Μπορεί η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου να αποτρέψει έναν σινο-αμερικανικό όλεθρο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου να αποτρέψει έναν σινο-αμερικανικό όλεθρο;

Μαθαίνοντας τα σωστά μαθήματα από το παρελθόν
Περίληψη: 

Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο πρέπει να μάθουν να βασίζονται σε αξιόπιστες αναλύσεις από ειδικούς που γνωρίζουν καλά την άλλη πλευρά και να αποφεύγουν την ερμηνεία οποιασδήποτε τριβής με όρους χειρότερων σεναρίων.

Ο LI CHEN είναι επίκουρος καθηγητής στην Σχολή Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Renmin της Κίνας.
O ODD ARNE WESTAD είναι καθηγητής στην έδρα Ιστορίας και Παγκόσμιων Υποθέσεων «Elihu» στο Πανεπιστήμιο Yale.

Τον Φεβρουάριο του 1961, στην αρχή της προεδρίας του, ο Τζον Φ. Κένεντι έγραψε μια προσωπική επιστολή στον Σοβιετικό ηγέτη, Νικήτα Χρουστσόφ. Ενώ αποδοκίμασε την συνολική κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ο νέος πρόεδρος υποστήριξε ότι «αν μπορούσαμε να βρούμε ένα μέτρο συνεργασίας σε ορισμένα από αυτά τα τρέχοντα ζητήματα, αυτό από μόνο του θα ήταν μια σημαντική συμβολή στο πρόβλημα της εξασφάλισης ενός ειρηνικού και τακτοποιημένου κόσμου». Ο Κένεντι συνέχισε εξηγώντας το πώς οι δύο ηγέτες μπορούσαν να επιτύχουν μια τέτοια συνεργασία:

«Νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε, με εκατέρωθεν ειλικρίνεια, ότι υπάρχουν προβλήματα στα οποία ίσως να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ωστόσο, πιστεύω ότι, ενώ αναγνωρίζουμε ότι δεν έχουμε και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα μοιραστούμε μια κοινή οπτική για όλα αυτά τα προβλήματα, ο τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζουμε και, ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι διαφωνίες μπορεί να έχει μεγάλη σημασία…. Πιστεύω ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τους διπλωματικούς διαύλους για μια εντελώς άτυπη συζήτηση αυτών των ζητημάτων, όχι με την έννοια των διαπραγματεύσεων…, αλλά μάλλον ως μηχανισμό επικοινωνίας που πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να βοηθήσει στην εξάλειψη παρεξηγήσεων και περιττών αποκλίσεων, όσο μεγάλες κι αν είναι οι βασικές διαφορές».

01122021-1.jpg

Ο Joe Biden και ο Xi Jinping επιθεωρούν άγημα, στο Πεκίνο, τον Αύγουστο του 2011. Pool via Reuters
--------------------------------------------------------------

Η προσέγγιση του Κένεντι βοήθησε τότε να σωθεί η ειρήνη, ακόμη και κατά την διάρκεια κάποιων από τις πιο σκοτεινές στιγμές του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας πρέπει να ακολουθήσουν μια παρόμοια προσέγγιση -όπως φάνηκε να αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές στην πρόσφατη «εικονική» σύνοδο κορυφής. «Μου φαίνεται ξεκάθαρο», είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, «ότι χρειάζεται να δημιουργήσουμε κάποια όρια κοινής λογικής». Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, συμφώνησε: «Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αυξήσουν την επικοινωνία και την συνεργασία».

Το ερώτημα εάν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας έχει μεγάλη ομοιότητα με τον Αμερικανοσοβιετικό Ψυχρό Πόλεμο έχει γίνει ιδιαίτερα επίμαχο. Όταν μια ομάδα Αμερικανών και Κινέζων ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου (συμπεριλαμβανομένων των δυο μας) συναντήθηκε το περασμένο καλοκαίρι για να συζητήσει την σύγκριση, υπήρξε σημαντική διαφωνία τόσο για την ακρίβεια όσο και για την αξία της αναλογίας. Αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι πρόσφερε τουλάχιστον κάποια μαθήματα για την διαχείριση των εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας σήμερα. Δεδομένου του πόσο έντονη και επικίνδυνη έχει γίνει η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο σημερινών μεγάλων δυνάμεων, τόσο οι μελετητές όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντί να εστιάζουν σε διαφωνίες σχετικά με την αναλογία, θα πρέπει να εξετάσουν αυτά τα διδάγματα —ειδικά όταν πρόκειται για τα βασικά καθήκοντα της διευκόλυνσης της σταθερότητας και της μείωσης του κινδύνου περιττών συγκρούσεων.

ΜΗΝ ΥΠΟΘΕΤΕΤΕ

Η στρατηγική παρανόηση —των προθέσεων και των ικανοτήτων των αντιπάλων, της διεθνούς κατάστασης, ακόμη και της θέσης κάποιου— έπαιξε μείζονα ρόλο στην κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Σοβιετική Ένωση υπερτόνιζαν τις μεταξύ τους επιθετικές προθέσεις και υπογράμμιζαν τις ασυμβίβαστες εσωτερικές πολιτικές, θεσμικές, και πολιτισμικές διαφορές, ως δικαιολογία για μαζικές στρατιωτικές αναπτύξεις. Καθοδηγούμενες από μεγάλα αφηγήματα που υπογράμμιζαν την αντιπαράθεση, και οι δύο [χώρες] συχνά παρερμήνευαν τα κίνητρα της άλλης.

Η στρατηγική παρανόηση ήταν ιδιαίτερα εμφανής κατά την διάρκεια κρίσεων. Η Ουάσιγκτον, για παράδειγμα, πίστευε ότι το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας ήταν το προοίμιο μιας παγκόσμιας σοβιετικής επίθεσης, και ως εκ τούτου πραγματοποίησε μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση που στρατιωτικοποίησε την στρατηγική της για τον Ψυχρό Πόλεμο. Το Πεκίνο, με την σειρά του, θεώρησε ότι η επέμβαση στην Κορέα ήταν απαραίτητη για την επιβίωσή του, αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν ναυτικές δυνάμεις στο Στενό της Ταϊβάν [1] και τα στρατεύματά τους διέσχισαν τον 38ο παράλληλο. Τόσο στο Βιετνάμ όσο και στο Αφγανιστάν, ο φόβος της εκμετάλλευσης από την άλλη πλευρά προκάλεσε δαπανηρές στρατιωτικές επεμβάσεις.

Σήμερα, τόσο η Κίνα όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εργαστούν για να κατανοήσουν καλύτερα τους στρατηγικούς στόχους της άλλης πλευράς. Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν τώρα ότι η Κίνα έχει μια στρατηγική για να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, ενώ πολλοί Κινέζοι πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να περιορίσουν [2] την άνοδο της Κίνας. Τέτοιες υποθέσεις πρέπει να ελέγχονται με βάση συγκεκριμένες ενέργειες. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο πρέπει να μάθουν να βασίζονται σε αξιόπιστες αναλύσεις από ειδικούς που γνωρίζουν καλά την άλλη πλευρά και να αποφεύγουν την ερμηνεία οποιασδήποτε τριβής με όρους χειρότερων σεναρίων.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την περιφερειακή αντιπαλότητα. Κατά την διάρκεια της εποχής του κατευνασμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση κατάφεραν να επιτύχουν ένα βασικό επίπεδο εμπιστοσύνης όσον αφορά τις ενέργειες της άλλης πλευράς στην Ευρώπη. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσπαθήσουν να επιτύχουν το ίδιο στην ανατολική Ασία, ακόμη και όταν ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίζεται. Ενώ η απόλυτη στρατηγική δυσπιστία τείνει να μεγιστοποιεί και να στρατιωτικοποιεί τον ανταγωνισμό, οι προσπάθειες για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης βοηθούν στον κατευνασμό των παρανοήσεων, ακόμη και όταν αυτά τα μέτρα δεν μπορούν από μόνα τους να επιλύσουν την υποβόσκουσα σύγκρουση.

ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΥΣ