Η Ρωσία δεν θα αφήσει αμαχητί την Ουκρανία να φύγει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ρωσία δεν θα αφήσει αμαχητί την Ουκρανία να φύγει

Η Μόσχα απειλεί με πόλεμο για να αναστρέψει την φιλοδυτική στροφή του Κιέβου

Ταυτόχρονα, η Ουκρανία επεκτείνει τις συνεργασίες της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, και άλλα κράτη του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν φονική στρατιωτική βοήθεια και το ΝΑΤΟ βοηθά στην εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού. Αυτοί οι δεσμοί είναι ένα αγκάθι στο πλευρό της Μόσχας και η Ρωσία μετακινήθηκε αργά, από το να θεωρεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως κόκκινη γραμμή στο να αντιτίθεται στην αυξανόμενη ουκρανική διαρθρωτική αμυντική συνεργασία με τους Δυτικούς αντιπάλους της. Σύμφωνα με την άποψη του Κρεμλίνου, εάν το ουκρανικό έδαφος πρόκειται να γίνει όργανο κατά της Ρωσίας στην υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και ο ρωσικός στρατός διατηρεί την ικανότητα να κάνει κάτι γι' αυτό, τότε η χρήση βίας είναι μια περισσότερο από βιώσιμη επιλογή.

Η κυβέρνηση του Ζελένσκι φαίνεται επίσης αδύναμη και ολοένα πιο απελπισμένη να βρει υποστήριξη στο εσωτερικό. Δεν έχει κάνει πολλά για να μειώσει την διαφθορά ή να διαχωρίσει την Ουκρανία από τη μακρά παράδοση της ολιγαρχικής διακυβέρνησης. Το ποσοστό αποδοχής του, τον Οκτώβριο του 2021, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου (Kyiv International Institute of Sociology), ανέρχεται στο 24,7%. Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν βλέπουν κανένα λόγο να διαπραγματευθούν με τον Ζελένσκι και πέρασαν την χρονιά απονομιμοποιώντας ενεργά την κυβέρνησή του. Εάν η Μόσχα έχει παραιτηθεί ακόμη και από το πρόσχημα της διπλωματικής δέσμευσης, αυτό υποδηλώνει ότι η χρήση βίας γίνεται όλο και πιο πιθανή.

Η εσωτερική θέση της Ρωσίας και οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Το καθεστώς του Πούτιν φαίνεται ασφαλές και η αντιπολίτευση καταπιέζεται έντονα. Η Μόσχα έχει οικοδομήσει ξανά την οικονομική της θέση από την έναρξη των Δυτικών κυρώσεων το 2014 και επί του παρόντος έχει περίπου 620 δισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα. Η Ρωσία μπορεί επίσης να έχει σημαντική μόχλευση έναντι της Ευρώπης φέτος, λόγω της εκτόξευσης των τιμών του φυσικού αερίου και των ελλείψεων στην παροχή ενέργειας. Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει βυθιστεί στο άγχος μετά την δύσκολη απόσυρση από το Αφγανιστάν [2] και εξακολουθεί να δυσκολεύεται να καθορίσει τον στόχο της για «στρατηγική αυτονομία». Η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι εστιασμένη στην Κίνα, σηματοδοτώντας ότι η Ρωσία βρίσκεται χαμηλότερα στην ατζέντα και ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί κορυφαία πολιτική προτεραιότητα. Η Ουκρανία αντιπροσωπεύει επομένως ένα δευτερεύον συμφέρον σε ένα δευτερεύον θέατρο.

Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, η ρωσική ηγεσία χρησιμοποίησε σκληρή ρητορική, εφιστώντας την προσοχή στις κόκκινες γραμμές της στην Ουκρανία. Η Μόσχα δεν πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες την έχουν πάρει στα σοβαρά. Τον Οκτώβριο του 2021, ο Πούτιν σημείωσε ότι αν και η Ουκρανία μπορεί να μην λάβει επίσημα την ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ, «στρατιωτική ανάπτυξη της επικράτειας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και αυτό αποτελεί πραγματικά μια απειλή για την Ρωσία».

Είναι αμφίβολο ότι πρόκειται για κενά λόγια. Η ρωσική ηγεσία δεν βλέπει προοπτική για διπλωματική επίλυση και πιστεύει ότι η Ουκρανία διολισθαίνει στην σφαίρα ασφαλείας των ΗΠΑ. Μπορεί για αυτόν τον λόγο να δει τον πόλεμο ως αναπόφευκτο. Οι Ρώσοι ηγέτες δεν πιστεύουν ότι η χρήση βίας θα ήταν εύκολη ή χωρίς κόστος –αλλά αντιλαμβάνονται ότι η Ουκρανία βρίσκεται σε μια απαράδεκτη τροχιά και ότι έχουν λίγες επιλογές για να σώσουν την προϋπάρχουσα πολιτική τους. Μπορεί επίσης να έχουν συμπεράνει ότι η προσφυγή σε στρατιωτικές επιλογές θα είναι λιγότερο δαπανηρή τώρα από όσο θα είναι στο μέλλον.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Η Ρωσία κέρδισε μια περίεργη νίκη [3] κατά την διάρκεια της στρατιωτικής της επίθεσης το 2014–2015 στην Ουκρανία. Υποχρέωσε το Κίεβο σε δυσμενείς συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός. Ο στρατός της Ουκρανίας έχει βελτιωθεί σημαντικά έκτοτε, αλλά το ίδιο έχει [βελτιωθεί] και ο στρατός της Ρωσίας. Το περιθώριο της ρωσικής ποσοτικής και ποιοτικής υπεροχής παραμένει ουσιαστικό. Η επιτυχία της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, ωστόσο, δεν μεταφράστηκε σε διπλωματική επιτυχία το 2014 ή μετά. Η συμφωνία που προέκυψε από τον πόλεμο ονομάστηκε Πρωτόκολλο του Μινσκ (Minsk Protocol), από το όνομα της πόλης στην οποία έγινε η διαπραγμάτευση. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια επιζήμια διευθέτηση για όλους: η Ουκρανία δεν ανέκτησε ποτέ την εδαφική της κυριαρχία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, οι οποίοι απέφυγαν μια δυνητικά κλιμακούμενη σύγκρουση με μια πυρηνική δύναμη, δεν κατάφεραν να αναγκάσουν την Ρωσία να αποσυρθεί μέσω κυρώσεων. Και η ρωσική επιρροή στην Ουκρανία -εκτός από τα εδάφη που είτε προσάρτησε είτε εισέβαλε- μειώνεται σταθερά από το 2015.

Η Ουκρανία υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2014, η οποία την έφερε στο «μαντρί» της ευρωπαϊκής ρύθμισης. Αυτό ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα που προσπαθούσε να αποτρέψει η Ρωσία. Το Κίεβο συνέχισε να πιέζει για ένταξη στο ΝΑΤΟ, και παρόλο που δεν έχει άμεση προοπτική να ενταχθεί στην συμμαχία, η αμυντική του συνεργασία με τα μέλη του ΝΑΤΟ έχει μόνο εμβαθυνθεί. Αν και ο Ζελένσκι ήταν υποψήφιος με μια πλατφόρμα διαπραγματεύσεων με την Μόσχα και επιχείρησε κάποια διπλωματική δέσμευση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αντέστρεψε την πορεία του το 2020, κλείνοντας φιλορωσικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και τηρώντας σκληρή γραμμή στις ρωσικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση Ζελένσκι έχει βάλει την Ουκρανία σε μια πορεία προς την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση», την φράση που χρησιμοποιούν με συνέπεια οι Αμερικανοί διπλωμάτες για να περιγράψουν τον στρατηγικό προσανατολισμό της Ουκρανίας -τον δρόμο που οδηγεί μακριά από την Ρωσία.