Το καθεστώς της μη διάδοσης των πυρηνικών καταρρέει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το καθεστώς της μη διάδοσης των πυρηνικών καταρρέει

Η επιδιόρθωσή του θα απαιτήσει σκληρότερες, πιο έξυπνες επιθεωρήσεις

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ιστορικά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ηγεσία και στην ενίσχυση αυτού του καθεστώτος, κυρίως με την Σοβιετική Ένωση και αργότερα με την Ρωσία [2]. Για να διατηρήσει την συμφωνία NPT, η Ουάσιγκτον συνεργάστηκε με πολλές χώρες εταίρους, μέσω του προγράμματος Άτομα για την Ειρήνη (Atoms for Peace), μοιραζόμενη τεχνολογία και υλικά για την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας και της έρευνας σε κράτη που αποκήρυτταν τα ατομικά όπλα. Οι υπηρεσίες των ΗΠΑ λειτούργησαν επίσης προγράμματα για να περιορίσουν την εξάπλωση του εμπλουτισμένου ουρανίου και της τεχνολογίας πυρηνικής παραγωγής, να προωθήσουν την διαφάνεια στο μη στρατιωτικό πυρηνικό υλικό και να μετατρέψουν τους ερευνητικούς αντιδραστήρες [ώστε να λειτουργούν] με καύσιμα χαμηλού εμπλουτισμού αντί με [καύσιμα] υψηλού εμπλουτισμού. Με αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον επιβράδυνε περαιτέρω την συγκέντρωση σχάσιμης και ευαίσθητης τεχνολογίας. Άλλα πυρηνικά κράτη υποστήριξαν ή τουλάχιστον προσχώρησαν σε αυτές τις προσπάθειες, περιορίζοντας αυστηρά την ροή βασικών υλικών και τεχνολογιών.

Το σύστημα δεν είναι τέλειο. Υπάρχουν εγγενείς εντάσεις στην συμφωνία NPT, η οποία επιτρέπει σε ορισμένα κράτη να κατέχουν όπλα ενώ απαγορεύει σε άλλα να τα αποκτήσουν. Ο κόσμος έχει βιώσει περιοδικές κρίσεις διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] που εξέθεσαν τα μεγάλα κενά στο καθεστώς, όπως [συνέβη] το 1991, όταν παρατηρητές ανακάλυψαν ότι το Ιράκ είχε ένα μυστικό πρόγραμμα για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Μερικές φορές, η NPT απέτυχε εντελώς να σταματήσει την ανάπτυξη όπλων, όπως συνέβη στην Βόρεια Κορέα, η οποία αποχώρησε από την συνθήκη όταν εξετέθη το πρόγραμμά της. Και τρία πυρηνικά κράτη -η Ινδία, πιθανώς το Ισραήλ, και το Πακιστάν- δεν προσχώρησαν ποτέ στη NPT.

Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό το πακέτο έχει γενικά διατηρηθεί για δεκαετίες. Οι περισσότερες χώρες που κάποτε είχαν φιλοδοξίες για πυρηνικά όπλα τις απέσυραν, όπως η Νότια Κορέα, η Σουηδία, και η Ελβετία. Η Νότιος Αφρική αφοπλίσθηκε οικειοθελώς, διαλύοντας τις έξι πυρηνικές βόμβες που είχε κατασκευάσει μυστικά, και εντάχθηκε στη NPT ως μη πυρηνικό κράτος. Ο κόσμος απέτρεψε παρ’ ολίγον [κρίσεις], συμπεριλαμβανομένης μιας που προέκυψε από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποφέρει τέσσερα πυρηνικά κράτη αντί για ένα, και μια άλλη στο Ιράν, η οποία εμποδίσθηκε εν εξελίξει το 2003. Αν μη τι άλλο, ο κανόνας κατά της διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] έχει δυναμώσει με τον καιρό. Σήμερα, μόνο έξι κράτη χωρίς πυρηνικά όπλα έχουν την εγχώρια ικανότητα να παραγάγουν σχάσιμα υλικά –η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Γερμανία, το Ιράν, η Ιαπωνία, και η Ολλανδία- μια απόδειξη της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος. Αλλά υπάρχουν πολλαπλά σημάδια ότι αυτό το ιστορικό μπορεί να μην συνεχιστεί.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ

Μερικά από τα πρόσφατα προβλήματα με το σύστημα της μη διάδοσης πηγάζουν από την κωλυσιεργία για τον πυρηνικό αφοπλισμό από τα κράτη με πυρηνικά όπλα. Αφότου η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες περιέκοψαν δραματικά τα πυρηνικά τους οπλοστάσια του Ψυχρού Πολέμου, αποσύροντας απαρχαιωμένα συστήματα, οι μειώσεις όπλων έχουν σταματήσει σε αμφότερες τις χώρες την τελευταία δεκαετία. Τώρα, εκσυγχρονίζουν τα οπλοστάσιά τους, όπως κάνουν και η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό έχει ενθαρρύνει πολλά μη πυρηνικά κράτη να προωθήσουν μια κατ’ όνομα συμπληρωματική, αλλά πρακτικά ανταγωνιστική, Συνθήκη του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων (Treaty on the Prohibition of Nuclear Weapons). (Η συνθήκη απαιτεί την κατηγορηματική απαγόρευση της κατοχής πυρηνικών όπλων από τους υπογράφοντες και έχει απορριφθεί από όλα τα κράτη με πυρηνικά όπλα και τους συμμάχους τους). Άλλα ζητήματα προέρχονται από την συμπεριφορά πυρηνικών κρατών εκτός του συστήματος, με πιο προβληματική την Βόρεια Κορέα. Αλλά το πιο ανησυχητικό πρόβλημα είναι ότι το φράγμα μεταξύ της ειρηνικής πυρηνικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης όπλων διαβρώνεται.

Η περισσότερη καταστροφική διάβρωση έχει γίνει από τα ίδια τα κράτη με όπλα, μέσω ad hoc διακανονισμών για την προώθηση άλλων στρατηγικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα η πυρηνική συμφωνία ΗΠΑ-Ινδίας του 2005, που εγκρίθηκε το 2008 από την Ομάδα Πυρηνικών Προμηθευτών (Nuclear Suppliers Group) —ένας από τους κυριότερους θεσμούς που ρυθμίζουν τις πωλήσεις πυρηνικών— επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλους να εμπορεύονται τεχνολογία με την Ινδία, παράλληλα με εξαιρέσεις που επέτρεπαν την χωρίς διασφαλίσεις πυρηνική δραστηριότητα της Ινδίας για την ανάπτυξη όπλων. Στην συνέχεια, η Διάσκεψη Αναθεώρησης (Review Conference) της NPT το 2010 επιβεβαίωσε ότι τα κράτη που επιδιώκουν την πυρηνική ενέργεια είχαν ένα άνευ όρων δικαίωμα να έχουν πλήρη πρόσβαση στην πυρηνική τεχνολογία, ανεξάρτητα από την αναγκαιότητά της.

Η πυρηνική συμφωνία του Ιράν του 2015, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plano of Action), έβαλε ανώτατο όριο στο πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν, αλλά απέσυρε μια προηγούμενη συμφωνία (στο προκαταρκτικό Κοινό Σχέδιο Δράσης [Joint Plan of Action] του 2013) ότι οι δραστηριότητες εμπλουτισμού του Ιράν θα περιορίζονταν σε αυτό που χρειαζόταν η Τεχεράνη για το ειρηνικό της πρόγραμμα. Έκτοτε, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ιράν έχουν υπονομεύσει την συμφωνία, αφήνοντας το Ιράν, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της ΙΑΕΑ, Rafael Grossi, να εμπλουτίζει ουράνιο σε συγκεντρώσεις που «φτάνουν μόνο οι χώρες που κατασκευάζουν βόμβες».