Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι της ασάφειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν

Ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει ξεκάθαρη την δέσμευση της Αμερικής προς την Κίνα -και τον κόσμο

Τα κακά νέα είναι ότι το παράθυρο της ευκαιρίας για να υλοποιηθεί αυτή η μετατόπιση είναι στενό και ενδεχομένως κλείνει. Τα καλά νέα, ωστόσο, είναι ότι είναι πιθανό οι Ηνωμένες Πολιτείες να επιτύχουν σαφήνεια στην πολιτική τους και να ενισχύσουν τις ικανότητες τους με τρόπο απολύτως συνεπή με την δέσμευση για την διατήρηση μιας καλής συνεργασίας με την Κίνα. Εάν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί σωστά, μια τέτοια προσέγγιση όχι απλώς θα αποφύγει τις συγκρούσεις, αλλά θα επιτρέψει την επιλεκτική συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας.

ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΑΦΗΝΕΙΑ

Ένας παράγοντας που ευνοεί έντονα την μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με την θέση της Ουάσιγκτον για την Ταϊβάν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Παρά τις διαβεβαιώσεις που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης (Budapest Memorandum) του 1994, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία και κινήθηκε για να προσαρτήσει την περιοχή, το 2014, η Ουάσιγκτον περιόρισε την απάντησή της στις οικονομικές κυρώσεις. Πέρυσι, όταν η Κίνα επέφερε θανάσιμα πλήγματα στην δημοκρατία του Χονγκ Κονγκ παραβιάζοντας μια συνθήκη που είχε υπογράψει με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους γενικώς έκαναν στην άκρη. Πιο πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τους εταίρους τους στο Αφγανιστάν αντί να ακολουθήσουν μια βασισμένη σε όρους προσέγγιση για την απόσυρσή τους.

Σε συνδυασμό με την σκόπιμη ασάφεια της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ταϊβάν, η παραπαίουσα αμερικανική αξιοπιστία τροφοδοτεί την δυνατότητα για έναν επικίνδυνο κινεζικό λανθασμένο υπολογισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο. Ιστορικά, η αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της άλλης πλευράς ήταν συχνά μείζων κινητήριος δύναμη αστάθειας και σύγκρουσης, με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Πόλεμο της Κορέας να χρησιμεύουν ως παραδείγματα. Η σαφήνεια μειώνει τον κίνδυνο να ξεκινήσει μια σύγκρουση επειδή το ένα μέρος εκτιμά λανθασμένα τις προθέσεις και τις ικανότητες της άλλης πλευράς.

Κάποιοι έχουν υποστηρίξει [3] ότι η εγκατάλειψη της στρατηγικής ασάφειας θα οδηγούσε σε ρήξη τις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Αλλά τίποτα στα τρία κοινά ανακοινωθέντα που έθεσαν την βάση των σύγχρονων σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας δεν θα απέκλειε μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Πράγματι, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια πολιτική στρατηγικής ασάφειας, επειδή διαδοχικοί πρόεδροι αποφάσισαν ότι μια τέτοια προσέγγιση ήταν ο καλύτερος τρόπος για την διασφάλιση των συμφερόντων των ΗΠΑ, όχι επειδή ήταν μια προϋπόθεση ομαλοποίησης ή μια υπόσχεση που η Ουάσιγκτον έδωσε στο Πεκίνο . Ήταν πάντα μια μονομερής πολιτική επιλογή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια [επιλογή] που πρέπει να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η στρατηγική σαφήνεια θα ενθάρρυνε την Ταϊβάν να επιδιώξει επισήμως την ανεξαρτησία. Οι δημοσκοπήσεις του κοινού, ωστόσο, αποκαλύπτουν ότι ακόμη και αν ο βαθμός στον οποίο οι κάτοικοι της Ταϊβάν αυτοπροσδιορίζονται κυρίως ως Ταϊβανέζοι (αντί για Κινέζοι ή τόσο Ταϊβανέζοι όσο και Κινέζοι) έχει αυξηθεί δραματικά [4] τα τελευταία 15 χρόνια, λιγότερο από το 6% [5 ] υποστηρίζει την ανεξαρτησία το συντομότερο δυνατό˙ η πλειοψηφία θέλει να διατηρήσει το status quo επ' αόριστον ή να αποφασίσει στο μέλλον. Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, από το θεωρητικά υπέρ της ανεξαρτησίας Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (Democratic Progressive Party), έχει δηλώσει επανειλημμένα [6] ότι η Ταϊβάν δεν χρειάζεται να διακηρύξει ανεξαρτησία επειδή είναι ήδη μια ανεξάρτητη χώρα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι η υπόσχεσή τους να βοηθήσουν την Ταϊβάν δεν είναι άνευ όρων και δεν θα κάλυπτε υποχρεωτικά μια κρίση που θα ξεκινούσε από την Ταϊπέι.

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΣΑΦΕΙΑ

Επισήμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιλέξει να διατηρήσει τη μακροχρόνια πολιτική της στρατηγικής ασάφειας. Η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (National Intelligence), Avril Haines, δήλωσε ότι η Κίνα θα θεωρούσε μια μετατόπιση από αυτήν την παράδοση ως «βαθιά αποσταθεροποιητική». Ο Kurt Campbell, συντονιστής του Λευκού Οίκου για τον Ινδο-Ειρηνικό, υποστήριξε ότι μια αλλαγή θα είχε «σημαντικά μειονεκτήματα». Ο Νίκολας Μπερνς, η επιλογή του Μπάιντεν για να γίνει πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα, επανέλαβε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην στρατηγική ασάφεια.

Στην πράξη, ωστόσο, ο εναγκαλισμός της στρατηγικής ασάφειας από την κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν περισσότερο… ασαφής. Τον Αύγουστο, ο Μπάιντεν παρατήρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν την ίδια «ιερή δέσμευση» προς την Ταϊβάν που έχουν προς τους μέσω Συνθηκών συμμάχους τους. Μόλις δύο μήνες αργότερα, ο Μπάιντεν ρωτήθηκε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν εάν η Κίνα επιτίθετο στο νησί. «Ναι, έχουμε δέσμευση να το κάνουμε αυτό», απάντησε.