Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία

Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να παραχωρήσει στον Πούτιν την σφαίρα επιρροής που επιθυμεί

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ήταν μια διαδικασία που ωθήθηκε από την ζήτηση. Πράγματι, οι Δυτικοί ηγέτες ήταν αρχικά χλιαροί σχετικά με τα αιτήματα για ένταξη από ηγέτες όπως ο Βάτσλαβ Χάβελ της Τσεχικής Δημοκρατίας και ο Λεχ Βαλέσα της Πολωνίας. Η συμμαχία, η οποία είχε διευρυνθεί πέρα από τον αρχικό αριθμό μελών της, του 1949, συμπεριλαμβάνοντας την Ελλάδα και την Τουρκία το 1952 και την Ισπανία το 1982, άρχισε να μεγαλώνει ξανά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, επειδή χώρες που προηγουμένως ήταν υποτελείς στην σοβιετική κυριαρχία πίστευαν ότι η ένταξη στην συμμαχία θα τους επέτρεπε να γίνουν μέρος μιας Ευρώπης «ολόκληρης και ελεύθερης». Ήταν ένα βασικό βήμα προς την ένταξη στις οικονομικές [δομές] και στις δομές ασφάλειας της Ευρώπης και την απόκτηση ασφάλειας έναντι της πιθανότητας μιας ρεβανσιστικής Ρωσίας. (Οι ισχυρισμοί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν να μην επεκταθούν ποτέ προς τα ανατολικά έχουν απορριφθεί τόσο από τον τότε Σοβιετικό ηγέτη, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, όσο και από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ.)

Ο πρώτος μετασοβιετικός πρόεδρος της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, έστειλε ανάμεικτα μηνύματα σχετικά με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και την προοπτική ένταξης της Ρωσίας στην συμμαχία. Κατά την διάρκεια μιας επίσκεψης στην Βαρσοβία το 1993, ο Γέλτσιν είπε ότι κατανοούσε την επιθυμία της Πολωνίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και είπε ότι δεν απειλούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Έναν μήνα αργότερα, έστειλε μια επιστολή στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον [6], αντιτιθέμενος στην διεύρυνση, αλλά υπενθυμίζοντας στον Αμερικανό ομόλογό του το εκπεφρασμένο ενδιαφέρον του για ένταξη της Ρωσίας.

Το 1999, το πρώτο κύμα της μεταψυχροπολεμικής διεύρυνσης έφερε την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, και την Πολωνία στο ΝΑΤΟ. Οι λαοί αυτών των χωρών θα κοιμόντουσαν καλύτερα τη νύχτα με τις εγγυήσεις ασφαλείας του άρθρου 5, ειδικά αφότου ο Πούτιν, ένας πρώην αξιωματικός της KGB, αντικατέστησε τον Γέλτσιν στη Μόσχα. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Πούτιν, ο οποίος εκτελούσε τότε καθήκοντα προέδρου, αναφέρθηκε στην πιθανότητα ότι και η Ρωσία ίσως ενδιαφερόταν να ενταχθεί [στο ΝΑΤΟ]. «Γιατί όχι; Γιατί όχι;» είπε στον δημοσιογράφο του BBC, David Frost, όταν ρωτήθηκε για την ρωσική ένταξη. «Δεν αποκλείω ένα τέτοιο ενδεχόμενο... ότι θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα της Ρωσίας, εάν πρόκειται να είναι ισότιμη εταίρος».

Το πρόβλημα ήταν ότι ο Πούτιν ήθελε η Ρωσία να μπορεί να ενταχθεί με τους όρους της Ρωσίας, ως ισότιμη, και να μην είναι υποχρεωμένη να πληροί τα κριτήρια για τα νέα μέλη. Η Ρωσία βρισκόταν επίσης στη μέση μιας βίαιης εκστρατείας κατά της επαναστατημένης δημοκρατίας της Τσετσενίας, η οποία αντικατόπτριζε μια περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιφατική με την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Τελικά, το Κρεμλίνο δεν αναζήτησε ποτέ σοβαρά την ένταξη και το ΝΑΤΟ δεν την επιδίωξε ενεργά. Ούτε η Ρωσία έκανε ποτέ μια σοβαρή προσπάθεια να χρησιμοποιήσει το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO – Russia Council), τον συμβουλευτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από σεβασμό στις ρωσικές ευαισθησίες και ανησυχίες για την διαδικασία της διεύρυνσης.

Το επόμενο κύμα διεύρυνσης, το 2004, περιελάμβανε τα τρία κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, και Λιθουανία), μαζί με την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Σλοβακία, και την Σλοβενία. Η Ρωσία ήταν δυσαρεστημένη με αυτή την εξέλιξη, παρόλο που δεν προκάλεσε επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τα πιο σταθερά και ασφαλή σύνορα της Ρωσίας είναι αυτά με τα κράτη της Βαλτικής, τα οποία δεν αποτελούν απολύτως καμία απειλή για τη Μόσχα – αν και αυτό δεν εμπόδισε την Ρωσία από το να ενθαρρύνει μια μαζική κυβερνοεπίθεση εναντίον της Εσθονίας το 2007.

Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Το 2008, η Ουκρανία και η Γεωργία αιτήθηκαν ένα σχέδιο δράσης για την ένταξη (Membership Action Plan, MAP) ως ένα βήμα προς την τελική προσχώρηση. Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, ήταν σθεναρά αντίθετη και επεξεργάστηκε έναν συμβιβασμό με τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους [τον νεότερο] στην δήλωση της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου, η οποία ανέφερε ότι οι δύο χώρες θα γίνονταν μέλη, χωρίς να διευκρινίζει πότε και πώς. Πέντε μήνες αργότερα, τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Γεωργία, παρόλο που σε ετούτη την χώρα δεν είχε προσφερθεί MAP. Οι επικριτές της δήλωσης του Βουκουρεστίου ισχυρίζονται ότι προκάλεσε τον Πούτιν να λάβει μέτρα, κυρίως κατέχοντας τμήματα της Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008, για να διασφαλίσει ότι η δέσμευση δεν θα πραγματοποιείτο ποτέ. Στην πραγματικότητα, το λάθος του Βουκουρεστίου ήταν ότι δεν πήγε αρκετά μακριά. Έδωσε στον Πούτιν τόσο μια δικαιολογία για να δημιουργήσει εντάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγή καθεστώτος στη Γεωργία -μισούσε τον Γεωργιανό ηγέτη Mikheil Saakashvilli και φοβόταν την αυξανόμενη απόσταση της Γεωργίας από τη Μόσχα– όσο και να υποδηλώσει ότι η Δυτική υποστήριξη προς την Γεωργία ήταν διστακτική. Επιπλέον, η πολύπλοκη διαμόρφωση της διακήρυξης της συνόδου κορυφής ίσως υποδήλωσε στο Κρεμλίνο ότι είχε ένα μικρό παράθυρο για να επιβάλλει την αλλαγή στην Τιφλίδα. Είναι, φυσικά, αδύνατο να αποδείξει κάποιος το αντίθετο: ότι η προσφορά ενός MAP θα είχε αποτρέψει τον Πούτιν από το να εισβάλει στους γείτονές του. Αλλά είναι σαφές ότι η ρωσική εχθρότητα προς την Γεωργία και την Ουκρανία και ο φόβος της κλίσης τους προς την Ευρώπη, ήταν ήδη ιδιαιτέρως υπερκαθορισμένοι πριν από το Βουκουρέστι, και [είναι] απίθανο ότι μια αόριστη επαναδιατύπωση της υπάρχουσας πολιτικής ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ έκανε την διαφορά.