Το ελαττωματικό όραμα του Μακρόν για την Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ελαττωματικό όραμα του Μακρόν για την Ευρώπη

Επίμονες διαιρέσεις θα εμποδίσουν τα όνειρά του για παγκόσμια ισχύ

Στις 11 Μαΐου 1962, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι, φιλοξένησε μια εξαιρετική συγκέντρωση Αμερικανών ταλέντων του πολιτισμού για να καλωσορίσει τον υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας, André Malraux. Το δείπνο -το οποίο περιελάμβανε φωστήρες όπως ο μυθιστοριογράφος Saul Bellow, ο ζωγράφος Mark Rothko, ο θεατρικός συγγραφέας Arthur Miller, και ο βιολονίστας Isaac Stern- ήταν μια γιορτή των μακροχρόνιων ιστορικών δεσμών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας. Ωστόσο, λίγες μόνο ώρες πριν από αυτήν την λαμπερή γιορτή, ο Κένεντι, ο Malraux, και ο Γάλλος πρέσβης στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια έντονη συζήτηση σχετικά με τις ολοένα πιο έντονες επικρίσεις του Γάλλου προέδρου, Σαρλ ντε Γκωλ, για την πολιτική των ΗΠΑ και τα συνοδευτικά αιτήματα [του] για στρατηγική αυτονομία.

20012022-1.jpg

Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2022. Gonzalo Fuentes / Reuters
----------------------------------------------------

Τα παράπονα του Ντε Γκωλ περιελάμβαναν την κριτική για την στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια της κρίσης του Βερολίνου, την υπεροχή του δολαρίου στην διεθνή οικονομία, και την υποστήριξη των ΗΠΑ στην αίτηση [ένταξης] του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Ο Γάλλος πρόεδρος, παρατήρησε ο Κένεντι, φαινόταν να θέλει τόσο την προστασία των ΗΠΑ όσο και την απεριόριστη ικανότητα να χαράξει το μονοπάτι της χώρας του, «μια Ευρώπη πέρα από την επιρροή μας —αλλά που υπολογίζει σε εμάς», όπως συνόψισε τα λόγια του ο σύμβουλός του επί της εθνικής ασφαλείας, McGeorge Bundy. Ο Γάλλος πρόεδρος θα πρέπει να προσέχει τι εύχεται, πρόσθεσε ο Κένεντι, αφού «οι Αμερικανοί θα ήταν ευτυχείς να βγάλουν τις ΗΠΑ από την Ευρώπη, αν ήταν αυτό που ήθελαν οι Ευρωπαίοι». Όταν ο Malraux ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα τολμούσαν να φύγουν, ο πρόεδρος απάντησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες το είχαν ήδη «κάνει δύο φορές», αναφερόμενος στην απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών μετά από αμφότερους τους παγκόσμιους πολέμους.

Η διαμάχη μετριάστηκε μόνο εν μέρει από την πρόποση του προέδρου, η οποία, ισχυρίστηκε ο Κένεντι, θα ήταν η «πρώτη ομιλία για τις σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών που δεν περιλαμβάνει φόρο τιμής στον στρατηγό Lafayette». Αντίθετα, ο Κένεντι επισήμανε τον πρώτο πρόεδρο που έζησε στον Λευκό Οίκο, τον Τζον Άνταμς, ο οποίος «ζήτησε να γραφτεί στην ταφόπλακά του: “Διατήρησε την ειρήνη με την Γαλλία”». Τελικά, ο Malraux είχε δίκιο: ο Ντε Γκωλ συνέχισε να υπονομεύει τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, μολονότι μπήκαν στον πειρασμό, δεν απέσυραν την ομπρέλα ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στις 9 Δεκεμβρίου 2021, σε μια σπάνια συνέντευξη Τύπου, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έκανε ό,τι και ο Ντε Γκωλ και ανακοίνωσε ότι στόχος της ηπείρου πρέπει να είναι να δημιουργήσει μια «ισχυρή Ευρώπη, ενεργή στον κόσμο, πλήρως κυρίαρχη, ελεύθερη στις επιλογές της, και κυρίαρχη του ίδιου της του πεπρωμένου». Για τον Μακρόν, στρατηγική αυτονομία σημαίνει [1] μια Ευρώπη με την δική της θέση στον κόσμο και την δική της ικανότητα να διαμορφώνει τα παγκόσμια γεγονότα. Παρόμοια με τον προκάτοχό του, Ντε Γκωλ, ο Μακρόν δεν θέλει η Ευρώπη —ή η Γαλλία— να είναι ανίσχυρη παρατηρητής σε έναν κόσμο που ορίζεται όλο και περισσότερο από έναν ανταγωνισμό για επιρροή μεταξύ μιας ανερχόμενης Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά από την συνάντηση του Κένεντι με τον Malraux, δεδομένου ότι η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαφωνούν ακόμη για την ανεξαρτησία της Ευρώπης. Αλλά η σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα δεν είναι εκείνη της δεκαετίας του 1960. Ο κόσμος δεν ορίζεται πλέον από τους αγώνες του Ψυχρού Πολέμου [2] μεταξύ δύο υπερδυνάμεων˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται τώρα την Κίνα και τον Ινδο-Ειρηνικό ως τη μεγαλύτερη προτεραιότητά της εξωτερικής πολιτικής τους, και η διατλαντική συμμαχία αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ρύθμιση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, τις οποίες δεν είναι σχεδιασμένη για να αντιμετωπίσει.

Όμως, μολονότι ο Μακρόν έχει δίκιο να πιέζει τους Ευρωπαίους να αξιολογήσουν την θέση της ηπείρου στον κόσμο, δεν έχει ακόμη καθορίσει τις προτεραιότητες που θα πρέπει να καθοδηγήσουν την Ευρώπη, ούτε έχει προτείνει μια στρατηγική για την επέκταση των ικανοτήτων της ηπείρου, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει βάσει αυτών. Το όραμα του Μακρόν είναι περισσότερο ένας μακρύς κατάλογος που θέτει επί τάπητος τα πάντα, από την αυξημένη πολυμέρεια και τις αντιτρομοκρατικές στρατηγικές έως τις συνομιλίες για την ενίσχυση της ασφάλειας της ηπείρου. Ορισμένες προτάσεις φαίνονται αντιφατικές, όπως η επιθυμία για μια Γαλλία που διαθέτει «την ικανότητα να υπερέχει και να έχει επιρροή μεταξύ άλλων εθνών», μια χώρα στην οποία οι Γάλλοι θα είναι «κύριοι του πεπρωμένου μας», αλλά και μια χώρα στην οποία «η ανεξάρτητη λήψη των αποφάσεών μας είναι πλήρως συμβατή με την ακλόνητη αλληλεγγύη μας προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας». Άλλες ιδέες φαίνονται προβληματικές και απίθανο να βρουν ευρεία απήχηση, όπως η πρόταση του Μακρόν ότι «δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο άμυνας και ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών χωρίς το πολιτικό όραμα που επιδιώκει να προωθήσει την σταδιακή ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης με την Ρωσία».

Αυτό το όραμα προϋποθέτει ότι μια ήπειρος με μακρά ιστορία διαιρέσεων είναι πλέον ενωμένη στην αμυντική και στην εξωτερική της πολιτική. Αλλά μια βιαστική ματιά στις πρόσφατες συζητήσεις για την Ρωσία, την Κίνα [3], ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δείχνει έλλειψη στρατηγικής συνοχής μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Το όραμα του Μακρόν, εν ολίγοις, θα μπορούσε να διασπάσει την Ευρώπη και να εξασθενήσει τις δυνατότητες και την εστίασή της, ενισχύοντας παράλληλα τα χειρότερα ένστικτα των Ηνωμένων Πολιτειών να αποδεσμευτούν από την διατλαντική συμμαχία και να εστιάσουν στην Κίνα.

TA ΙΔΙA, ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ;

Όλα τα κυρίαρχα κράτη εκτιμούν την αυτονομία τους˙ ο πραγματικός ιστορικός γρίφος είναι η κατανόηση εκείνων των στιγμών που τα κράτη υποτάσσουν κάποιο στοιχείο της ελευθερίας δράσης τους για το κοινό καλό. Αυτό είναι το τόσο αξιοσημείωτο σχετικά με το ΝΑΤΟ. Οι περισσότεροι ανέμεναν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επαναφέρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην πατρίδα μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ στην ιστορία τους σε μια στρατιωτική συμμαχία εν καιρώ ειρήνης. Αλλά οι διατλαντικές ρυθμίσεις ασφαλείας της συμμαχίας έχουν διαρκέσει σχεδόν οκτώ δεκαετίες, αντέχοντας τις βαθιές αλλαγές στο διεθνές σύστημα, από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έως την άνοδο της Κίνας.

Σίγουρα, υπήρξαν στιγμές έντασης, ακόμη και κρίσης, που χρονολογούνται από την κρίση του Σουέζ το 1956 έως την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ το 2003. Η ευρύτερη διατλαντική σχέση μαστίζεται από διαφωνίες σχετικά με το ποιος ελέγχει τα πυρηνικά όπλα, το εμπόριο και τη νομισματική πολιτική, τους αγωγούς φυσικού αερίου, και τώρα την ρύθμιση της τεχνολογίας. Οι έντονες διαφωνίες είναι χαρακτηριστικό, όχι σφάλμα, των διατλαντικών σχέσεων και η ικανότητα διαχείρισης αυτών των συγκρούσεων αποτελεί την χαρακτηριστική ιδιοφυΐα της Δυτικής συμμαχίας. Η στρατηγική αυτονομία -όπου κάθε κράτος επιδιώκει τα δικά του εθνικά συμφέροντα- είναι και ήταν πάντα η ευκολότερη απάντηση αλλά όχι η αποτελεσματικότερη.

Η Ευρώπη υπήρξε πιο ειρηνική από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς όταν ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ, το 1949. Οι αποκλίνουσες οικονομίες, κοινωνίες, και κυβερνήσεις της ενσωματώθηκαν με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι όταν η Συνθήκη της Ρώμης (Treaty of Rome), η οποία οδήγησε στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τον πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [4], υπογράφηκε το 1957. Ο πληθυσμός της ΕΕ είναι υψηλά μορφωμένος, τεχνολογικά προηγμένος και σε έναν βαθμό το ίδιο πλούσιος, αν όχι πλουσιότερος, από εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Η ανάπτυξη της δικής της υψηλής στρατηγικής και η φροντίδα της δικής της ασφάλειας θα ήταν ένα φυσικό επόμενο βήμα.

Μια τέτοια αυτονομία είναι ιδιαίτερα ελκυστική σε μια εποχή που η φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών στην ήπειρο έχει πληγεί. Οι απρόβλεπτες πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ και η απόφαση απόσυρσης από το Αφγανιστάν ήγειραν ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών ως στρατηγικού εταίρου. Στην συνέχεια, η συμφωνία AUKUS για τα υποβρύχια που έκλεισε η κυβέρνηση Μπάιντεν με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο τάραξε το Παρίσι: στέρησε από τους Γάλλους ένα επικερδές συμβόλαιο χωρίς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, να ειδοποιήσει εκ των προτέρων την κυβέρνηση Μακρόν. Δεν είναι περίεργο που πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες καλωσορίζουν ένα αδιάσειστο, συνεκτικό, και ευρείας αποδοχής στρατηγικό όραμα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να απορρίψουν τα δυνητικά πλεονεκτήματα της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής αυτονομίας. Θα ήταν πολύ ευκολότερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να περιορίσουν την Κίνα εάν η Ευρώπη αναλάμβανε μεγαλύτερη ευθύνη για την συλλογική της ασφάλεια. Πράγματι, οι Αμερικανοί αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής τάξης στην Ευρώπη δεσμεύτηκαν στην ήπειρο, με την ελπίδα ότι η παρουσία των ΗΠΑ τελικά θα γινόταν περιττή. Η δέσμευση των ΗΠΑ στην Ευρώπη δεν ήταν μόνο δαπανηρή˙ έχει επίσης περιορίσει την στρατηγική αυτονομία των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών, δεδομένων των εκτεταμένων δεσμεύσεων που έχει αναλάβει έναντι των ευρωπαϊκών χωρών. Οι συνέπειες αυτής της αλληλεξάρτησης διαδραματίζονται καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύονται με την Ρωσία για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας στην Ουκρανία. Είναι εντυπωσιακό το ότι η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την επιθετικότητα στην δική της ήπειρο χωρίς την ανάμειξη των ΗΠΑ.

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΛΥΣΗ, ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επωφελούνταν, λοιπόν, από το προχώρημα των Ευρωπαίων. Αλλά η πρόταση του Μακρόν να μιλήσει εξ’ ονόματος της Ευρώπης, ενώ απαιτεί ηγετικό ρόλο σε θερμά σημεία σε όλο τον κόσμο, είναι η λανθασμένη λύση στα προβλήματα που έχει εντοπίσει. Η άνοδος της Κίνας, η ρωσική επιθετικότητα, η αποδυνάμωση της δημοκρατίας, η θέρμανση του πλανήτη, η ρύθμιση της τεχνολογίας, και η δημόσια υγεία απαιτούν συλλογική δράση, και αυτό είναι το αντίθετο από αυτό που εμφανίζεται να προτείνει ο Γάλλος πρόεδρος. Αντί να προχωρήσουν μόνοι τους, οι Ευρωπαίοι θα ήταν καλύτερα να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μερικές βασικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, πρέπει να προσδιορίσουν το πού θα μπορούσαν να επενδύσουν περισσότερα για να αυξήσουν τις αμυντικές ικανότητες στην γειτονιά τους και να επιτρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες να εστιάσουν στις κοινές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις που αναδύονται από την Ανατολική Ασία [5], ιδίως υποστηρίζοντας τις προσπάθειες των ΗΠΑ να ανταγωνιστούν την Κίνα.

Η προτεινόμενη στρατηγική του Μακρόν, αντίθετα, εγκολπώνεται όλες τις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις του κόσμου, ενώ επιδιώκει επίσης να ηγηθεί στις μεγάλες διεθνικές προκλήσεις της εποχής. Ο Γάλλος πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές ότι τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την άμυνα της ηπείρου. Έχει επίσης ανακηρύξει την Γαλλία ως δύναμη του Ινδο-Ειρηνικού. Η Γαλλία δεν έχει εγκαταλείψει την εστίασή της στην τρομοκρατία, η οποία, μαζί με τους δεσμούς της από την αποικιακή εποχή, την οδηγεί να ενδιαφερθεί έντονα για την πολιτική της [περιοχής] Σαχέλ και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία και η Ευρώπη ανακηρύσσουν την κλιματική κρίση ως την πιο υπαρξιακή πρόκληση στον κόσμο. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν παράλληλα με την στήριξη της δημοκρατίας και την ενδυνάμωση της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης, εν μέσω της ολέθριας πανδημίας της COVID-19. Αυτή η ατζέντα θα ήταν απαιτητική, ακόμη και αδύνατη, για ένα κράτος πολύ πιο ισχυρό από την Γαλλία ή ακόμη και για την Ευρώπη συνολικά. Η προσέγγιση του Μακρόν θα είχε ως αποτέλεσμα μια Ευρώπη που, αντί να κάνει καλά ένα ή δύο πράγματα, θα μπορούσε να τα κάνει όλα άσχημα.

Η Γαλλία επίσης δεν μιλά εξ’ ονόματος της ΕΕ, και προσπαθώντας να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, απειλεί να διασπάσει περαιτέρω την ήπειρο. Υπάρχει μεγάλη διαφωνία εντός της Ευρώπης σχετικά με πώς θα χειριστεί την σειρά προκλήσεων που αντιμετωπίζει, αλλά κυρίως όσον αφορά την ασφάλεια. Η ΕΕ έχει προτείνει μια σειρά αμυντικών πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένης της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (Permanent Structured Cooperation, PESCO), ένα σύνολο πρωτοβουλιών που δημιουργήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια για να ενισχύσει την αμυντική συνεργασία μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών-μελών της ΕΕ˙ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (European Defense Fund), το οποίο υποστηρίζει την συνεργατική στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη˙ και έναν δυνητικό ευρωπαϊκό στρατό, μια παλιά ιδέα που τόσο ο Μακρόν όσο και η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ [6] αναβίωσαν τα τελευταία χρόνια. Καμία από αυτές τις ιδέες δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ευρωπαϊκή συναίνεση σχετικά με τις προτεραιότητες, και αυτή απλώς δεν υπάρχει ακόμη.

Πάρτε την Ρωσία. Η Γαλλία θέλει να δώσει στην Ρωσία λόγο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια: το 2019, για παράδειγμα, ο Μακρόν έστειλε τους υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών του στη Μόσχα για να διερευνήσουν τρόπους επιστροφής της χώρας στο μαντρί των βιομηχανοποιημένων εθνών, σπάζοντας ένα τετραετές πάγωμα τέτοιων υψηλού επιπέδου διπλωματικών επισκέψεων. Ο Μακρόν συνηγορεί επίσης υπέρ της αξιολόγησης του ΝΑΤΟ, το οποίο ισχυρίζεται ότι βιώνει «εγκεφαλικό θάνατο». Αντίθετα, η Πολωνία και άλλοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την Ρωσία θέλουν σκληρυμένες άμυνες στα σύνορά τους και μόνιμη παρουσία στρατευμάτων των ΗΠΑ -και με την Ρωσία να εκκινεί μια δυνητική επανεισβολή στην Ουκρανία, αυτές οι απόψεις φαίνονται δικαιολογημένες.

Οι ίδιοι διαχωρισμοί αντανακλώνται στη μεταχείριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά το φιάσκο της AUKUS, η Γαλλία θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν αναξιόπιστο εταίρο που μαχαιρώνει πισώπλατα τους συμμάχους προς το συμφέρον των αμυντικών συμβολαίων, ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τις θεωρούν ως έναν απαραίτητο εταίρο. Σχίσματα υπάρχουν και αναφορικά με την Κίνα. Ο Γάλλος πρώην διπλωμάτης και υπουργός Οικονομικών, Bruno Le Maire, έχει πει ότι η Ευρώπη θέλει να «δεσμευθεί» με την Κίνα. Η Γερμανία, υπό τη Μέρκελ, επιδίωξε μια εκτεταμένη επενδυτική συμφωνία με την Κίνα, την Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις (Comprehensive Agreement on Investment, CAI), η οποία αργότερα ανεστάλη από την ΕΕ, και η Ιταλία εντάχθηκε στην Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI) της Κίνας, το 2019. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση της Λιθουανίας έχει πει στους αξιωματούχους της να σταματήσουν να χρησιμοποιούν κινεζικά τηλέφωνα που, λέει, περιέχουν λογισμικό λογοκρισίας, έχει έρθει κοντά στην Ταϊβάν, και έχει εγκαταλείψει ένα, υπό την ηγεσία της Κίνας, περιφερειακό φόρουμ. Η Ρουμανία, επίσης, έδιωξε την Huawei από τα 5G δίκτυά της και μπλόκαρε συμφωνίες για την κατασκευή από την Κίνα πυρηνικών αντιδραστήρων στην χώρα.

Η στρατηγική αυτονομία του Μακρόν προϋποθέτει επίσης ότι η Ευρώπη είναι ένας σταθερός, συνεκτικός δρων σε μια θετική τροχιά. Αυτή είναι μια επικίνδυνη υπόθεση: μετά από δεκαετίες εντυπωσιακής οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης και οικοδόμησης θεσμών, το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα βρίσκεται υπό πίεση. Από το Brexit και την δημοκρατική διολίσθηση έως την άνιση οικονομική ανάπτυξη, η ευρωπαϊκή συνοχή ή η σταθερότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες. Η Γερμανία έχει νέα ηγεσία για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια και ο μελλοντικός στρατηγικός προσανατολισμός της είναι αβέβαιος. Για να είμαστε δίκαιοι, ο Μακρόν αναγνωρίζει την άτακτη κατάσταση των ευρωπαϊκών υποθέσεων και μεγάλο μέρος της στρατηγικής του είναι μια έκκληση προς την ήπειρο να «ξυπνήσει». Ωστόσο, οι συστάσεις του διακινδυνεύουν να διασπάσουν περαιτέρω την Ευρώπη.

Το όραμα του Μακρόν θα μπορούσε επίσης να ωθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να επανεξετάσουν τις εγγυήσεις ασφαλείας τους. Υπάρχει μια μυθολογία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπαθούν την ευρωπαϊκή αυτονομία, αλλά μια σύντομη ματιά στη μεταπολεμική ιστορία δείχνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ τρέφουν από καιρό την επιθυμία να αφήσουν την ήπειρο αυτόνομη. Οι πρόεδροι Χάρι Τρούμαν, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ακόμη και ο Κένεντι θεώρησαν την στρατιωτική δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη ως προσωρινή, μια γέφυρα προς ένα μέλλον όπου η Ευρώπη θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αφότου τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, κάθε κυβέρνηση, από τον Κλίντον μέχρι τον Ομπάμα, ενθάρρυνε την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στην φροντίδα της δικής της ασφάλειας. Πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήθελαν τίποτα καλύτερο από το να φροντίζει η Ευρώπη την δική της άμυνα, μια ανησυχητική στάση σε μια εποχή που η Ευρώπη διασπάται όλο και περισσότερο και στερείται τις ικανότητες να αντιμετωπίσει διάφορες στρατηγικές προκλήσεις.

Σίγουρα, μια αδύναμη και διαιρεμένη Ευρώπη δεν θα ωφελήσει μακροπρόθεσμα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε [θα την ωφελήσει] μια Ευρώπη που βιάζεται να μεγαλώσει πολύ γρήγορα, αφήνοντας τον εαυτό της επικίνδυνα ευάλωτο πριν μπορέσει να αμυνθεί. Η Κίνα και η Ρωσία αναμφίβολα δεν θα ήθελαν τίποτα περισσότερο.

ΩΡΑ ΝΑ ΤΟ ΞΑΝΑΣΚΕΦΘΟΥΜΕ

Ο Μακρόν έχει δίκιο ότι η Ευρώπη πρέπει να επαναξιολογήσει τις προτεραιότητές της και να ενεργήσει σύμφωνα με αυτές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει να περιπλανείται και να εξαρτάται πλήρως για την ασφάλειά της από μια μακρινή και περισπασμένη υπερδύναμη, ενώ [η ίδια] κάθεται στο περιθώριο. Σε μια εποχή που η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο είναι αβέβαιη, μια ενεργητική ευρωπαϊκή προσπάθεια να συνεισφέρει σε μια στρατηγική για την Δύση θα ήταν άκρως ευπρόσδεκτη.

Οποιαδήποτε νέα στρατηγική, ωστόσο, πρέπει να οικοδομηθεί [βασισμένη] σε πολλές αρχές. Κατ’ αρχάς, ο Μακρόν θα πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να δημιουργήσει συναίνεση για τις πιο πιεστικές προκλήσεις ασφαλείας. Η απειλή που παρουσιάζει η Ρωσία παρέχει ένα πρώιμο αλλά κρίσιμο τεστ, με τρόπο που υπερβαίνει τις άμεσες στρατιωτικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, η Ευρώπη εξαρτάται από την Ρωσία για ενέργεια. Το αν η ήπειρος είναι πρόθυμη να διερευνήσει σοβαρές προσπάθειες για να τερματίσει αυτή την εξάρτηση, θα αποκαλύψει τα απώτερα όρια του τι είναι πρόθυμα να θυσιάσουν τα επιμέρους έθνη-κράτη ως αντάλλαγμα για τη μείωση της μόχλευσης του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν.

Μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική, επίσης, δεν μπορεί να αναδυθεί αποκλειστικά από το Παρίσι. Θα είναι η Γερμανία, με την οικονομική της ισχύ και την ιστορική της κληρονομιά, της οποίας οι ενέργειες θα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από [τις ενέργειες] της Γαλλίας. Και είναι ένα ανοιχτό ερώτημα εάν το Βερολίνο μπορεί να δελεαστεί να συνεισφέρει σε μια κοινή, στραμμένη προς το μέλλον, ευρωπαϊκή στρατηγική που υπερβαίνει τη μερκαντιλιστική κληρονομιά της Μέρκελ. Σε αποφάσεις που εκτείνονταν από τον [αγωγό] Nord Stream 2 έως την δέσμευση με την Κίνα, η μακροβιότερη καγκελάριος ωθήθηκε, παρά τις άλλες αρετές της, από στενά εγχώρια πολιτικά και οικονομικά κίνητρα παρά από μια εξωστρεφή στρατηγική που αναγνώριζε νέους γεωπολιτικούς κινδύνους. Για να διαδραματίσει η Ευρώπη έναν ουσιαστικό ρόλο στον κόσμο, η Γερμανία πρέπει να είναι δεσμευμένη και στρατηγική.

Ούτε η ήπειρος μπορεί να το κάνει μόνη της˙ πρέπει να συμπεριλάβει μη Ευρωπαίους εταίρους. Αυτό υπερβαίνει την προφανή ανάγκη να συντονιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι επιτακτική ανάγκη να συμπεριλάβει το Ηνωμένο Βασίλειο παρά το Brexit, το οποίο, σε τελική ανάλυση, αντανάκλασε την επιθυμία της ίδιας της χώρας για μεγαλύτερο λόγο στις υποθέσεις της. Καμία ευρωπαϊκή στρατηγική —ιδιαίτερα μια [στρατηγική] που υποστηρίζει την αυξημένη αυτονομία— δεν θα έχει νόημα χωρίς τις ικανότητες για την υποστήριξή της. Οι ευρωπαϊκές χώρες, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά, σε μεγάλο βαθμό υποεπενδύουν στην ικανότητά τους να αμυνθούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δαπανά ένα ντροπιαστικό 1,2% του ΑΕΠ της για την άμυνα, λιγότερο από το ένα τρίτο όσων δαπανούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για τους στρατούς τους. Τέλος, κάθε ευρωπαϊκή προσπάθεια πρέπει να καθορίσει τις προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης ενός δύσκολου ερωτήματος που αποφεύγουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι: Για ποιο πράγμα είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν;

Ακόμη και οι κακές ιδέες μπορούν να οδηγήσουν σε καλά αποτελέσματα. Στην δεκαετία του 1960, ο Ντε Γκωλ, δυσφημίζοντας ένα ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και επιδιώκοντας αυτονομία, ώθησε την Δυτική συμμαχία να αναλάβει μια σοβαρή αυτο-μελέτη που επανεξέτασε την αποστολή, τον σκοπό, και τις πολιτικές της. Η Έκθεση Harmel (Harmel Report) του 1967 επαναβεβαίωσε τις βασικές αρχές του ΝΑΤΟ και ώθησε τον οργανισμό να λάβει μια πιο συνεργατική προσέγγιση στα ζητήματα ασφάλειας. Ενδυνάμωσε την συμμαχία και βοήθησε την Δύση να επικρατήσει στον Ψυχρό Πόλεμο. Εάν η έκκληση του Μακρόν για αυτονομία και η τρέχουσα στρατηγική αναθεώρηση του ΝΑΤΟ παραγάγουν ένα παρόμοιο αποτέλεσμα, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να του είναι τόσο ευγνώμονες όσο μια προηγούμενη γενιά θα έπρεπε να ήταν στον Ντε Γκωλ.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2018-10-17/going-it-alone...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-12-10/age-great-power-compe...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/italy/2021-09-24/europes-unlikel...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-04-20/how-not-win-all...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2018-11-02/angela-merkels...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2022-01-19/macrons-flawed...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition