Μια συμφωνία είναι ακόμα πιθανή στην Συρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια συμφωνία είναι ακόμα πιθανή στην Συρία

Αλλά η Ουάσιγκτον πρέπει να σταματήσει να αγνοεί την σύγκρουση

Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία πιθανώς θα πιέσει για αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ, του Ισραήλ, και της Τουρκίας από την Συρία. Η Μόσχα πιθανώς θα απαιτήσει επίσης την αντιτρομοκρατική συνεργασία των ΗΠΑ στην Συρία εναντίον του ISIS, το οποίο ο Άσαντ φαίνεται ανήμπορος να νικήσει, μαζί με την ελάφρυνση των κυρώσεων και την επιστροφή των προσφύγων από την Τουρκία, την Ιορδανία, και τον Λίβανο στις γενέτειρες και στις πόλεις τους. Η Ρωσία μπορεί να ελπίζει, ίσως μη ρεαλιστικά, ότι αυτά τα βήματα θα «ξεκλειδώσουν» τις ξένες επενδύσεις στην Συρία -απελευθερώνοντας έτσι την Μόσχα από την προσπάθεια να στηρίξει την καταρρέουσα οικονομία της χώρας. Τέλος, ένα νέο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα πρέπει να επισφραγίσει επίσημα οποιαδήποτε συμφωνία και να καθορίσει την εποπτεία των δεσμεύσεων κάθε πλευράς. Το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η επιστροφή της Συρίας ως ένα «κανονικό» έθνος και πλήρες μέλος του Αραβικού Συνδέσμου (Arab League).

Η Μόσχα μπορεί να είναι πιο δεκτική σε μια συμφωνία προς αυτή την κατεύθυνση από όσο εκτιμά η κυβέρνηση Μπάιντεν. Η ιστορία υποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους εταίρους τους, μπορούν να ασκήσουν πίεση [3] που επηρεάζει τους στρατηγικούς υπολογισμούς της Ρωσίας στην Συρία. Για να προωθήσουν την προσπάθεια του ΟΗΕ, οι κυβερνήσεις Τραμπ και Ομπάμα, μαζί με τα κράτη της ΕΕ και τα αραβικά κράτη, έθεσαν το καθεστώς Άσαντ υπό οικονομική και διπλωματική πίεση. Η κυβέρνηση Τραμπ τελικά συμμάζεψε πρόχειρα στρατιωτική πίεση για να συμπληρώσει την οικονομική και διπλωματική δράση: εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές που σταμάτησαν τις φονικές επιθέσεις του Άσαντ με χημικά όπλα, διατήρησε τα στρατεύματα των ΗΠΑ στην βορειοανατολική και νότια Συρία, και υποστήριξε τις στρατιωτικές επεμβάσεις του Ισραήλ και της Τουρκίας στην χώρα. Μέχρι τα τέλη του 2018, αυτά τα βήματα είχαν οδηγήσει στο αδιέξοδο που διαρκεί μέχρι σήμερα.

Στην συνέχεια, η κυβέρνηση Τραμπ πίεσε τους Ρώσους για μια συμβιβαστική λύση βασισμένη γενικά στην παύση της διεθνούς πίεσης, ιδιαίτερα των κυρώσεων, και αποδέχθηκε τον Άσαντ, με αντάλλαγμα παραχωρήσεις σε γεωστρατηγικά ζητήματα. Αυτές περιελάμβαναν, όπως επισημάνθηκε, την απομάκρυνση των ιρανικών στρατηγικών όπλων, την συνεργασία με την πολιτική διαδικασία του ΟΗΕ για την συμφιλίωση με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και τους πρόσφυγες, και τον τερματισμό των προγραμμάτων χημικών όπλων.

Αυτή η πρόταση ήταν επαρκώς ελκυστική για τον Πούτιν [4] ώστε να προσκαλέσει τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στο Σότσι τον Μάιο του 2019 για να την αξιολογήσουν. Ο Πούτιν τελικά επέλεξε να μην κλείσει την συμφωνία εκείνη την στιγμή. Πιθανότατα πίστευε ότι θα μπορούσε να κερδίσει μια ξεκάθαρη στρατιωτική νίκη που όχι μόνο θα επιτύγχανε τους βασικούς του στόχους στην Συρία, αλλά θα καθιστούσε επίσης τη Μόσχα μείζονα περιφερειακό παίκτη. [Ο Πούτιν] σίγουρα ενθαρρυνόταν για αυτή την θέση από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την χώρα. Η Μόσχα προσπαθούσε συνεχώς να διχάσει την συμμαχία κατά του Άσαντ, πιέζοντας τους Τούρκους, τους Ισραηλινούς, και τους Αμερικανούς συμμάχους των Κούρδων να κάνουν χωριστές συμφωνίες με τον Άσαντ. Η προσέγγιση των αραβικών κρατών στην Δαμασκό ενθάρρυνε επίσης τους Ρώσους.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ

Σήμερα, ωστόσο, οι ρωσικές ελπίδες για μια ξεκάθαρη νίκη του Άσαντ έχουν υποχωρήσει. Αντιμέτωποι με την αδιαλλαξία του συριακού καθεστώτος, οι Τούρκοι, οι Ισραηλινοί, και οι Κούρδοι διατηρούν τις στρατιωτικές τους θέσεις στην Συρία. Η προσέγγιση ορισμένων αραβικών κρατών [5] στον Άσαντ είναι ανησυχητική, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει οδηγήσει στην επανένταξη του Άσαντ στον Αραβικό Σύνδεσμο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει πλέον επιβεβαιώσει τα περισσότερα από τα στοιχεία της προηγούμενης στρατηγικής: διατηρώντας την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων και, με ορισμένες τροποποιήσεις, [διατηρώντας] το καθεστώς των κυρώσεων˙ προειδοποιώντας όλα τα μέρη να μην αμφισβητήσουν τις διάφορες καταπαύσεις του πυρός με τουρκικές, αντιπολιτευόμενες, και κουρδικές δυνάμεις˙ υποστηρίζοντας την ισραηλινή αεροπορική δράση κατά του Ιράν˙ συνεργαζόμενη με τις SDF εναντίον του ISIS και, εμμέσως, της Δαμασκού˙ θεωρώντας το καθεστώς του Άσαντ υπεύθυνο μέσω διπλωματικών προσπαθειών και συλλογής πληροφοριών για την υποστήριξη των ερευνών του ΟΗΕ και των ευρωπαϊκών δικαστικών διαδικασιών σε βάρος Σύρων αξιωματούχων˙ και στηρίζοντας την πολιτική προσπάθεια του ΟΗΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την κατάσταση, οι επιλογές της Μόσχας [6] είναι περιορισμένες. Γνωρίζει ότι ο Άσαντ δεν έχει κερδίσει την σύγκρουση και δεν έχει προφανείς επιλογές για να το κάνει. Ομάδες που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ και την Τουρκία κατέχουν σχεδόν το 30% του συριακού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων αποθεμάτων πετρελαίου της χώρας και μεγάλου μέρους της καλλιεργήσιμης γης της. Το μισό του πληθυσμού, που παραμένουν πρόσφυγες ή εκτοπισμένοι στο εσωτερικό, ακόμα φοβάται μια επιστροφή υπό την εξουσία του Άσαντ, και η ισραηλινή αεροπορική ισχύς έχει περιορίσει τις πυραυλικές αναπτύξεις του Ιράν. Μολονότι οι κίνδυνοι και τα κόστη για τη Μόσχα είναι περιορισμένα, δεν είναι ασήμαντα. Αυτά περιλαμβάνουν μια περαιτέρω επιδείνωση της κλονισμένης οικονομίας του Άσαντ, τις εσωτερικές τριβές στο καθεστώς και την ακούσια κλιμάκωση με τις υπέρτερες δυνάμεις του Ισραήλ, των ΗΠΑ, ή της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι την λήξη [της θητείας] της κυβέρνησης Τραμπ, υψηλόβαθμοι Ρώσοι αξιωματούχοι διακινούσαν πιθανές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσαν να είχαν βάλει τέλος στην σύγκρουση.