Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν

Έναν χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του, η εξωτερική πολιτική του είναι υπερβολικά προσεκτική και συμβατική

Παρομοίως, η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η αποκαλούμενη Συμφωνία AUKUS (Αυστραλία–Ηνωμένο Βασίλειο–Ηνωμένες Πολιτείες) —στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες διευκόλυναν την πώληση βρετανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία— θα επιδείκνυε την δέσμευση του Μπάιντεν στην οικοδόμηση ισχυρότερων συνεργασιών στην [περιοχή] Ασίας -Ειρηνικού. Αλλά τα όποια θετικά οφέλη που θα μπορούσε να φέρει η Συμφωνία επισκιάστηκαν από τις διπλωματικές συνέπειες που προκάλεσε με την Γαλλία, της οποίας η βιομηχανία κατασκευής υποβρυχίων ξαφνικά στερήθηκε 66 δισεκατομμύρια δολάρια από αυστραλιανά συμβόλαια, εξοργίζοντας το Ελιζέ και δημιουργώντας ένα νέο σημείο διαμάχης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και ενός από τους κυριότερους Ευρωπαίους εταίρους τους. Εν τω μεταξύ, άλλα μέτρα που η κυβέρνηση προσπάθησε να παρουσιάσει ως επιτυχίες ήταν περισσότερο ρητορικά παρά ουσιαστικά: η σύνοδος κορυφής για το κλίμα COP26 (26η Διάσκεψη των Μερών) απέτυχε να καταλήξει σε συμφωνία για βασικά κλιματικά ζητήματα και η υπόσχεση της κυβέρνησης να γίνει το οπλοστάσιο των εμβολίων στον παγκόσμιο αγώνα κατά της COVID-19 ήταν ως επί το πλείστον πολύ λίγη, πολύ αργά.

ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΦΥΛΛΟ

Ασφαλώς, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ήταν υπεύθυνη για όλα τα δεινά της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος κληρονόμησε ένα βαθιά φθαρμένο πολίτευμα, κλονισμένο από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου [2021] και τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Στο πλαίσιο της πολιτικής διαμάχης στο εσωτερικό της χώρας, η επιθυμία της κυβέρνησης να συνδέσει την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική μέσω «μιας εξωτερικής πολιτικής για τη μεσαία τάξη» φαίνεται λογική. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για στρατηγικά ζητήματα. Σήμερα, η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ βρίσκεται σε σχετική παρακμή και η Κίνα, η Ρωσία, και άλλα κράτη είναι ολοένα και πιο διεκδικητικά στις τοπικές περιοχές τους. Από πολλές απόψεις, στον Μπάιντεν έχει δοθεί το άχαρο καθήκον να οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια νέα εποχή της παγκόσμιας πολιτικής.

Η καταστροφική κληρονομιά της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ έχει φέρει επίσης την κυβέρνηση Μπάιντεν σε σοβαρό μειονέκτημα. Βήματα όπως η απόσυρση του πρώην προέδρου από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν ή ο εμπορικός πόλεμος του με την Κίνα έχουν αφήσει την κυβέρνηση Μπάιντεν με περιορισμένες επιλογές. Ο Τραμπ σπατάλησε, επίσης, τέσσερα χρόνια σε άσκοπες εκστρατείες «μέγιστης πίεσης» για να παρακινήσει το Ιράν και την Βόρεια Κορέα να παραιτηθούν από την περαιτέρω πυρηνική ανάπτυξη. Το απρόβλεπτο του Τραμπ θα κάνει επίσης πολύ δυσκολότερο για τον Μπάιντεν να δεσμεύσει αξιόπιστα τους δικούς του διαδόχους στις διεθνείς συμφωνίες.

Η κληρονομιά του Τραμπ, ωστόσο, είναι ένας μόνο λόγος που η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν έχει σημειώσει τόσο λίγες επιτυχίες. Η ομάδα του Μπάιντεν έχει επιδιώξει αυτο-υπονομευτικές πρωτοβουλίες, όπως η διοργάνωση μιας «συνόδου κορυφής για την δημοκρατία» κατά την διάρκεια του πρώτου έτους της, ακόμη και παρά τις ενστάσεις κάποιων από τους υποστηρικτές της. Οι αναπόφευκτες ειδήσεις περί υποκρισίας και δυσαρεστημένων συμμάχων που αποκλείστηκαν από την σύνοδο κορυφής δεν ενίσχυσαν την φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε [την ενίσχυσε] η συμφωνία AUKUS ή η ακατανόητη σύγχυση του Μπάιντεν σχετικά με την φύση της δέσμευσης ασφάλειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν [2], την οποία έχει χαρακτηρίσει λανθασμένα σε πολλές περιπτώσεις, αφήνοντας τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να μαζέψουν τα σπασμένα. Εν τω μεταξύ, βασικές θέσεις εθνικής ασφάλειας στην κυβέρνηση έχουν παραμείνει ακάλυπτες για μήνες, μια καθυστέρηση που οφείλεται μόνο εν μέρει στην αδιαλλαξία του Κογκρέσου.

Αυτή η αναποφασιστικότητα αντανακλάται επίσης στα μπερδεμένα μηνύματα της κυβέρνησης σε βασικά ερωτήματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι ασαφές εάν ο Μπάιντεν θέλει να αποπροτεραιοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να εστιάσει στην εσωτερική πολιτική, όπως έχουν αναλογιστεί δημοσίως ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ο Μπάιντεν έχει υπαινιχθεί ότι θέλει να απομακρυνθεί από τη Μέση Ανατολή, συρρικνώνοντας την διεύθυνση Μέσης Ανατολής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (National Security Council) και βάζοντας περιφερειακά ζητήματα και συμμάχους σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει αντιστοιχίσει αυτή την ρητορική με ενέργειες όπως η μείωση του επιπέδου των στρατευμάτων. Το αποκαλούμενο τέλος της αποστολής μάχης των ΗΠΑ στο Ιράκ, για παράδειγμα, δεν ήταν κάτι παραπάνω από φλυαρία˙ οι περίπου 2.500 στρατιώτες σε αυτή την χώρα θα παραμείνουν εκεί σε «υποστηρικτικούς ρόλους». Στην Συρία, όπου η αποστολή παραμένει ασαφής, σχεδόν χίλιοι στρατιώτες των ΗΠΑ παραμένουν σε μια ενεργή ζώνη σύγκρουσης.

Ακόμη και όταν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης έχουν κάνει βήματα για την διόρθωση της πορείας, στον απόηχο των καταστροφών της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, έχουν φανεί συχνά διστακτικοί. Για παράδειγμα, παρά την προεκλογική υπόσχεση του Μπάιντεν να επανέλθει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η κυβέρνηση πέρασε μήνες συζητώντας εάν θα το πράξει ή εάν θα επιδιώξει μια νέα συμφωνία. Αυτή η καθυστέρηση, η οποία είχε στόχο να κατευνάσει τα γεράκια του Κογκρέσου, σπατάλησε ένα πολύτιμο παράθυρο πρώτων διαπραγματεύσεων, πριν από τις εκλογές στο Ιράν που έφεραν τους σκληροπυρηνικούς στην εξουσία. Οποιαδήποτε συμφωνία συναφθεί τώρα πιθανώς θα είναι πολύ χειρότερη από όσο θα μπορούσε να είναι, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ενός αποτελέσματος «χωρίς συμφωνία». Η κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να σχεδιάζει μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τραμπ για αυτό το αποτέλεσμα.