Το τελικό παιχνίδι του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τελικό παιχνίδι του Ερντογάν

Θα υπονομεύσει την τουρκική δημοκρατία για να παραμείνει στην εξουσία;
Περίληψη: 

Σε 18 μήνες, η Τουρκία θα πραγματοποιήσει προεδρικές εκλογές που ο Ερντογάν είναι πολύ απίθανο να κερδίσει. Φαίνεται ξεκάθαρο ότι θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στην εξουσία, συμπεριλαμβανομένης της υπονόμευσης μιας δίκαιης εκλογικής διαδικασίας, της αγνόησης του αποτελέσματος, ή ακόμη και της υποκίνησης μιας εξέγερσης όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου 2021, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον.

Ο SONER CAGAPTAY είναι ανώτερος συνεργάτης στο Washington Institute for Near East Policy και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο A Sultan in Autumn: Erdogan Faces Turkey’s Uncontainable Forces [1].

Τους τελευταίους μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται όλο και πιο απελπισμένος. Έχει εντείνει την καταστολή των επικριτών και των πολιτικών αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένου, πιο πρόσφατα, του Metin Gurcan, ιδρυτικού μέλους του αντιπολιτευόμενου Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (Democracy and Progress Party, DEVA), ο οποίος συνελήφθη τον Νοέμβριο με την κατηγορία της κατασκοπείας. [Ο Ερντογάν] έχει απειλήσει να απελάσει διπλωμάτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από ορισμένους από τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Και καθώς η δημοτικότητά του στο εσωτερικό βρίσκεται σε κάθετη πτώση, έχει ξεκινήσει ένα απερίσκεπτο πείραμα μείωσης των επιτοκίων εν μέσω ενός ήδη υψηλού πληθωρισμού, μια πολιτική που έχει ρίξει την χώρα σε οικονομική αναταραχή. Εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει μια ενθαρρυμένη -και όλο και πιο ενωμένη- αντιπολίτευση που για πρώτη φορά αποτελεί άμεση απειλή για την κυριαρχία του.

05012022-1.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2020. Reuters
---------------------------------------------------------

Η αλλαγή ήταν δραματική. Για μεγάλο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών, αρχικά ως πρωθυπουργός μεταξύ του 2003 και του 2014 και στην συνέχεια ως πρόεδρος από το 2014 και μετά, ο Ερντογάν φαινόταν ανίκητος. Φέρνοντας νέα ευημερία στα μεσαία στρώματα της Τουρκίας, έχει ωθήσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Justice and Development Party, AKP) στη νίκη σε περισσότερες από δώδεκα πανεθνικές εκλογές. Έχει αντεπεξέλθει στους πολέμους στο κατώφλι του και, το 2016, σε μια απόπειρα πραξικοπήματος. Εμφανίζοντας τον εαυτό του ως νέο σουλτάνο, έχει κερδίσει τον σαρωτικό έλεγχο του Δικαστικού Σώματος, των μέσων ενημέρωσης, της αστυνομίας, και άλλων θεσμών του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, παρόλο που έχει καταστείλει ανελέητα τους πολιτικούς αντιπάλους του.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν έχει χάσει τη μαγεία του. Από την απόπειρα πραξικοπήματος και μετά, η κυβέρνησή του γίνεται όλο και πιο παρανοϊκή, καταδιώκοντας όχι μόνο υπόπτους ως πραξικοπηματίες αλλά και μέλη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, και στην συνέχεια συλλαμβάνοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και αναγκάζοντας περισσότερους από 150.000 ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, και άλλους να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους λόγω υποψιών για δεσμούς τους με το πραξικόπημα ή απλώς επειδή όρθωσαν το ανάστημά τους στον Ερντογάν. Και η αυξανόμενη προθυμία του να παρέμβει στις εκλογές -συμπεριλαμβανομένης μιας αποτυχημένης προσπάθειας να αντιστραφεί το αποτέλεσμα των εκλογών για την δημαρχία της Κωνσταντινούπολης το 2019- έχει χαλυβδώσει την αντιπολίτευση.

Τώρα, με την υποστήριξη σε αυτόν να διαβρώνεται δραστικά, ο ηγέτης της παλαιότερης δημοκρατίας και της μεγαλύτερης οικονομίας μεταξύ της Ιταλίας και της Ινδίας αντιμετωπίζει έναν απολογισμό: σε 18 μήνες, η Τουρκία θα πραγματοποιήσει προεδρικές εκλογές που ο Ερντογάν είναι πολύ απίθανο να κερδίσει. Και λόγω της μακροχρόνιας κληρονομιάς του στην διαφθορά και στην κατάχρηση εξουσίας, θα μπορούσε κάλλιστα να διωχθεί [ποινικά] αν απομακρυνθεί. Φαίνεται ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στα καθήκοντά του, συμπεριλαμβανομένης της υπονόμευσης μιας δίκαιης ψηφοφορίας, της αγνόησης του αποτελέσματος, ή ακόμη και της υποκίνησης μιας εξέγερσης όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου [στμ: 2021, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον]. Η επείγουσα πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα, λοιπόν, είναι πώς να οργανώσει μια μετάβαση της εξουσίας που δεν θα απειλεί τα θεμέλια της ίδιας της τουρκικής δημοκρατίας, δυνητικά στέλνοντας ωστικά κύματα αστάθειας πέρα από τα σύνορα της χώρας, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΞΕΤΡΑΠΗ

Όταν ανήλθε στην εξουσία το 2003, ο Ερντογάν χαιρετίστηκε ως μεταρρυθμιστής που θα οικοδομούσε και θα ενίσχυε τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Στην αρχή, ο ίδιος και το AKP φάνηκε να εκπληρώνουν αυτές τις υποσχέσεις. Βελτίωσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες, όπως η φροντίδα υγείας, και πέτυχε μια δεκαετία χαμηλής ανεργίας και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία έγινε για πρώτη φορά μια, στην πλειοψηφία της, κοινωνία της μεσαίας τάξης. Επέκτεινε επίσης ορισμένες ελευθερίες, προσφέροντας κυρίως κάποια μειονοτικά γλωσσικά δικαιώματα στους Κούρδους της Τουρκίας.

Για κάποιο διάστημα, αυτές οι πολιτικές έκαναν τον Ερντογάν δημοφιλή τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, οικοδόμησε μια βάση υποστηρικτών που τον λάτρευαν, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον συντηρητικοί, αγρότες, εργαζόμενοι, ψηφοφόροι της κατώτερης μεσαίας τάξης που ψήφιζαν αξιόπιστα το ΑΚΡ σε όλες τις εκλογές. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνησή του στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ως μοντέλο μουσουλμανικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, μια χώρα που εξετάστηκε σοβαρά για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, ο Ερντογάν άρχισε να δείχνει πολύ πιο αυταρχικές τάσεις. Το 2008, εξαπέλυσε την αποκαλούμενη υπόθεση Ergenekon, μια σαρωτική και σε μεγάλο βαθμό ατελέσφορη έρευνα για το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας, στην οποία περισσότερα από 140 άτομα κατηγορήθηκαν ότι συνωμότησαν για πραξικόπημα κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, έγινε γρήγορα σαφές ότι ο Ερντογάν —με την βοήθεια του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, του ηγέτη του κινήματος Γκιουλέν και τότε συμμάχου του, του οποίου οι ακόλουθοι στην αστυνομία, στα μέσα ενημέρωσης, και στο Δικαστικό Σώμα βοήθησαν να επινοηθούν στοιχεία που στόχευαν τους δημοκρατικούς αντιπάλους του Ερντογάν— επιχειρούσε να ξεριζώσει τους κοσμικούς που επί μακρόν ήλεγχαν τους κρατικούς θεσμούς.