Η Ουάσιγκτον προετοιμάζεται για τον λάθος πόλεμο με την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ουάσιγκτον προετοιμάζεται για τον λάθος πόλεμο με την Κίνα

Μια σύγκρουση θα ήταν μακροχρόνια και χαοτική
Περίληψη: 

Ένας πόλεμος Κίνας-ΗΠΑ για την Ταϊβάν πιθανώς θα είναι μακροχρόνιος παρά σύντομος, περιφερειακός παρά τοπικός, και πολύ πιο εύκολο να ξεκινήσει παρά να τελειώσει. Θα επεκταθεί και θα κλιμακωθεί, καθώς και οι δύο χώρες θα αναζητούν μονοπάτια προς τη νίκη, σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δεν έχει το περιθώριο να χάσει.

Ο HAL BRANDS είναι διακεκριμένος καθηγητής Παγκόσμιων Υποθέσεων στην έδρα Henry A. Kissinger στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute και συγγραφέας του επερχόμενου βιβλίου με τίτλο The Twilight Struggle: What the Cold War Teaches Us About Great-Power Rivalry Today [1].
Ο MICHAEL BECKLEY είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Tufts, εξωτερικός ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Unrivaled: Why America Will Remain the World’s Sole Superpower [2].

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σοβαρά την απειλή πολέμου με την Κίνα. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει χαρακτηρίσει την Κίνα ως τον βασικό της αντίπαλο, πολιτικοί ηγέτες έχουν δώσει οδηγίες στον στρατό να αναπτύξει αξιόπιστα σχέδια για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν, και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει υπαινιχθεί σαφώς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέτρεπαν να κατακτηθεί αυτή η νησιωτική δημοκρατία.

20122021-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, συνομιλεί εικονικά με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στην Ουάσιγκτον, τον Νοέμβριο του 2021. Jonathan Ernst / Reuters
-------------------------------------------------

Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ίσως προετοιμάζεται για το λάθος είδος πολέμου. Οι σχεδιαστές άμυνας φαίνεται να πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν μια σύντομη σύγκρουση στο Στενό της Ταϊβάν, απλώς αμβλύνοντας μια κινεζική εισβολή. Οι Κινέζοι ηγέτες, από την πλευρά τους, φαίνεται να οραματίζονται ταχέα, παραλυτικά χτυπήματα που σπάζουν την αντίσταση της Ταϊβάν και παρουσιάζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα τετελεσμένο γεγονός. Αμφότερες οι πλευρές θα προτιμούσαν έναν έξοχο μικρό πόλεμο στον δυτικό Ειρηνικό, αλλά αυτό δεν θα είναι το είδος του πολέμου που θα είχαν.

Ένας πόλεμος για την Ταϊβάν πιθανώς θα είναι μακροχρόνιος παρά σύντομος, περιφερειακός παρά τοπικός, και πολύ πιο εύκολο να ξεκινήσει παρά να τελειώσει. Θα επεκταθεί και θα κλιμακωθεί, καθώς και οι δύο χώρες θα αναζητούν μονοπάτια προς τη νίκη, σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δεν έχει το περιθώριο να χάσει. Θα παρουσίαζε επίσης σοβαρά διλήμματα για την ειρήνευση και μεγάλους κινδύνους να γίνει πυρηνικός. Εάν η Ουάσιγκτον δεν αρχίσει τώρα να προετοιμάζεται να διεξάγει, και στην συνέχεια να τερματίσει, μια παρατεταμένη σύγκρουση, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καταστροφή μόλις αρχίσουν οι πυροβολισμοί.

ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟ ΓΡΟΝΘΟΚΟΠΗΜΑ

Ένας σινοαμερικανικός πόλεμος για την Ταϊβάν [3] θα ξεκινούσε με κρότο. Το στρατιωτικό δόγμα της Κίνας δίνει έμφαση σε συντονισμένες επιχειρήσεις για να «παραλύσουν τον εχθρό με ένα χτύπημα». Στο πιο ανησυχητικό σενάριο, το Πεκίνο θα εξαπέλυε μια αιφνιδιαστική πυραυλική επίθεση, σφυροκοπώντας όχι μόνο την άμυνα της Ταϊβάν, αλλά επίσης τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συγκεντρώσει σε λίγες μεγάλες βάσεις στον δυτικό Ειρηνικό. Οι ταυτόχρονες κινεζικές κυβερνοεπιθέσεις και οι αντιδορυφορικές επιχειρήσεις θα έσπερναν χάος και θα παρεμπόδιζαν οποιαδήποτε αποτελεσματική αμερικανική ή ταϊβανέζικη απάντηση. Και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (People’s Liberation Army, PLA) θα κινείτο ταχύτατα για να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας, διεξάγοντας αμφίβιες και αερομεταφερόμενες επιθέσεις που θα κατατρόπωναν την ταϊβανέζικη αντίσταση. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν έτοιμες να πολεμήσουν, ο πόλεμος θα είχε ουσιαστικά τελειώσει.

Ο σχεδιασμός του Πενταγώνου περιστρέφεται όλο και περισσότερο στην αποτροπή αυτού του σεναρίου, σκληρύνοντας και διασκορπίζοντας την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ασία, ενθαρρύνοντας την Ταϊβάν να παρατάξει ασύμμετρες ικανότητες που μπορούν να επιφέρουν βαρύ τίμημα στους Κινέζους επιτιθέμενους, και αναπτύσσοντας την ικανότητα να αμβλύνει τις επιθετικές ικανότητες του PLA και να βυθίσει έναν στόλο εισβολής. Αυτός ο σχεδιασμός βασίζεται στην κρίσιμη υπόθεση ότι οι πρώτες εβδομάδες, αν όχι ημέρες, των μαχών θα καθόριζαν εάν μια ελεύθερη Ταϊβάν θα επιβιώσει.

Ωστόσο, ό,τι κι αν συμβεί στην αρχή, μια σύγκρουση σχεδόν σίγουρα δεν θα τελείωνε γρήγορα. Οι περισσότεροι πόλεμοι των μεγάλων δυνάμεων από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά έχουν διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο, επειδή τα σύγχρονα κράτη έχουν τους πόρους για να συνεχίσουν να πολεμούν ακόμα και όταν υφίστανται βαριές απώλειες. Επιπλέον, στους ηγεμονικούς πολέμους -συγκρούσεις για κυριαρχία μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του κόσμου- το διακύβευμα είναι υψηλό και το τίμημα της ήττας ίσως φαίνεται απαγορευτικό. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, οι πόλεμοι μεταξύ ηγέτιδων δυνάμεων —οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, ο Κριμαϊκός Πόλεμος, οι παγκόσμιοι πόλεμοι— ήταν παρατεταμένες συρράξεις. Ένας πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας πιθανώς θα ακολουθούσε αυτό το μοτίβο.

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφερναν να απωθήσουν μια κινεζική επίθεση εναντίον της Ταϊβάν, το Πεκίνο δεν θα τα παρατούσε απλά. Η έναρξη ενός πολέμου για την Ταϊβάν θα ήταν ένα υπαρξιακό στοίχημα: η παραδοχή της ήττας θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμοποίηση του καθεστώτος και την λαβή στην εξουσία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ [4]. Θα άφηνε επίσης την Κίνα πιο ευάλωτη στους εχθρούς της και θα κατέστρεφε τα όνειρά της για περιφερειακή πρωτοκαθεδρία. Η συνέχιση ενός σκληρού αγώνα εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών θα ήταν μια δυσάρεστη προοπτική, αλλά η παραίτηση, ενώ η Κίνα θα υπολείπετο, θα φαινόταν ακόμη χειρότερη.

Η Ουάσιγκτον θα ήταν επίσης διατεθειμένη να συνεχίσει να πολεμά εάν ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά. Όπως το Πεκίνο, θα θεωρούσε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν ως μάχη για περιφερειακή κυριαρχία. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος πόλεμος πιθανότατα θα ξεκινούσε με μια πυραυλική επίθεση τύπου Περλ Χάρμπορ στις βάσεις των ΗΠΑ θα έκανε ακόμη πιο δύσκολο για έναν αγανακτισμένο αμερικανικό πληθυσμό και τους ηγέτες του να αποδεχτούν την ήττα. Ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτύγχαναν να εμποδίσουν τις κινεζικές δυνάμεις να καταλάβουν την Ταϊβάν, δεν θα μπορούσαν εύκολα να αποσυρθούν από τον πόλεμο. Το να αποχωρήσουν, χωρίς προηγουμένως να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές στην κινεζική αεροπορική και ναυτική δύναμη στην Ασία, θα αποδυνάμωνε σοβαρά την φήμη της Ουάσιγκτον, καθώς και την ικανότητά της να υπερασπίζεται τους εναπομείναντες συμμάχους στην περιοχή.