H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία

Τα μικτά αποτελέσματα του Μπάιντεν για την δημοκρατική ανανέωση
Περίληψη: 

Μια ουσιαστική ατζέντα για την δημοκρατία θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να καταδείξουν ότι οι λαϊκιστές ηγέτες που επιτίθενται στους ελεύθερους θεσμούς των χωρών τους θα δρέψουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες. Θα απαιτούσε από την χώρα να δεσμευτεί στην προτεραιοποίηση της συνεργασίας με αληθινές δημοκρατίες.

Ο YASCHA MOUNK είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, ανώτερος συνεργάτης στο Council On Foreign Relations και ιδρυτής του Persuasion.

Από την ημέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι η αποστολή του δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το να σώσει την αμερικανική δημοκρατία. Όπως είπε στο βίντεο για την έναρξη της [προεκλογικής] εκστρατείας του, «Οι βασικές αξίες αυτού του έθνους, η θέση μας στον κόσμο, η ίδια η δημοκρατία μας . . . διακυβεύεται».

09122021-1.jpg

Ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, στην Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή στην Γλασκώβη, στην Σκωτία, τον Νοέμβριο του 2021. Kevin Lamarque / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο Μπάιντεν είχε σκοπό να υπογραμμίσει την απειλή που ο πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, αποτελούσε για τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η ανησυχία του Μπάιντεν για την δημοκρατία χρησίμευσε επίσης ως το φυσικό πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του. Σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο οι αυταρχικοί κέρδιζαν γρήγορα αυτοπεποίθηση και πολλές άλλες μεγάλες δημοκρατίες αντιμετώπιζαν εγχώριους δημαγωγούς, ο Μπάιντεν ανύψωσε τον αγώνα για την διατήρηση των δημοκρατικών αξιών σε κατευθυντήρια αρχή της προεδρίας του.

«Ο θρίαμβος της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού επί του φασισμού και της απολυταρχίας», έγραψε ο Μπάιντεν σε ένα δοκίμιο [1] για το Foreign Affairs ενώ ήταν ακόμη υποψήφιος, «δημιούργησε τον ελεύθερο κόσμο. Αλλά αυτός ο αγώνας δεν καθορίζει μόνο το παρελθόν μας. Θα καθορίσει το μέλλον μας». Η φιλοδοξία της κυβέρνησής του δεν θα ήταν τίποτα λιγότερο από «να επαναφέρει την ενδυνάμωση της δημοκρατίας στην παγκόσμια ατζέντα». Για τον σκοπό αυτό, θα συγκαλούσε γρήγορα «μια παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία ώστε να ανανεώσει το πνεύμα και τον κοινό σκοπό των εθνών του ελεύθερου κόσμου» —μια σύνοδος κορυφής που πραγματοποιείται εικονικά αυτή την εβδομάδα.

Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να εκδοθεί μια οριστική ετυμηγορία σχετικά με το εάν ο Μπάιντεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο για να ανταποκριθεί στις φιλόδοξες υποσχέσεις που έδωσε ως υποψήφιος. Έχει αναλάβει τα καθήκοντά του εδώ και λιγότερο από ένα χρόνο. Πολλοί από τους εντεταλμένους του περιμένουν ακόμη την επικύρωση από το Κογκρέσο. Και η συνεχιζόμενη πανδημία της COVID-19 καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο για μια κυβέρνηση να επιτύχει οτιδήποτε πέρα από την διαχείριση καταστροφών. Όμως, καθώς η προεδρία του Μπάιντεν πλησιάζει στην πρώτη επέτειό της, είναι καιρός για μια προκαταρκτική αξιολόγηση —και μάλιστα απογοητευτική επ’ αυτού.

Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κάνει σχετικά λίγα για να συγκρατήσει τις αυξανόμενες φιλοδοξίες των αυταρχικών καθεστώτων από την Ρωσία έως την Κίνα. Δεν κατάφερε να μειώσει τον κίνδυνο που θέτουν οι λαϊκιστές ηγέτες στις δημοκρατικές χώρες, από την Ουγγαρία μέχρι την Ινδία. Και απέχει πάρα πολύ από το να βοηθήσει στην αποκατάσταση της παγκόσμιας εμπιστοσύνης στην ιδέα της δημοκρατίας.

Οι λόγοι αυτής της αποτυχίας έχουν τις ρίζες τους σε αντικειμενικές συνθήκες στις οποίες ο Μπάιντεν έχει ελάχιστο έλεγχο. Ο πρόεδρος και οι ανώτεροι αξιωματούχοι του δεν μπορούν να κάνουν πολλά για την εξασθενημένη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, την παγκόσμια αναθέρμανση της απολυταρχίας, την ανάγκη επιδίωξης ανταγωνιστικών στόχων εξωτερικής πολιτικής που επίσης έχουν πραγματική σημασία, τα ψέματα του Ντόναλντ Τραμπ για τις εκλογές, ή την συνεχιζόμενη λαβή του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αλλά η κυβέρνηση αντιμετωπίζει, παρ’ όλα αυτά, έναν απολογισμό. Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, έγινε εμφανές ότι το «business as usual» θα κάνει ελάχιστα πράγματα για να την βοηθήσει [την κυβέρνηση] να τηρήσει τις υποσχέσεις της για την δημοκρατία. Από εδώ και πέρα, πρέπει είτε να αφοσιωθεί σε μια πιο φιλόδοξη στρατηγική -είτε να σταματήσει να προσποιείται.

ΣΚΛΗΡΑ ΛΟΓΙΑ, ΛΙΓEΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Ως πρόεδρος, ο Τραμπ εξέφρασε επανειλημμένα θαυμασμό για δικτάτορες, από τον Αιγύπτιο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι μέχρι τον Ρώσο Βλαντιμίρ Πούτιν [2]. Αν και η κυβέρνησή του έλαβε ορισμένα σκληρά μέτρα για να χαλιναγωγήσει δικτατορίες που θεωρούσε σοβαρούς ανταγωνιστές, όπως η Κίνα, ο συνολικός αντίκτυπος της θητείας του ήταν να ενθαρρύνει τους αυταρχικούς. Αν οι δικτάτορες ήταν κυρίως σε θέση άμυνας την δεκαετία του 1990, τώρα απολαμβάνουν μια εκπληκτική αναζωπύρωση. Όπως έγραψα [3] στις σελίδες του Foreign Affairs την περασμένη άνοιξη, «Η ιστορία των δύο τελευταίων δεκαετιών δεν είναι απλώς μια [ιστορία] δημοκρατικής αδυναμίας˙ είναι επίσης μια [ιστορία] αυταρχικής δύναμης».

Η αλλαγή στην ρητορική που έφερε ο Μπάιντεν σε αυτό το μέτωπο είναι πασιφανής. Δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος ο κόσμος να αναρωτιέται εάν η σημερινή ηγεσία των ΗΠΑ στέκεται στο πλευρό της δημοκρατίας ή της δικτατορίας. Η κυβέρνηση, ενώ συνεχίζει να συνεργάζεται για κοινά συμφέροντα όπως η αντιτρομοκρατία, έχει αποστασιοποιηθεί από αυταρχικούς ηγέτες σε χώρες όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία. Ακόμη και στην αντιμετώπιση της Κίνας, ο Λευκός Οίκος είναι εντυπωσιακά ευθύς. Σε θέματα που κυμαίνονται από το καθεστώς του Χονγκ Κονγκ έως την μεταχείριση των εθνοτικών μειονοτήτων στην χώρα, έχει υπερασπιστεί την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να μασάει τα λόγια του, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Πεκίνου.