Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν

Ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει ξεκάθαρη την δέσμευση της Αμερικής προς την Κίνα -και τον κόσμο
Περίληψη: 

Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε ουσιαστικά να αποδεσμεύσουν την Ταϊβάν συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη το πώς θα έμοιαζε η περιοχή -και ο κόσμος- την επόμενη μέρα μιας βίαιης κατάληψης της Ταϊβάν από την Κίνα.

Ο RICHARD HAASS είναι πρόεδρος του Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The World: A Brief Introduction [1].
Ο DAVID SACKS είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Council on Foreign Relations.

Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, τα ερωτήματα για το εάν η Κίνα θα κινηθεί απειλητικά κατά της Ταϊβάν και [για] το πώς να ανασχεθεί καλύτερα η κινεζική επιθετικότητα, έχουν μετακινηθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Αξιωματούχοι και αναλυτές στην Ουάσιγκτον αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο ότι η Κίνα έχει τώρα την ικανότητα να πολεμήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ταϊβάν -μια αντίληψη που κάποτε φαινόταν υπερβολική. Μεταξύ των Αμερικανών παρατηρητών, υπάρχει επίσης μια αυξανόμενη αίσθηση ότι ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχοντας υποστεί ελάχιστες συνέπειες για την καταστολή του στο Χονγκ Κονγκ και τις επιθετικές κινήσεις του στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και όντας πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε αναπόφευκτη παρακμή, αισθάνεται ενθαρρυμένος να επιταχύνει την ενοποίηση με την Ταϊβάν.

16122021-1.jpg

Σκάφη του κινεζικού ναυτικού στα ανοιχτά της επαρχίας Shandong, τον Απρίλιο του 2009. Guang Niu / Reuters
----------------------------------------------

Ως απάντηση σε αυτήν την αυξανόμενη ανησυχία, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει προτεραιοποιήσει την ενδυνάμωση των σχέσεων με την Ταϊβάν και την σηματαδότηση ότι λαμβάνει στα σοβαρά την απειλή για την Ταϊβάν. Το Υπουργείο Άμυνας έχει δικαίως αποκαλέσει την Κίνα ως «προελαύνουσα πρόκλησή» του και έχει περιγράψει μια πιθανή σύγκρουση για την Ταϊβάν ως «προελαύνον σενάριο», ενώ ο διοικητής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ έχει δηλώσει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην περιοχή προέρχεται από την απειλή της Κίνας να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της Ταϊβάν. Αλλά οι δημοσιονομικές προτεραιότητες και η παγκόσμια πολεμική στάση της κυβέρνησης δεν αντανακλούν την αίσθηση του επείγοντος. Η κυβέρνηση έχει αποτύχει επίσης να εξηγήσει στο Κογκρέσο και στον αμερικανικό λαό γιατί η Ταϊβάν έχει τόση σημασία ώστε να θέσει τις ζωές Αμερικανών σε κίνδυνο για να την υπερασπιστούν.

Αυτό που έχει κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν επίσης προβληματικό. Έχει ενστερνιστεί επίσημα τη μακροχρόνια πολιτική της στρατηγικής ασάφειας, αποφεύγοντας να δηλώσει ρητά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν εάν η Κίνα χρησιμοποιούσε βία κατά του νησιού. Αλλά αυτή η προσέγγιση είναι απίθανο να αποτρέψει μια αυξανόμενα αποφασιστική, ανεκτική στον κίνδυνο, και ικανή Κίνα. Το σενάριο που λειτούργησε όταν η Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας είναι απίθανο να κρατήσει σε απόσταση έναν Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (People’s Liberation Army, PLA) που έχει αφιερώσει τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες προετοιμαζόμενος για μια σύγκρουση στην Ταϊβάν. Αυτό που χρειάζεται τώρα η Ουάσιγκτον είναι μια πολιτική «στρατηγικής σαφήνειας». Όπως υποστηρίξαμε στο Foreign Affairs [2] πριν από ένα χρόνο, ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί ο κίνδυνος πολέμου θα ήταν να καταστήσουμε σαφές στην Κίνα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν σε μια επίθεση εναντίον της Ταϊβάν με όλα τα εργαλεία που έχουν στην διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένων των αυστηρών οικονομικών κυρώσεων και της στρατιωτικής βίας. Η Ουάσιγκτον πρέπει να καταστήσει σαφές στο Πεκίνο ότι το κόστος της επιθετικότητας θα υπερέβαινε κατά πολύ τα όποια πιθανά οφέλη.

Στο έτος που πέρασε αφότου διατυπώσαμε αυτό το επιχείρημα, ο Μπάιντεν συχνά φάνηκε να διατυπώνει μια εκδοχή στρατηγικής σαφήνειας, υποδηλώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθούσαν στην άμυνα της Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αξιωματούχοι της κυβέρνησης ανακάλεσαν αργότερα τις δηλώσεις του Μπάιντεν, σηματοδοτώντας στην πορεία την έλλειψη βούλησης προς την Κίνα και προκαλώντας ανησυχία στους συμμάχους και εταίρους που αναζητούν σαφή καθοδήγηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μπορούν να προσαρμόσουν ανάλογα την στάση τους. Επιπρόσθετο στην σύγχυση είναι το γεγονός ότι παρά την επίσημη επιμονή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, η κυβέρνηση έχει κάνει εμφανείς κινήσεις για να αναβαθμίσει τους δεσμούς των ΗΠΑ με την Ταϊβάν: οι ενέργειές της συχνά ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τα άτυπα σχόλια του Μπάιντεν παρά με την επίσημη θέση της. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ο κίνδυνος ενός λανθασμένου υπολογισμού της Κίνας και οι πιθανότητες μιας σύγκρουσης έχουν αυξηθεί.

Τούτου λεχθέντος, μολονότι η στρατηγική σαφήνεια θα μείωνε την πιθανότητα σύγκρουσης, δεν είναι ένα μαγικό ραβδί. Θα πρέπει να συνοδεύεται από σημαντικές επενδύσεις στις ικανότητες των ΗΠΑ ώστε να καταστεί δυνατή η άμυνα της Ταϊβάν. Και η Ουάσιγκτον πρέπει να συμπληρώσει τις στρατιωτικές αναβαθμίσεις με διπλωματικές προσπάθειες που θα σηματοδοτούσαν στην Κίνα το οικονομικό και πολιτικό κόστος που θα υποστεί εάν ενεργούσε επιθετικά. Σκεφτείτε το ως επιδίωξη σαφήνειας για την ενίσχυση της αποτροπής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να παράσχουν ορισμένες διαβεβαιώσεις στην Κίνα, τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον συνεχίζει να τηρεί την πολιτική της «μιας Κίνας» και δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Στην πράξη, αυτό θα συνεπάγετο την διατήρηση χαμηλού προφίλ δημοσίως για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν, ενώ την ίδια στιγμή [η Ουάσιγκτον] θα βελτιώνει την οικονομική ασφάλεια της Ταϊβάν, θα αυξάνει την ανθεκτικότητα του νησιού στην κινεζική πίεση, και θα συνεργάζεται μαζί του για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας.