021-1.jpg

Μια αντικυβερνητική διαμαρτυρία στην Βαγδάτη, στο Ιράκ, τον Μάιο του 2021. Thaier Al-Sudani / Reuters
---------------------------------------------------------

Όπως αναμενόταν, η προσέλευση για την ψηφοφορία ήταν η χαμηλότερη στην πρόσφατη ιστορία του Ιράκ και καταγράφηκε επίσημα στο 36%. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ χαμηλότερος. Η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών [2], της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και των Ηνωμένων Εθνών, επένδυσε εκατομμύρια δολάρια στην προσπάθειά της να εμπνεύσει εμπιστοσύνη για τις εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν για πρώτη φορά το 2005. Αντίστοιχα, επίσης, θρησκευτικοί θεσμοί και ηγέτες όπως ο Μεγάλος Αγιατολάχ Ali al-Sistani επιδίωξαν να κάνουν τους Ιρακινούς να πάνε να ψηφίσουν. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, πολλοί Ιρακινοί παραμένουν εντελώς απογοητευμένοι και αδιάφοροι για τις εκλογικές επιλογές που τους προσφέρονται.

Ωστόσο, αυτές οι εκλογές όντως φάνηκε να παρέχουν κάποιους λόγους για αισιοδοξία. Μερικά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες που ήταν συνδεδεμένοι με τις τεράστιες διαδηλώσεις του 2019 κέρδισαν έδρες στο νέο κοινοβούλιο. Μοιράζονται μια δυσπιστία και ανυπομονησία για το ιρακινό πολιτικό σύστημα και επιδιώκουν να περιορίσουν την παγιωμένη διαφθορά που έχει δημιουργήσει μια μικρή κυρίαρχη ελίτ. Αυτό το σύστημα έχει αποδειχθεί ανθεκτικό σε όλες τις προκλήσεις, αλλά ο αναπτυσσόμενος συνασπισμός μεταρρυθμιστικών πολιτικών ομάδων έχει την προοπτική για τουλάχιστον σταδιακή αλλαγή στο Ιράκ.

ΤΟ ΒΑΡΥ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Οι φετινές εκλογές ακολούθησαν μια περίοδο αναταραχής στο Ιράκ. Στον απόηχο των εκλογών του 2018, πολλοί Ιρακινοί βγήκαν στους δρόμους, πεπεισμένοι ότι η ψηφοφορία ήταν νοθευμένη. Διαδηλώσεις ξέσπασαν εκείνη τη χρονιά στην Βασόρα, η οποία επλήγη από διακοπές ρεύματος και νερού τους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες, με τους διαδηλωτές να ζητούν καλύτερες υπηρεσίες και να καταδικάζουν την διεφθαρμένη πολιτική τάξη. Ως απάντηση, το κράτος κατέστειλε βίαια τις διαδηλώσεις στην Βασόρα σε μια ένδειξη της τροπής που θα πάρουν τα πράγματα.

Η ιρακινή κυβέρνηση έχει χάσει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους της χώρας. Σχεδόν τα δύο τρίτα των Ιρακινών είναι κάτω των 25 ετών. Τα τελευταία χρόνια, αντιμέτωπη με οικονομικές κρίσεις που συνδέονται κυρίως με τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου (το οποίο αντιπροσωπεύει πάνω από το 90% των κρατικών εσόδων), η κυβέρνηση έχει δυσκολευτεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να παράσχει βασικές υπηρεσίες σε αυτόν τον αυξανόμενο πληθυσμό. Αντίθετα, τα συστημικά κόμματα έχουν χρησιμοποιήσει την πρόσβασή τους σε κυβερνητικές θέσεις για να κλέψουν από τα κρατικά ταμεία και να αναπτύξουν και να διατηρήσουν τα δικά τους δίκτυα πατρωνίας, ικανοποιώντας μόνο ένα συρρικνούμενο κομμάτι της κοινωνίας.

Η απογοήτευση για αυτήν την πολιτικά εγκεκριμένη διαφθορά ξεχείλισε [3] το 2019 όταν νεαροί Ιρακινοί κατέβηκαν στην πλατεία Ταχρίρ της Βαγδάτης και σε άλλες πλατείες στον νότο για να διαμαρτυρηθούν ξανά για τις αποτυχίες στην διακυβέρνηση. Γνωστές ως η «Εξέγερση του Οκτώβρη», αυτές οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε πόλεις σε όλη την χώρα και αποτέλεσαν σημαντική πρόκληση όχι μόνο για την κυβέρνηση του πρωθυπουργού, Adel Abdul-Mahdi, αλλά και για το πολιτικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή του 2003 -την ταυτόχρονη συνεργασία και τον ανταγωνισμό εθνοσεκταριστικών πολιτικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένων σιιτικών, σουνιτικών, και κουρδικών ομάδων και κομμάτων που εκπροσωπούν μικρότερες μειονότητες) για τον σχηματισμό κυβερνήσεων και την διαχείριση των κρατικών ταμείων. Οι διαδηλωτές δεν στράφηκαν εναντίον ενός συγκεκριμένου ηγέτη ή κόμματος, αλλά εναντίον ολόκληρης της κυρίαρχης ελίτ και του πολιτικού status quo που οι εκλογές απλώς ενισχύουν.

Το κράτος απάντησε στις διαδηλώσεις στην Βασόρα, το 2018, και στην «Εξέγερση του Οκτώβρη», το 2019, με πρωτοφανή βία. Η κυβέρνηση, η οποία θεώρησε την εξέγερση ως υπαρξιακή απειλή, βασίστηκε σε ένοπλες ομάδες που σκότωσαν εκατοντάδες διαδηλωτές και τραυμάτισαν δεκάδες χιλιάδες άλλους. Τελικά, οι Αρχές κατάφεραν να ανακτήσουν τις δημόσιες πλατείες και να στείλουν τους διαδηλωτές στα σπίτια τους. Έκτοτε, το κράτος προσπάθησε να αποτρέψει τις μαζικές κινητοποιήσεις, εν μέρει επιτρέποντας σε ένοπλες ομάδες να πραγματοποιήσουν μια εκστρατεία δολοφονιών [4] που είχε στόχο δεκάδες πολιτικούς ακτιβιστές και ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών. Αυτές οι ένοπλες ομάδες απολαμβάνουν απόλυτης ατιμωρησίας επειδή βοήθησαν στην προστασία του συστήματος από την εκδήλωση του λαϊκού θυμού. Οι Αρχές έχουν φυλακίσει, βασανίσει, και εκφοβίσει πολλούς περισσότερους ακτιβιστές.

Η καταστολή των κινημάτων διαμαρτυρίας πέτυχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν πολλοί Ιρακινοί το 2018 αμφέβαλλαν ότι οι ψήφοι τους θα μπορούσαν να φέρουν την αλλαγή, πολλοί Ιρακινοί το 2021 κατέληξαν να φοβούνται ότι οι διαμαρτυρίες δεν είναι ικανές να φέρουν αλλαγή και προκαλούν μόνο βίαια αντίποινα.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ