Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας

Μισός αιώνας στρατηγικής σχέσης*

Σε παλαιότερη μελέτη μας είχαμε προσπαθήσει να εκθέσουμε, συνοπτικά, την φύση των διεθνών ενεργειακών σχέσεων, με έμφαση στην πλέον σταθερή εξ αυτών: την εξαγωγή φυσικού αερίου και δη μέσω αγωγών. Και είχαμε καταλήξει στην διαπίστωση ότι «διεθνείς συνεργασίες ενεργειακής φύσεως στηριζόμενες πρωτίστως σε πολιτικά ή συναφή, άσχετα με την αγορά, κριτήρια είναι καταδικασμένες: Δεν θα τελεσφορήσουν, εάν δεν διαθέτουν στέρεες βάσεις βιωσιμότητας. Η πολιτική διάσταση -ιδίως η διάσταση ασφάλειας- των διεθνών ενεργειακών συμφωνιών είναι μεν υπαρκτή, αλλά δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται…» [1]. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως ορισμένες ενεργειακές συνεργασίες δεν προέκυψαν και από την επιθυμία ενίσχυσης της διεθνούς ασφάλειας, π.χ. από την ανάγκη οικοδόμησης μιας σχέσης αλληλεξάρτησης (βλ. παρακάτω). Όμως η μεγέθυνση και μακροημέρευσή τους δεν μπορεί να συντελεστεί, εφόσον δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη και η εμπορική τους βιωσιμότητα, με βάση τον αδήριτο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

13022022-1.jpg

Ειδικοί πραγματοποιούν μια σύνδεση το σωλήνα καθώς ολοκληρώνουν την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 επί της φορτηγίδας Fortuna στην Βαλτική Θάλασσα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2021. Nord Stream 2/Handout via REUTERS
---------------------------------------------------------

Η σημαντικότερη διεθνής ενεργειακή συνεργασία, από την άποψη των ποσοτήτων φυσικού αερίου οι οποίες έχουν μεταφερθεί μέχρι τώρα, είναι μεταξύ της Γερμανίας (Δυτικής Γερμανίας έως τον Οκτώβριο του 1990) με την Ρωσία (έως τον Δεκέμβριο του 1991, Σοβιετική Ένωση). Ανάγεται στην πρώτη σύμβαση προμήθειας αερίου (1970), ένα θρίαμβο τόσο της διπλωματίας, όσο και της οικονομίας. Η σχέση αυτή αποδείχτηκε επί μισό αιώνα τόσο στενή, παρά τις κατά καιρούς διαμαρτυρίες τρίτων, ώστε να μην αποτελεί υπερβολή η φράση περί σύμπηξης ενεργειακού «άξονα». Η πρόσφατη ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2 δεν μπορεί να ειδωθεί αυτοτελώς: είναι άλλη μια ψηφίδα σε αυτή την συνεργασία. Το δοκίμιο αυτό εκθέτει τόσο την ιστορία όσο και την λογική της προσέγγισης, ενώ για περαιτέρω εμβάθυνση η μονογραφία «Κόκκινο Αέριο» ενός Σουηδού καθηγητή (2013) παραμένει αξεπέραστη [2]. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θίξουμε και τις μελλοντικές προοπτικές της, με δεδομένη την γερμανική Energiewende («ενεργειακή μετάβαση»), η οποία αποσκοπεί να μειώσει πολύ τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050.

ΑΥΣΤΡΙΑ, ΒΑΥΑΡΙΑ, ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ… RUHRGAS (1970)

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η αχανής ΕΣΣΔ, η οποία ούτως ή άλλως διέθετε τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο, απέκτησε πλεονάζουσα παραγωγή και αισθάνθηκε έτοιμη να προβεί σε εξαγωγές προς Ευρώπη. Μέχρι τότε, προείχε η ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου μεταφοράς και διανομής, η οποία, σημειωτέον, ήταν στρατηγικής σημασίας για την συνοχή του μεγαλύτερου κράτους στον κόσμο: ειδικότερα, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος ΕΣΣΔ, οι αγωγοί φυσικού αερίου -και πετρελαίου- δεν ήταν απλά μέσα διαμετακόμισης ενέργειας: δρούσαν και ως «σταθεροποιητικοί αρμοί» της ίδιας της Ένωσης, δημιουργώντας σχέσεις αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις 15 Δημοκρατίες, εξ ου και τα πομπώδη ονόματά τους όπως «Ένωση», «Φιλία», «Αδελφότητα» κλπ. Το 1965, συστάθηκε αυτοτελές Υπουργείο Βιομηχανίας Φυσικού Αερίου, ως μετεξέλιξη της πρώην κρατικής υπηρεσίας Glavgaz. Πρώτος επικεφαλής του, όπως και της Glavgaz από συστάσεώς της, ήταν ο Αλεξέι Κορτούνωφ (1906-1973). Ο εξαγωγικός βραχίονας του Υπουργείου ονομαζόταν Soyuzneftexport και αυτονόητοι πελάτες στην Ευρώπη ήταν καταρχήν οι κομμουνιστικές χώρες-δορυφόροι της COMECON, με το πρώτο συμβόλαιο εξαγωγής αερίου να υπογράφεται με την Τσεχοσλοβακία το Δεκέμβριο του 1964.

Οι εξαγωγές προς την καπιταλιστική Δύση ήταν ακόμη μεγαλύτερο δέλεαρ, καθώς για την οικονομία της ΕΣΣΔ -όπως και σήμερα για εκείνη της Ρωσίας- η ανάγκη εξασφάλισης σκληρού νόμισματος (ξένου συναλλάγματος), μέσω των εξαγωγών υδρογονανθράκων, ήταν τεράστια [3]. Η πρώτη αγορά-στόχος του Κορτούνωφ ήταν η ουδέτερη πολιτικά Αυστρία, όπου η κρατική εταιρεία OMV επεδίωκε από πολλά χρόνια να αναπτύξει έναν περιφερειακό «κόμβο» εμπορίας και διανομής αερίου (gas trading hub) για όλη την Κεντρική Ευρώπη στο Μπαουμγκάρτεν. Το ιστορικό συμβόλαιο προμήθειας σοβιετικού αερίου υπεγράφη στην Βιέννη την 1/6/1968 και αφορούσε μικρή ποσότητα, η οποία θα αυξανόταν σταδιακά στο μέλλον. Μόλις τρεις μήνες αργότερα, την 1/9/1968, εγκαινιάστηκε ο διασυνδετήριος αγωγός Τσεχοσλοβακίας-Αυστρίας κι έτσι το πρώτο «κόκκινο» αέριο έφτασε στην Δύση. Σήμερα, η σχετικά μικρή Αυστρία εισάγει, τόσο για ίδια κατανάλωση όσο και για επανεξαγωγή σε τρίτες χώρες μέσω Μπαουμγκάρτεν, 16,3 δισ. κ.μ. ρωσικού αερίου ετησίως (στοιχεία 2019), υπολειπόμενη μόνο της Γερμανίας (57 δισ. κ.μ.) και της Ιταλίας (22 δισ. κ.μ.).

Για την Δυτική Γερμανία της εποχής, η στροφή προς την Ανατολή δεν ήταν αυτονόητη απόφαση, καθώς οι πολιτικές σχέσεις της με την Σοβιετική Ένωση παρέμεναν εξαιρετικά τεταμένες μέχρι και την δεκαετία του 1960, με επίκεντρο το αμφισβητούμενο καθεστώς του Δ. Βερολίνου. Επιπλέον, η χώρα βασιζόταν στον εγχωρίως παραγόμενο άνθρακα (55%), η δε διείσδυση του φυσικού αερίου στο «ενεργειακό μείγμα» ήταν ακόμη πολύ μικρή (μόλις 2% το 1965). Εντούτοις, οι δυνάμεις της αγοράς στο πλούσιο κρατίδιο της Βαυαρίας άρχισαν «να καλοβλέπουν» προς την ΕΣΣΔ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, παράλληλα με τους Αυστριακούς τους γείτονες. Ένθερμος υποστηρικτής τους αποδείχτηκε ο Βαυαρός Υπουργός Οικονομικών-Μεταφορών, Όττο Σεντλ, γνωστός θιασώτης και της ενεργειακής ασφάλειας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας στον δευτερογενή τομέα, εκείνο της μεταποίησης. Για τον Σεντλ, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις με βιομηχανίες όπως η BMW, η Audi κλπ, το φυσικό αέριο έμοιαζε ως το ιδανικό καύσιμο και, επιπλέον, ήταν πιο «καθαρό» περιβαλλοντικά από τον γαιάνθρακα. Αυτή η τελευταία μορφή ενέργειας είχε ένα ακόμη μειονέκτημα: παραγόταν στον γερμανικό Βορρά, με την οποία η βαυαρική βιομηχανία τελούσε σε «εσωτερικό» ανταγωνισμό [4]. Ευθύς, λοιπόν, μόλις πληροφορήθηκε τις διαπραγματεύσεις των Αυστριακών με τους Σοβιετικούς, ο Σεντλ εξέφρασε ενδιαφέρον για την σύναψη ενός κοινού συμβολαίου για όγκο 5 δισ. κ.μ. ετησίως με την ΕΣΣΔ, στην βάση του οποίου η μεν Βαυαρία θα εισήγαγε ετησίως 3 δισ. κ.μ., η δε Αυστρία 2 δισ. κ.μ.

Όμως ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο τέλος του 1966 τον πρόλαβαν: Σε ένα ευρύτερο, Ομοσπονδιακό πλαίσιο, ήταν δύσκολη οποιαδήποτε συνεργασία με την «Αρκούδα», όσο Καγκελάριος παρέμενε ο διάδοχος του Αντενάουερ και έντονα αντισοβιετικός, Λούντβιχ Έρχαρτ. Τον Οκτώβριο του 1966, όμως, η κυβέρνηση Έρχαρτ ανετράπη και στο πλαίσιο του «Μεγάλου Συνασπισμού» που ακολούθησε από 1/12/1966 το Υπουργείο Εξωτερικών ανατέθηκε στον Σοσιαλιστή Βίλυ Μπραντ. Ήδη από τότε ο Μπραντ, ο οποίος αργότερα θα γινόταν και καγκελάριος, επεξεργαζόταν τα σπέρματα της περίφημης «Νέας Ανατολικής Πολιτικής» (“Neue Ostpolitik”): αυτή εστίαζε στην προσέγγιση με την Σοβιετική Ένωση και το Ανατολικό Μπλοκ [5]. Ήταν επίσης περιβαλλοντικά ευαίσθητος και είχε από παλιά υποσχεθεί «γαλάζιους ουρανούς πάνω από την Ρηνανία» (δηλαδή χωρίς άνθρακα). Το Δεκέμβριο του 1966, υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών του Μπραντ η περίφημη Έκθεση Σλίκερ. Εκεί ο Βίλυ Σλίκερ, εμβληματικός βιομήχανος από τον πανίσχυρο κλάδο του χάλυβα, υποστήριζε ότι το σοβιετικό αέριο θα ήταν φθηνότερο από το υφιστάμενο ολλανδικό αέριο. Επίσης, τους αποκάλυψε τις προθέσεις των Βαυαρών για εισαγωγή αερίου από την ΕΣΣΔ.

Ο Μπραντ και ο σύμβουλός του Ε. Μπαρ ήταν θετικοί στην προοπτική συνεργασίας με τους Σοβιετικούς, όμως δεν ήταν μόνοι τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η Έκθεση Σλίκερ προωθήθηκε στο Υπουργείο Οικονομίας, υπεύθυνο και για θέματα ενέργειας, όπου «έπεσε στο τραπέζι» η ιδέα ενός συνδυασμού εισαγωγών αερίου με εξαγωγές γερμανικών ατσαλωλήνων για αγωγούς. Οι ενστάσεις εντός της γερμανικής γραφειοκρατίας ήταν αρκετές, από την ανάγκη προστασίας του εγχώριου άνθρακα (ισχυρό λόμπι την εποχή εκείνη στην Βόννη) μέχρι λόγοι εθνικής ασφαλείας. Τον Ιούνιο του 1967, ο Κορτούνωφ, έχοντας πληροφορηθεί από τις πηγές του την σχετική συζήτηση στην Βόννη, απέστειλε στο Αμβούργο (που φιλοξενούσε διεθνές συνέδριο για το φυσικό αέριο) μια αποστολή 32 ειδικών, με επικεφαλής τον Υφυπουργό Α. Σορόκιν. Εκεί ο Σορόκιν είδε σημαντικούς παράγοντες του κλάδου και στην συνέχεια πραγματοποίησε περιοδεία σε αρκετά βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Γερμανίας. Οι Σοβιετικοί εντυπωσιάστηκαν από το τεχνολογικό επίπεδο της γερμανικής σωληνουργίας στην Ρουρ, της οποίας τα στελέχη τούς είπαν ότι μπορούσαν να τους προμηθεύσουν με 200.000 τόννους σωλήνων ετησίως. Στο Μόναχο συνομίλησαν με τον Σεντλ και του γνώρισαν την ετοιμότητά τους να προμηθεύσουν με αέριο την Βαυαρία. Η επίσκεψη Σορόκιν, σε συνδυασμό με την πρόοδο που σημειώθηκε την ίδια εποχή στην υπόθεση της OMV, μετέβαλαν το κλίμα υπέρ της συνεργασίας.

Ακολούθησαν 2,5 χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα (εταιρικό, κρατιδιακό, ομοσπονδιακό) μέχρι τελικά να υπογραφεί το συμβόλαιο προμήθειας «κόκκινου» αερίου από την εταιρεία Ruhrgas. Σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της συμφωνίας με την Soyuzneftexport διαδραμάτισαν οι χειρισμοί του επικεφαλής (CEO) της Ruhrgas, Χέρμπερτ Σέλμπεργκερ. Αυτός παρέκαμψε τους Βαυαρούς από την τελική φάση των συνομιλιών, προς μεγάλη απογοήτευση του Σεντλ. Στο καθαρά εμπορικό σκέλος της συμφωνίας τα δύο κύρια σημεία τριβής ήταν η τιμή -που θα έπρεπε να είναι μικρότερη της ολλανδικής- και η ποσότητα. Και το πολιτικό τοπίο στο μεταξύ είχε καταστεί ευμενέστερο, καθώς στις 21/10/1969 ο Βίλυ Μπραντ ορκίστηκε καγκελάριος, με την στήριξη και των Φιλελεύθερων και έκανε πράξη τη «Neue Ostpolitik». Τα τελευταία προσκόμματα προήλθαν από τις δύο αμερικανικών συμφερόντων εταιρείες Esso και Shell, οι οποίες κατείχαν μαζί μετοχικό μερίδιο 25% επί της Ruhrgas. Ανώτατα στελέχη των Esso και Shell μετέβησαν στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας για άσκηση πιέσεων εναντίον της συμφωνίας με την ΕΣΣΔ, όπου και έλαβαν την απάντηση ότι αυτή θα προχωρούσε σε κάθε περίπτωση «για πολιτικούς λόγους» (το οικονομικό σκέλος ήταν αυτονόητο). Τελικά, την 1η Φεβρουαρίου 1970 υπογράφτηκε στην Έσση η ιστορική συμφωνία, η οποία προέβλεπε την εισαγωγή 3 δισ. κ.μ. σοβιετικού φυσικού αερίου ετησίως από την Ruhrgas, με έναρξη παραδόσεων 1/10/1973. Η επιθυμία του Μπραντ ήταν για 5 - 6 δισ. κ.μ. ετησίως, αλλά στην φάση εκείνη η εν λόγω ποσότητα δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί.

Η συμφωνία του 1970, όμως, είχε και μια άλλη, πολύ σημαντική, διάσταση: προέβλεπε την εξαγωγή στην Σοβιετική Ένωση, από την γερμανική εταιρεία Mannesmann AG, ατσαλοσωλήνων μεγάλης διαμέτρου, την ποιότητα των οποίων είχε αναγνωρίσει η αποστολή Σορόκιν το 1967. Μέσα σε 2,5 έτη, από το θέρος του 1970 έως το τέλος του 1972, εξήχθησαν 1.200.000 τόννοι σωλήνων (ικανοί να καλύψουν μια διαδρομή 2.000 χιλιομέτρων), αξίας 895 εκατ. μάρκων. Να γιατί ορισμένοι την αποκαλούν «gas-for-pipes deal». Μαζί με λοιπό τεχνολογικό εξοπλισμό που επίσης εξήχθη στην ΕΣΣΔ στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας, οι συνολικές πωλήσεις από γερμανικές εταιρείες έφτασαν τα 1,32 δισ. μάρκα, δυσθεώρητο νούμερο για τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από το ποσό αυτό, δε, η Δυτική Γερμανία κάλυψε το 85%, μέσω δεκαετούς δανείου προς την ΕΣΣΔ. Αυτό το χορήγησε κοινοπραξία τραπεζών υπό την Deutsche Bank με το λίαν ελκυστικό επιτόκιο αποπληρωμής του 6,25% (έως τότε η Μόσχα δανειζόταν συνάλλαγμα από τις αγορές με 10%).

Ο ΥΠΕΡ-ΑΓΩΓΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΥΡΕΝΓΚΟΪ (1983)

Η κατασκευή όλων των σχετικών υποδομών και εντός της ΕΣΣΔ και προς Γερμανία ολοκληρώθηκε γρήγορα, η δε ημερομηνία παραδόσεων (1/10/1973) που προβλεπόταν από τη σύμβαση του 1970 τηρήθηκε με απόλυτη ακρίβεια. Για πρώτη φορά, το φυσικό αέριο που εξήχθη στη Δύση ήταν σιβηριανής προέλευσης, χάρη στους τεράστιους γερμανικούς ατσαλοσωλήνες [6]. Ο νέος Υπουργός Αερίου της ΕΣΣΔ, Σ. Ορούντσεφ, Αζέρος στην καταγωγή, εγκαινίασε τις παραδόσεις [7]. Σήμερα, όπως αναφέραμε, η ενωμένη Γερμανία έχει φτάσει να εισάγει 57 δισ. κ.μ. ετησίως από την Ρωσία (στοιχεία 2019). Μετά το κλίμα «ύφεσης» (détente) στις σχέσεις των δύο Υπερδυνάμεων κατά την δεκαετία του 1970, η αμερικανική στάση έναντι της Μόσχας μεταβλήθηκε ουσιωδώς τον Δεκέμβριο του 1979 (σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν) και, ιδίως, από τον Ιανουάριο του 1981, επί προεδρίας Ρόναλντ Ρήγκαν. Αυτή αποδείχτηκε μια πολύ κρίσιμη περίοδος για το μέλλον των σοβιετικών εξαγωγών αερίου προς ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη, για τον εξής λόγο: το 1978, ξεκίνησε ανατολικά των Ουραλίων, στη Β. Σιβηρία, η παραγωγή του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στον κόσμο, του Ουρενγκόι, που είχε ανακαλυφθεί το 1966. Το υπερ-κοίτασμα Ουρενγκόι διέθετε πάνω από 10 τρισ. κ.μ. απολήψιμα αποθέματα, από τα οποία μέχρι σήμερα έχουν αντληθεί 8 τρισ. κ.μ. (παγκόσμιο ρεκόρ παραγωγής για ένα μόνο κοίτασμα).

13022022-2.jpg

Ο Oskar Lafontaine (αριστερά), επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) και ο Gerhard Schroeder (SPD), πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας κοιτούν ένα βιβλίο για τον διάσημο Γερμανό σοσιαλδημοκράτη και πρώην καγκελάριο, Willy Brandt, κατά την διάρκεια της εκδήλωσης για την προεκλογική εκστρατεία στην Κάτω Σαξονία, στις 18 Ιανουαρίου 1988, στο Ανόβερο. REUTERS
-------------------------------------

Ο Σ. Ορούντσεφ ανέλαβε προσωπικά το «στοίχημα» να διοχετεύσει την πλεονάζουσα δυναμικότητα του Ουρενγκόι στην Δύση μέσω της σύναψης νέων εξαγωγικών συμβολαίων-μαμούθ. Αυτό θα επέτρεπε στην σοβιετική παραγωγή φυσικού αερίου να υπερβεί την αμερικανική [8]. Κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούσε επίσης την κατασκευή ενός ολοκαίνουργιου αγωγού μήκους 4.500 χιλιομέτρων (αγωγός Ουρενγκόι-Ουσγκορόντ), μακράν του μεγαλύτερου αλλά και ακριβότερου στον κόσμο. Τόσο οι οικονομικές, όσο και οι τεχνολογικές δυνατότητες της ΕΣΣΔ ήταν άκρως αμφίβολο αν το επέτρεπαν. Από την άλλη πλευρά, το 1977 ξεκίνησαν στην Δ. Γερμανία μαζικές εισαγωγές νορβηγικού αερίου από την εταιρεία Statoil, γεγονός που μετρίασε κάπως την ζήτηση για περισσότερο «κόκκινο» αέριο. Από την άλλη, μια ακόμη πιθανή πηγή εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, το Ιράν του Σάχη, αποκλείστηκε άδοξα λόγω της Ισλαμικής Επανάστασης. Η πρώτη βολιδοσκόπηση του Ορούντσεφ εκ μέρους της Ruhrgas είχε λάβει χώρα στη Μόσχα το 1978, όταν οι αναταραχές αναστάτωναν την Τεχεράνη. Τελικά, το 1979 ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ έδωσε εντολή να ξεκινήσουν συνομιλίες με τους Δυτικούς για μια νέα δέσμη συμβολαίων, που θα αφορούσαν το αέριο του Ουρενγκόι.

Οι ενέργειες των ΗΠΑ εναντίον των σχεδίων των Μπρέζνιεφ και Ορούντσεφ επικεντρώθηκαν πρωτίστως στην Δυτική Γερμανία, ως μείζονα πελάτη των Σοβιετικών, αλλά και σε εκείνες τις Δυτικές χώρες οι οποίες εξήγαγαν στην ΕΣΣΔ εξαρτήματα, ιδίως δε συμπιεστές (compressors) για αγωγούς φυσικού αερίου. Στην τεχνολογία συμπιεστών πρώτη δύναμη ήταν ανέκαθεν η General Electric (GE) και τότε οι ΗΠΑ επέβαλαν εξαγωγικό εμπάργκο προς ΕΣΣΔ απαιτώντας να το εφαρμόσουν και οι όλες οι ευρωπαϊκές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν, κατόπιν αδείας, τεχνολογία προελεύσεως GE. Παρά τις ενστάσεις, το Νοέμβριο του 1981 υπεγράφη συμβόλαιο-μαμούθ μεταξύ γερμανικών εταιρειών και της Soyuzneftexport για 10,5 δισ. κ.μ. ετησίως [9]. Ήταν το μεγαλύτερο έως τότε στον κόσμο, η δε συνολική ποσότητα αερίου η οποία συμβολαιοποιήθηκε από όλες τις Δυτικές χώρες πλησίαζε τα 30 δισ. κ.μ. ετησίως, αρκετή για να δικαιολογήσει τον φαραωνικό αγωγό (χωρητικότητα: 32 δισ. κ.μ.) από την άποψη της μακροπρόθεσμης οικονομικής βιωσιμότητας.

Ομοίως λύθηκε το θέμα της χρηματοδότησης: πάλι μια ομάδα τραπεζών με επικεφαλής την Deutsche Bank ανέλαβε να δανείσει στην ΕΣΣΔ 3,4 δισ. μάρκα, για την εισαγωγή εξοπλισμού. Απέμενε η μεταφορά Δυτικής τεχνολογίας, καθώς έπρεπε να εξαχθούν στην ΕΣΣΔ 125 συμπιεστές. Ο Ρήγκαν άσκησε πίεση προς την στενή φίλη του, Μάργκαρετ Θάτσερ, ώστε να ακυρωθεί το βρετανικό συμβόλαιο της John Brown για συμπιεστές. Η «σιδηρά κυρία», όμως, όχι μόνο δεν του έκανε το χατίρι, αλλά διεμήνυσε ότι θα λάμβανε νομικά μέτρα στην περίπτωση που οι ΗΠΑ δρομολογούσαν επισήμως ζήτημα! Μετά από επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον των ΗΠΑ εκ μέρους των 10 κρατών της ΕΟΚ τον Νοέμβριο του 1982 ο Ρήγκαν ήρε το εμπάργκο κι έτσι ο αγωγός Ουρενγκόι-Ουσγκορόντ, διερχόμενος μέσω ΣΣΔ Ουκρανίας, εγκαινιάστηκε στο τέλος του 1983. Αποτέλεσμα: μέσα σε επτά μόνο έτη μέχρι το 1990, οι εξαγωγές «κόκκινου» αερίου προς την Δ. Ευρώπη απογειώθηκαν από τα 29 δισ. κ.μ. στα 63 δισ. κ.μ. με τη «μερίδα του λέοντος» να αντιστοιχεί στην ενωμένη πλέον Γερμανία. Το 1989, το Υπουργείο Αερίου της ΕΣΣΔ αντικαταστάθηκε από ένα εταιρικό μόρφωμα υπό κρατικό έλεγχο, την περιβόητη Gazprom.

Ο ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ NORD STREAM 1 ΚΑΙ 2

Toν Δεκέμβριο του 1991, η ΕΣΣΔ κατέρρευσε και η διμερής συνεργασία συνεχίστηκε με το διάδοχο κράτος, την Ρωσική Ομοσπονδία. Στις 17/12/1994 η τελευταία υπέγραψε -αλλά ουδέποτε επικύρωσε- την σημαντική Συνθήκη περί «Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας», η οποία ορίζει ότι το εμπόριο υλικών και προϊόντων ενέργειας θα πρέπει να διέπεται από τις διατάξεις του WTO (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι εμμένουν, μέχρι και σήμερα, σε ένα καθεστώς πολύ σκληρού προστατευτισμού ως προς την ενέργεια (γνωστού και ως «εθνικισμού των φυσικών πόρων»), απαιτώντας, όμως, απρόσκοπτη πρόσβαση στην λίαν προδοσοφόρα ευρωπαϊκή αγορά. Εν τω μεταξύ, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχωρούσε και προς την κατεύθυνση μιας «ενιαίας ενεργειακής αγοράς», που κορυφώθηκε το 2015 με την υιοθέτηση ενός πλαισίου γνωστού ως «Ενεργειακή Ένωση».

Ειδικά, δε, ως προς το εμπόριο φυσικού αερίου μέσω αγωγών, η φύση των σχέσεων με την Ρωσία μετεβλήθη ουσιωδώς με τα επονομαζόμενα τρία «Ενεργειακά Πακέτα» που θεσπίστηκαν από το 1998 έως το 2009 και ιδίως από τις Οδηγίες 1998/30/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ [10]: Η μεν πρώτη κατοχυρώνει δικαίωμα πρόσβασης τρίτων στους νέους αγωγούς (ΤΡΑ-Third Party Access), ενώ το Άρθρο 9 της δεύτερης [11] επιβάλλει ιδιοκτησιακό διαχωρισμό/unbundling στην αλυσίδα εκμετάλλευσης του αερίου και ιδίως μεταξύ της παραγωγής-προμήθειας και της μεταφοράς του. Δηλαδή ο -κατά πλειοψηφία- μεταφορέας και ιδιοκτήτης ενός αγωγού δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα παραγωγός, όρα Gazprom (εξ ου και άτυπα το Άρθρο 9 ονομάστηκε «Ρήτρα Gazprom», λόγω του αντιρωσικού προσανατολισμού του). Πάντως, δέον όπως συγκρατήσουμε το εξής: ακόμη και σήμερα η «Ενεργειακή Ένωση» εξακολουθεί να αποτελεί μάλλον ευσεβή πόθο ως προς το κρίσιμο σημείο των πηγών εφοδιασμού αυτών καθεαυτών: με βάση την ισχύουσα Συνθήκη της Λισαβώνας, τα κράτη-μέλη διατηρούν το δικαίωμα επιλογής των προμηθευτών τους, έστω και αν το εμπόριο πρέπει να διεξάγεται πλέον με τους κοινούς όρους που θεσπίζονται σε επίπεδο ΕΕ [12].

Επιπλέον, με τη μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ προς Ανατολάς τον Μάιο του 2004, εισήλθαν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, μεταξύ άλλων, τα τέσσερα θύματα των θλιβερών γεγονότων του 1939/40 (και στη συνέχεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν ακουσίως βρέθηκαν υπό κομμουνιστική κατοχή): η Πολωνία και οι τρεις μικρές Βαλτικές Δημοκρατίες, Εσθονία, Λεττονία, και Λιθουανία. Για αυτές, η οποιαδήποτε συνεργασία με την Ρωσία ισοδυναμεί με ανάθεμα. Και ο νέος ηγέτης της Ρωσίας, αποφασισμένος να την ξανακάνει Μεγάλη Δύναμη, ήταν, από το 2000, ο Βλαδίμηρος Πούτιν. Κορυφαία προτεραιότητα της ενεργειακής πολιτικής του τελευταίου αποτελεί η παράκαμψη της Ουκρανίας ως χώρας διέλευσης ή διαμετακόμισης του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη. Η φράση που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι είναι «εξάλειψη του διαμετακομιστικού ρίσκου» (elimination of transit risk), γεγονός που ισχύει, όπως ισχύει και η βούληση για «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας. Με άλλα λόγια, το παλιό εξαγωγικό δίκτυο αγωγών της Σοβιετικής Ένωσης προς Γερμανία και Ευρώπη (αλλά και ο νέος αγωγός Yamal-Europe, μέσω Λευκορωσίας και Πολωνίας, κατασκευής 1994 έως 1999) πρέπει να αντικατασταθεί πλήρως, παρά το δυσθεώρητο κόστος του εγχειρήματος.

13022022-3.jpg

Ο χάρτης των αγωγών Nord Stream 1 και Nord Stream 2. Πηγή: gisreportsonline.com
-----------------------------------------------------------

Για τον σκοπό αυτό, η Ρωσία όντως κατασκεύασε από το 2001 έως το 2021 τέσσερις υποθαλάσσιους (offshore) αγωγούς, τους Blue Stream και Turkish Stream κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα και τους Nord Stream 1 και 2 κάτω από την Βαλτική, με απευθείας απόληξη σε Τουρκία και σε Γερμανία, αντίστοιχα [13]. Η ιδέα κατασκευής κάτω από την Βαλτική Θάλασσα του Nord Stream 1 (αρχικά γνωστού ως NEGP-North European Gas Pipeline) ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990, την ίδια εποχή που ξεκινούσε η υλοποίηση του χερσαίου -και ανταγωνιστικού- Yamal-Europe. Κέρδισε, όμως, momentum μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην Ουκρανία, οπότε τον Σεπτέμβριο του 2005 υπεγράφη η τελική συμφωνία κατασκευής του μεταξύ της Gazprom (με μερίδιο 51%) και των γερμανικών Ruhrgas και Wintershall (αρχικά 24,5% εκάστη, μέχρι που εισήλθαν στο σχήμα, με 9% εκάστη, η ολλανδική Gasunie και η γαλλική EDF Suez, μειώνοντας το μερίδιο των γερμανικών σε 15,5%). Οι δύο παράλληλοι σωλήνες του Nord Stream 1 έχουν συνολική μεταφορική ικανότητα 55 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως (27,5 δισ. κ.μ. έκαστος) και το μήκος εκάστου σωλήνα είναι 1.230 χιλιόμετρα.

Όταν στις αρχές Δεκεμβρίου 2005 ο Γερμανός μέχρι πρότινος -22/11/2005- καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ διορίστηκε πρόεδρος του Εταιρικού Συμβουλίου [14] της κοινοπραξίας Nord Stream AG, ο κόσμος έμεινε άναυδος. Κανείς δεν περίμενε ένας πρώην καγκελάριος να γίνει υπάλληλος του Πούτιν! Τον Νοέμβριο του 2007, η Gazprom ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται τελικά να κατασκευάσει δεύτερο σωλήνα στον Yamal-Europe, όπως διατεινόταν μέχρι τότε, εστιάζοντας μόνο στην Βαλτική όδευση. Τότε ήταν που ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, μίλησε αγανακτισμένος για «έναν αγωγό που αναβιώνει το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ»! Με την συνδρομή της ιταλικής Saipem που πόντισε τους υποθαλάσσιους σωλήνες, ο Nord Stream 1 ήταν γεγονός τέσσερα χρόνια μετά: ο πρώτος παράλληλος σωλήνας του εγκαινιάστηκε επίσημα από τους Μέρκελ και Μεντβέντεβ στις 8/11/2011 (επομένως συμπλήρωσε 10 χρόνια απρόσκοπτης λειτουργίας) και ο δεύτερος στις 8/10/2012. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η Δύση -πλην της Πολωνίας- δεν ανησύχησε ιδιαίτερα από την εξαγγελία και κατασκευή του Nord Stream 1, καθώς η κατασκευή του έλαβε χώρα σε μια περίοδο σχετικής ύφεσης στις πολιτικές σχέσεις με την Ρωσία.

Εντελώς διαφορετική υπήρξε η ιστορία του Nord Stream 2, έργο ύψους 12 δισ. δολαρίων, το οποίο εξαγγέλθηκε το 2015, δηλαδή ένα έτος μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία και τα αποσχιστικά κινήματα στην Ανατολική Ουκρανία. Με τις πολιτικές σχέσεις Δύσης-Ρωσίας να βρίσκονται πλέον στο ναδίρ, οι αιτιάσεις εναντίον της Γερμανίας υπήρξαν πιο έντονες. Οι ΗΠΑ, επί προεδρίας Ντ. Τραμπ, αποφάσισαν να επιβάλουν κυρώσεις σε όλες τις συνεργαζόμενες εταιρείες, ιδίως δε στο πλαίσιο του αναθεωρημένου νόμου Protecting Europe’s Energy Security Act (PEESA). Η κατασκευή του ξεκίνησε εντός του 2016, αλλά το Δεκέμβριο του 2019 αποχώρησε η ελβετική εταιρεία Allseas, που πόντιζε έως τότε τους σωλήνες, υπό τον φόβο των αμερικανικών κυρώσεων. Ήταν, όμως, ήδη κάπως αργά: από τα 2.460 χιλιόμετρα (2 Χ 1.230 χιλ), είχε ήδη τοποθετηθεί στον πυθμένα της Βαλτικής το 94%, δηλ. σχεδόν 2.300 χιλιόμετρα. Το έργο το συνέχισε από το 2020, με πιο αργούς ρυθμούς, το αρμόδιο τμήμα της ίδιας της Gazprom. Στα τέλη Μαϊου 2021 η νέα διακυβέρνηση (administration) των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν ήρε μονομερώς τις κυρώσεις, ακολούθησε δε συμφωνία ΗΠΑ και Γερμανίας υπέρ της ολοκλήρωσης του αγωγού, ο οποίος είχε πλέον προχωρήσει κατά 99%. Η συμφωνία ομιλεί παράλληλα περί: α) διατήρησης του διαμετακομιστικού status της Ουκρανίας και β) ανάληψης κοινής δράσης εναντίον της Ρωσίας, εφόσον η τελευταία επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την ενέργεια προκειμένου να ασκήσει πολιτική πίεση επί της Ουκρανίας [15].

Εντούτοις, είναι άκρως αμφίβολο κατά πόσον οι γενικόλογες και αόριστες αυτές «υποσχέσεις» συνιστούν εγγύηση διατήρησης του status της Ουκρανίας ως χώρας διέλευσης φυσικού αερίου και μετά τον Δεκέμβριο του 2024. Κατά την απολύτως προσωπική μας εκτίμηση, κάτι τέτοιο φαίνεται εξαιρετικά αμφίβολο. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Ιούλιο του 2021, αμέσως μετά το deal ΗΠΑ-Γερμανίας, οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών Πολωνίας και Ουκρανίας εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση σε πολύ δραματικούς τόνους, όπου ανέφεραν, μεταξύ άλλων, τα εξής για τον αγωγό: «συνιστά απειλή (πολιτική, στρατιωτική και ενεργειακή) για την Ουκρανία και την Κ. Ευρώπη, αυξάνοντας τις δυνατότητες της Ρωσίας να αποσταθεροποιήσει την κατάσταση ασφάλειας και να διαιωνίσει τις διαιρέσεις μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Κάθε αξιόπιστη προσπάθεια κάλυψης του ελλείμματος ασφαλείας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρνητικές συνέπειές σε τρεις τομείς: πολιτικό, στρατιωτικό και ενεργειακό (…) Καλούμε τις ΗΠΑ και την Γερμανία να αντιμετωπίσουν την κρίση ασφαλείας στην περιοχή μας, από την οποία ο μοναδικός ωφελημένος είναι η Ρωσία». Όλα αυτά ακούγονται ως Vox clamantis in deserto, φωνή βοώντος εν τη ερήμω… Ο έτοιμος πλέον σήμερα Nord Stream 2 έχει δύο παράλληλους σωλήνες με συνολική μεταφορική ικανότητα 55 δισ. κ.μ. ετησίως (27,5 δισ. κ.μ. έκαστος), επομένως η συνολική ποσότητα των δύο Nord Stream φτάνει τα 110 δισ. κ.μ. ετησίως [16]. Τυπικά, βεβαίως, προκειμένου να λειτουργήσει ο εν λόγω αγωγός, απαιτείται και πιστοποίηση (certification) από την Γερμανική Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ότι είναι συμβατός με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά προφανώς αυτό πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Η Gazprom ανακοίνωσε ότι θα μεταφέρει 5,6 δισ. κ.μ. με τον Nord Stream 2 εντός του 2021, ξεκινώντας από τον Οκτώβριο.

Σε τελική ανάλυση, η ολοκλήρωση του Nord Stream 2 ήταν και θέμα γοήτρου για την Γερμανία. Ο Αλεξάντερ Μπαούνοφ, αναλυτής της δεξαμενής σκέψης Carnegie, παρατηρεί για τις τελευταίες εξελίξεις ως προς τον Nord Stream 2: «H συμφωνία Μπάιντεν-Μέρκελ φαντάζει ίσως στο Κίεβο και την Βαρσοβία ως νίκη του Κρεμλίνου, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί νίκη για την Γερμανία: χωρίς την υποστήριξη του Βερολίνου για την ολοκλήρωση του project, το Κρεμλίνο δεν θα είχε ελπίδα». Και προσθέτει: «Αυτή έχει παρουσιαστεί ως νίκη της Ρωσίας, ήττα της Δύσης, και παραβίαση της ουκρανικής κυριαρχίας. Ωστόσο, για την Γερμανία, η ολοκλήρωση του αγωγού είχε καταστεί ζήτημα της δικής της κυριαρχίας» [17]. Επιπλέον, μολονότι η ίδια η Nord Stream 2 AG (σε αντίθεση με τη Nord Stream 1 AG) ανήκει κατά ποσοστό 100% στην Gazprom, στο πρότζεκτ εμπλέκονται, χρηματοδοτικά, τρεις γερμανικοί τιτάνες (Uniper, BASF και Wintershall Dea) και άλλοι τρεις από την υπόλοιπη Δ. Ευρώπη (η Engie από την Γαλλία, η OMV από την Αυστρία, και η Royal Dutch Shell από Ολλανδία και Μ. Βρετανία). Αυτή είναι μια πολυεθνική «συμμαχία» πολύ δυνατή για να υπερκεραστεί…

ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Οποιοσδήποτε αντικειμενικός παρατηρητής -και παρά τις κατά καιρούς ενστάσεις, διαμαρτυρίες, αντιδράσεις ή ακόμη και κυρώσεις τρίτων- δε μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι ο ρωσογερμανικός ενεργειακός «άξονας» δομήθηκε εδώ και 55 έτη (ουσιαστικά από την υποβολή της Έκθεσης Σλίκερ προς τον Μπραντ το 1966) πάνω σε μια εντυπωσιακή σύμπτωση συμφερόντων των δύο μερών. Τα όρια γεωπολιτικής και γεωοικονομίας είναι μάλλον ρευστά, αλλά ένα είναι απολύτως βέβαιο: τιτάνιες δυνάμεις, τόσο από τον χώρο των επιχειρήσεων, όσο και από εκείνον των πολιτικών ελίτ, εργάστηκαν σκληρά προκειμένου να οικοδομηθεί, να μεγαλώσει, και να μακροημερεύσει αυτή η σχέση, επιβιώνοντας ακόμη και ανάμεσα στις πιο επικίνδυνες συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου. Το εάν θα «ξεφουσκώσει» στο μέλλον -από άλλους παράγοντες και όχι επειδή το απαιτούν τρίτοι- θα το εξετάσουμε (εν συντομία) παρακάτω, στο τελευταίο μέρος της ανάλυσης.

Η πώληση πρώην σοβιετικού και νυν ρωσικού αερίου στη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Δ. Ευρώπης θεωρείται αμοιβαίως επωφελής («win-win») εκατέρωθεν και, επομένως, δύσκολα θα μεταβληθεί λόγω της βούλησης των ίδιων των μερών. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα οφέλη, η μεν Γερμανία αποκόμισε άφθονη, οικονομική, και σχετικά καθαρή ενέργεια για δεκαετίες, καθώς και, για ένα μικρότερο διάστημα, έσοδα και θέσεις εργασίας για την χαλυβουργία της. Η δε ΕΣΣΔ και πλέον η Ρωσία, απέκτησε ξένο συνάλλαγμα και ατσαλοσωλήνες υψηλής ποιότητας, υπέρτερους από τους δικούς της (τους οποίους χρησιμοποίησε πρωτίστως για το εσωτερικό δίκτυο). Δεν επρόκειτο απλά για εμπορική, αλλά και για τεχνολογική συνεργασία. Οι υψηλές τιμές στις οποίες πουλάει η Ρωσία στην Γερμανία (αλλά και γενικά στην Δ. Ευρώπη) της επιτρέπουν να διατηρεί χαμηλές τιμές στο εσωτερικό, όπου η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού παραμένει, κατά κανόνα, εξαιρετικά χαμηλή. Είναι, επομένως, κοινωνικής -και όχι μόνο οικονομικής- σημασίας οι εξαγωγές αερίου για την «Αρκούδα» (socioeconomic value). Να σημειωθεί, επίσης, ότι οι Γερμανοί πλήρωναν πάντα το «κόκκινο» αέριο σε τιμές αγοράς, ανάλογες λίγο-πολύ με της υπόλοιπης Δ. Ευρώπης, επομένως δεν υπάρχει καμία απολύτως «πολιτική» διάσταση στην τιμολόγηση εκ μέρους των Ρώσων, πλην μιας μικρής έκπτωσης η οποία πάντα δινόταν στους μεγάλους πελάτες.

13022022-4.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρίζει λουλούδια στην Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, κατά την συνάντησή τους στο Κρεμλίνο, στη Μόσχα, στις 20 Αυγούστου 2021. Sputnik/Kremlin via REUTERS
---------------------------------------------------------

Πρόκειται, τελικά, για μια στην ουσία της αγοραία συναλλακτική σχέση (market-based approach) η οποία αφορά το φυσικό αέριο ως βασικό αγαθό (commodity): αυτό συμβολαιοποιείται στην «τιμή ισορροπίας» της διεθνούς αγοράς, όσο κι αν στο φυσικό αέριο δεν υπάρχει -ακόμη- μια μόνο ενιαία και παγκόσμια τιμή, όπως υπάρχει στο πετρέλαιο. Επιπλέον, ενώ τα αρχικά συμβόλαια εισαγωγής της Γερμανίας από την ΕΣΣΔ ήταν μακροχρόνια, εδώ και χρόνια παρατηρείται στροφή σε πιο ευέλικτα και βραχυχρόνια, ούτως ώστε να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής στο ύψος της ζήτησης. Γενικά, όπως πολύ ορθώς επισημαίνει η διαπρεπής ενεργειακή αναλύτρια Κίρστεν Βέστφαλ, Γερμανίδα η ίδια, σήμερα ζούμε σε μια εποχή όπου την βαρύνουσα δύναμη την έχουν οι αγοραστές (a buyers’ market), εξ ου και η συγκεκριμένη ενεργειακή συμμαχία «έχει λιώσει στο εταιρικό επίπεδο» (“melted down to the company level”) [18].

Ας μην είμαστε αφελείς: τα εθνικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται τα ίδια τα κράτη και οι εμπλεκόμενοι «μέτοχοι» ή shareholders στην λήψη αποφάσεων (π.χ. οι μεγάλες εταιρείες), καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις. Αυτά, λοιπόν, στο υπό εξέταση εμπόριο φυσικού αερίου νοούνται ως ομόρροπα και συμπληρωματικά και από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, ασχέτως του τι λένε τρίτοι. Δεν μπορούμε να υποδείξουμε στην Γερμανία -ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα- από ποιον θα εισάγει ενέργεια προκειμένου να διατηρεί την οικονομία της ανταγωνιστική. Ως μείζων βιομηχανική δύναμη είχε ανέκαθεν ανάγκη από άφθονη και χαμηλού κόστους ενέργεια, πολύ περισσότερη από αυτή που παρήγαγε η ίδια. Ήταν θέμα χρόνου, επομένως, ακόμη και στο απόγειο του «Ψυχρού Πολέμου» (την ίδια ακριβώς στιγμή που ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ την εγκαλούσε δημόσια για ιμπεριαλισμό και για υπονόμευση της ειρήνης στην Ευρώπη), να στραφεί σε εκείνη την χώρα που παράγει πακτωλούς ενέργειας και βρίσκεται και σε μια σχετική γεωγραφική εγγύτητα. Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης, εξ ορισμού ενεργοβόρο (“energy-intensive”), αποτελεί διαχρονικό μέλημα των γερμανικών ελίτ και κινητήρια δύναμη της διεθνούς ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Σημειωτέον ότι, ειδικά στην Γερμανία, η βιομηχανία είναι ο σημαντικότερος κλάδος κατανάλωσης φυσικού αερίου (με μερίδιο 38% επί της συνολικής κατανάλωσης το 2018) και ακολουθούν η θέρμανση των νοικοκυριών (30%), η παραγωγή ηλεκτρισμού (13%), το εμπόριο-υπηρεσίες (12%) και, τέλος, η θέρμανση δημόσιων χώρων (8%).

Αυτά ως προς την οικονομική διάσταση. Αλλά και η επιθυμία εκ μέρους της Βόννης -και σήμερα του Βερολίνου- για σύσφιξη σχέσεων με την θεωρητικά εχθρική, σε επίπεδο συμμαχιών, Μόσχα είναι θεμελιώδης στόχος της γερμανικής Υψηλής Στρατηγικής από το 1969 και δεν πρέπει να υποτιμάται. Στην πρώτη της επίσκεψη στη Μόσχα ως καγκελάριος στις αρχές του 2006, η Άνγκελα Μέρκελ εκθείασε την «στρατηγική εταιρική σχέση» των δύο χωρών [19]. Ο εμβληματικός συνεργάτης του καγκελάριου Β. Μπραντ, Έγκον Μπαρ (1922-2015), και κύριος εμπνευστής της «Neue Ostpolitik» προέβη το 2011 στον εξής απολογισμό της διμερούς σχέσης η οποία οικοδομήθηκε σταδιακά με την «Αρκούδα»: «Κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος δεν κατάφερε όχι να φτάσει, αλλά ούτε καν να πλησιάσει το επίπεδο συνεργασίας που οικοδομήσαμε εμείς οι Γερμανοί με τη Μόσχα τα τελευταία 40 έτη». Σε μια συνέντευξή του το 2021, ο Γερμανός πρόεδρος (και πρώην ΥΠΕΞ από το 2013 ως το 2017) Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, δήλωσε με αφορμή τον Nord Stream 2: «Οι εισαγωγές ενέργειας είναι μια από τις τελευταίες εναπομείνασες γέφυρες μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης. Το να πυρπολήσουμε τις γέφυρες αυτές δεν είναι σημάδι ισχύος. Ειδικά για εμάς τους Γερμανούς, υπάρχει και η εξής διάσταση: τον Ιούνιο, συμπληρώνονται 80 έτη από τη ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ το 1941, όπου σκοτώθηκαν 20 εκατ. Σοβιετικοί πολίτες. Αυτή είναι η Μεγάλη Εικόνα». Οι παραπάνω επισημάνσεις της γερμανικής πολιτικής ελίτ εξηγούν την βαθιά στρατηγική -πέρα από την εμπορική- λογική της συνεργασίας: σκοπός του «ανοίγματος» προς την ΕΣΣΔ/Ρωσία είναι οι δύο μεγάλες χώρες της Ευρώπης να συνυπάρξουν, ει δυνατόν, ειρηνικά και να μην εμπλακούν ξανά σε συγκρούσεις με εκατόμβες θυμάτων, όπως εκείνες του 1914 και του 1941. Η άμβλυνση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού θα μπορούσε να επιτευχθεί, όπως τουλάχιστον πιστεύουν οι Γερμανοί, μέσω της οικοδόμησης μιας πολύ στενής σχέσης αλληλεξάρτησης με επίκεντρο την ενέργεια (“rapprochement through interdependence”) και όχι απλής σχέσης εξάρτησης (“dependence”), όπως μάλλον επιπόλαια γράφουν μερικοί σχολιαστές.

Πρόκειται, δε, για συμμετρική αλληλεξάρτηση (symmetric interdependence), η οποία, εκ της φύσεώς της, αναγνωρίζεται από πολλούς αναλυτές των διεθνών σχέσεων ως μείζων πυλώνας σταθερότητας: σε μια τέτοια σχέση, τα κόστη από μια ενδεχόμενη διατάραξή της θα τα επωμισθούν αμφότερα τα μέρη ισομερώς, επομένως δεν είναι προς το συμφέρον κανενός εκ των δύο να επιχειρήσει να την «εκμεταλλευτεί» εις βάρος του άλλου (όπως αντίθετα συμβαίνει ενίοτε σε σχέσεις μονομερούς εξάρτησης ή, έστω, ασύμμετρης αλληλεξάρτησης (asymmetric interdependence). Μάλιστα, σε τελική ανάλυση και λόγω της κατακόρυφης αύξησης του εμπορίου LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου), το οποίο ανταγωνίζεται το παραδοσιακό (μεταφερόμενο από αγωγούς) αέριο, σήμερα η Ρωσία είναι εκείνη που έχει ίσως μεγαλύτερη ανάγκη την Γερμανία ως εξαγωγική αγορά, παρά η Γερμανία την Ρωσία ως τροφοδότη! Στην πρόσφατη (Δεκ. 2020) μελέτη της «German–Russian gas relations in face of the energy transition», η Βέστφαλ τονίζει: «Από ρωσικής σκοπιάς, η Γερμανία έχει εξαιρετική σημασία (outstanding importance), καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερος πελάτη της σε αέριο (…) Για την Ρωσία, η ενεργειακή ασφάλεια στηρίζεται στην εξασφάλιση της Γερμανίας ως στρατηγικής και ζωτικής σημασίας αγοράς» [20].

ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ (ΤΡΙΤΩΝ) ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Οι διαμαρτυρίες τρίτων εναντίον της συγκεκριμένης σχέσης είναι γνωστές, αλλά δεν πρόκειται να την επηρεάσουν. Το τι της προσάπτουν δεν επηρεάζει την Γερμανία, βασικό αποδέκτη πιέσεων στο πλαίσιο και της ΕΕ, και του ΝΑΤΟ, αλλά και της απευθείας -διμερούς- σχέσης με τις ΗΠΑ (εξαιρετικής από το 1949 μέχρι σήμερα). Πρωτίστως διαμαρτύρονται η Ουκρανία, ως η κατεξοχήν θιγόμενη από την λειτουργία των παρακαμπτηρίων του εδάφους της αγωγών, και τα τέσσερα μέλη της ΕΕ τα οποία προαναφέρθηκαν. Αλλά και στις ΗΠΑ ακούγονται συχνά αιτιάσεις εναντίον της ενεργειακής συνεργασίας Βερολίνου-Μόσχας [21], με κορύφωση, βεβαίως, τις κυρώσεις επί Τραμπ (2019), οι οποίες, όπως αναφέραμε, ήρθησαν το καλοκαίρι του 2021. Προσεκτική, πάντως, ανάγνωση των επιχειρημάτων τους καταδεικνύει ότι δεν διαφαίνεται κάποιος υπαρκτός κίνδυνος για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης εν γένει, παρά μόνο ίσως: α) κίνδυνος «φινλανδοποίησης» της Ουκρανίας (βλ. παραπάνω) σε μια στιγμή που αυτή προσπαθεί να προσεγγίσει την Δύση και β) κίνδυνος ισχυροποίησης της αυταρχικής Ρωσίας του Πούτιν, μέσω των εσόδων από τις εξαγωγές αερίου (τα οποία, πάντως, είναι πολύ μικρότερα από τις εξαγωγές πετρελαίου). Είναι άλλο πράγμα, όμως, να επικαλούμεθα τη σκοπιμότητα να μην καταστεί η Ρωσία του αυταρχικού Β. Πούτιν πιο ισχυρή [22] και άλλο να επικαλούμεθα τον κίνδυνο μήπως ξεμείνει από ενέργεια η Δυτική Ευρώπη, εξαιτίας συνειδητής ρωσικής επιλογής. Το τελευταίο, πάρα πολύ απλά, θα ισοδυναμούσε με την ίδια την Ρωσία «να πυροβολεί τα πόδια της»!

Αναφέρουμε τα εξής 4 ιστορικά περιστατικά: κατά την πρώτη πενταετία παραδόσεων σε Αυστρία (OMV), δηλ. από το χειμώνα 1968/69 μέχρι και εκείνο του 1972/3, το ανεπαρκώς ανεπτυγμένο δίκτυο της ΕΣΣΔ και κάποια άλλα προβλήματα οδήγησαν σε σοβαρές ελλείψεις αερίου, ειδικά στην ΣΣΔ Ουκρανίας. Η Μόσχα τότε προτίμησε να αφήσει τη μισή Δυτική Ουκρανία να παγώσει (έκλεισαν ακόμη και σχολεία…), παρά να αναστείλει ή έστω να μειώσει τις παραδόσεις στην OMV! Ομοίως το 1973 οι Σοβιετικοί μείωσαν δραματικά (από το συμβολαιοποιημένο όγκο του 1,7 δισ. κ.μ. σε 0,7 δισ. κ.μ.) τις εξαγωγές προς την «δορυφόρο» τους, Ανατολική Γερμανία, προκειμένου να μπορέσουν να ξεκινήσουν παραδόσεις στη Δυτική Γερμανία από 1/10/1973. Όταν λίγα χρόνια αργότερα συζητείτο η κατασκευή του αγωγού Ουρενγκόι-Ουσγκορόντ, το State Department των ΗΠΑ «έκρουσε τον κώδωνα» της ενεργειακής εξάρτησης στο γερμανικό ΥΠΕΞ, για να λάβει από την Βόννη την εξής απάντηση: Μια διακοπή της ροής εκ μέρους των Σοβιετικών δεν θα μπορούσε να συμβεί «παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου», καθώς σε άλλη περίπτωση «αυτή θα ήταν ενάντια στο ίδιο το συμφέρον της ΕΣΣΔ». Τέλος, το τι συνέβη στις ουκρανορωσικές κρίσεις αερίου το 2006 και το 2009 είναι λίγο-πολύ γνωστό: οι Ρώσοι (κακώς βεβαίως…) προσπάθησαν να εκβιάσουν τους Ουκρανούς, αποστερώντας τους από αέριο εν μέσω του χειμώνα, και τότε οι τελευταίοι, ως χώρα διέλευσης, παρακράτησαν ποσότητα προοριζόμενη για την Ευρώπη! [23]. Ο μύθος ότι «η Ρωσία έκοψε το αέριο από την Ευρώπη» το 2006 και το 2009 είναι ανακριβής. Σε τελική ανάλυση, η συγκεκριμένη στάση των Ουκρανών (και δη της άκρως προβληματικής εταιρείας αερίου, Naftogaz) επιβεβαιώνει πλήρως το ρωσικό επιχείρημα να παρακαμφθούν με νέους αγωγούς, για «εξάλειψη του διαμετακομιστικού ρίσκου».

Γενικά, όπως έχουμε γράψει από το 2014 [24], υπάρχουν δύο διαφορετικές κατηγορίες πελατών της Ρωσίας στην Ευρώπη σε αέριο: από τη μια ισχυρές οικονομίες της Δ.Ευρώπης, όπως λ.χ. η Γαλλία, η Ιταλία, και η υπό εξέταση Γερμανία, οι οποίες διαθέτουν εναλλακτικούς προμηθευτές και ανεπτυγμένες διασυνδέσεις, και, από την άλλη, οι λιγότερο διαφοροποιημένες ως προς τις εισαγωγές τους χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, πρωτίστως δε οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (όπως λ.χ. η Ουκρανία). Το να ισχυριστεί κανείς ότι η πρώτη κατηγορία πελατών αντιμετωπίζει σήμερα πρόβλημα ενεργειακής ασφάλειας είναι από υπερβολικό έως αστείο. Η ίδια η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας/IEA στην τελευταία έκθεσή της περί της Γερμανίας (έτους 2020) σημειώνει ότι «έχει διασφαλίσει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ασφάλειας εφοδιασμού ως προς το φυσικό αέριο, παρά την εξάρτησή της σε ποσοστό 93% από εισαγωγές» [25]. Επιπλέον, στην συνολική κατανάλωση ενέργειας της χώρας, το φυσικό αέριο κατέχει σήμερα μερίδιο κάτω από 25%, όπερ σημαίνει ότι η «εξάρτηση» από το αέριο της Ρωσίας είναι, τελικά, 8%.

Μόνο η δεύτερη κατηγορία πελατών τελεί όντως ακόμη και σήμερα σε καθεστώς οιονεί ενεργειακής ομηρείας από την «Αρκούδα», οπότε καλό θα ήταν να διαφοροποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού: κλασικά παραδείγματα είναι η Πολωνία και η Λιθουανία, που κατασκεύασαν σταθμούς εισαγωγής LNG στην Βαλτική, και η γειτονική μας Βουλγαρία, που θα ξεκινήσει σύντομα εισαγωγές αζερικού αερίου μέσω του αγωγού ΤΑΡ και του υπό ολοκλήρωση IGB (διασυνδετηρίου αγωγού Κομοτηνής-Στάρα Ζαγόρα). Συνεπώς, οι δραματικές κραυγές για «υπονόμευση της ενεργειακής ασφάλειας» δεν φαίνεται να ευσταθούν, με βάση την εμπειρία από το 1973 [26]. Μια νηφάλια ανάλυση όλων των παραμέτρων δικαιώνει, εν πολλοίς, την γερμανική απόφαση συνεργασίας με τη Μόσχα (μιας συνεργασίας η οποία, ασχέτως της διάστασης ασφαλείας που ενέχει, υπαγορεύθηκε πρωτίστως από τις δυνάμεις της αγοράς) ή, έστω, την καθιστά κατανοητή. Εκτός από τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ, σημειωτέον, και η γερμανική κοινή γνώμη είναι, κατά μεγάλη πλειοψηφία, υπέρ της συνεργασίας με την Ρωσία: σε δημοσκόπηση το 2021, το 70% ήταν υπέρ του Nord Stream 2 και το μόλις το 17% εναντίον.

Και ενώ επί μισό σχεδόν αιώνα αυτός ο «άξονας» δεν έχει κλονιστεί από την αντιρωσική πολιτική τρίτων, το ερώτημα είναι πόσο θα μπορέσει να επιβιώσει στην σημερινή του κλίμακα, δεδομένης της δεδηλωμένης γερμανικής πολιτικής για «ενεργειακή μετάβαση» (γερμ. Energiewende, γνωστή και ως «ενεργειακή μεταμόρφωση»). Στόχος είναι η πράσινη οικονομία, τόσο με συγκράτηση της κατανάλωσης ενέργειας, όσο και με ελάχιστες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου: ειδικότερα, η Γερμανία έχει δεσμευτεί να μειώσει τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου -με βάση αναφοράς το 1990, έτος ενοποίησης- κατά 55% ως το 2030, 70% ως το 2040 και μεταξύ 85%-90% ως το 2050 (ήδη μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί πολύ αξιόλογη μείωση κοντά στο 40%) [27]. Ως εκ τούτου, εναλλακτικές πηγές όπως οι Ανανεώσιμες (RES) και το Υδρογόνο αποκτούν πρωτοκαθεδρία. Ήδη με νόμο του 2000, οι RES έχουν αποκτήσει προτεραιότητα έναντι των άλλων μορφών ενέργειας και επιδοτούνται αδρά, εξ ου και η συνολική κατανάλωση αερίου στην Γερμανία δεν έχει, ακόμη, ξεπεράσει το ιστορικό υψηλό του 2001 [28].

Είναι προφανές ότι η παγκόσμια γεωπολιτική της «ενεργειακής μετάβασης» λειτουργεί, μακροπρόθεσμα, εις βάρος των χωρών που εξάγουν πετρέλαιο και, δευτερευόντως, φυσικό αέριο [29]. Ομοίως λειτουργεί εις βάρος των χωρών διαμετακόμισης υδρογονανθράκων, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Το ερώτημα είναι πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον η κατάσταση εφοδιασμού του Βερολίνου από την Ρωσία, δεδομένης της αδιαπραγμάτευτης γερμανικής απόφασης-δέσμευσης για απόσυρση και των έξι τελευταίων πυρηνικών αντιδραστήρων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (τέλος 2022), αλλά και των 84 θερμοηλεκτρικών σταθμών με καύσιμο τον άνθρακα (2038)! [30] Το 2020, σημειωτέον, η συνολική ηλεκτροπαραγωγή από τους πυρηνικούς και τους θερμοηλεκτρικούς με άνθρακα σταθμούς ήταν πάνω από 38% (13% και 25%, αντίστοιχα), έναντι 12% της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Επιπλέον, οι γερμανικές εισαγωγές αερίου από τη Νορβηγία, οι οποίες μέχρι πρότινος συναγωνίζονταν σε όγκο εκείνες από την Ρωσία (περίπου 30%-35% αμφότερες), αναμένεται να μειωθούν και μάλιστα κατά πολύ.

Θα συμφωνήσουμε με την Βέστφαλ ότι ο ρωσογερμανικός ενεργειακός «άξονας» παραμένει μεν ισχυρός, αλλά πλέον η όλη σχέση τους έχει καταστεί «πιο ευμετάβλητη και απρόβλεπτη» (more volatile and unpredictable) σε σχέση με την περίοδο περίπου 1970-2000, όταν και ο ρυθμιστικός ρόλος της ΕΕ ήταν μειωμένος και η ίδια η Γερμανία δεν είχε ακόμη δρομολογήσει την υπερ-φιλόδοξη Energiewende. Και η ίδια η Βέστφαλ, όμως, παραδέχεται στην προαναφερθείσα μελέτη του 2020 ότι, προκειμένου να επιτευχθεί γρήγορα αυτή η ενεργειακή μετάβαση και επειδή οι RES δεν φαίνεται να επαρκούν, το φυσικό αέριο -βλ. πρωτίστως εκείνο από Ρωσία- εμφανίζεται, τελικά, ως το δεσπόζον καύσιμο της Γερμανίας από μόνο του («by default»). Ειδικά, δε, η ηλεκτροκίνηση οχημάτων, η οποία κερδίζει ραγδαία έδαφος, θα απαιτήσει αναγκαστικά την σύνδεση πολύ περισσότερης ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο στο δίκτυο, με τους πυρηνικούς και θερμοηλεκτρικούς από άνθρακα σταθμούς να αποσυνδέονται αμετάκλητα. Πράγματι, τον Ιούλιο του 2021, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση γνωστοποίησε μια έκθεση-σοκ, που περιείχε το εξής βασικό εύρημα: οι ανάγκες της χώρας σε ηλεκτροπαραγωγή το έτος 2030 (όταν εκτιμάται ότι θα κυκλοφορεί ένας στόλος 14 εκ. ηλεκτρικών οχημάτων…) δεν θα είναι «μόνο» 580 TW, όπως έλεγε μέχρι τώρα, αλλά τουλάχιστον 645 TW, ενδεχομένως δε και 665 TW! Με δεδομένο ότι οι RES έχουν σχεδόν εξαντλήσει την δυναμική τους, πώς θα μπορέσει να καλυφθεί αυτή η τεράστια ζήτηση για ηλεκτρισμό, αν όχι από φυσικό αέριο;

Στην φάση αυτή, επομένως, και μέχρι νεωτέρας, «οι γερμανικές εταιρείες στοιχηματίζουν στο ρωσικό αέριο για την ταχεία απο-ανθρακοποίηση» (Βέστφαλ) εξ ου και η υποστήριξη στο Nord Stream 2 [31]. Σημειωτέον ότι μετά το 2012, έτος κατά το οποίο ανήλθαν σε «μόνο» 34 εκ. δισ. κ.μ., οι γερμανικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία κυριολεκτικά απογειώθηκαν, παρά τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα που ανέκυψαν (προσάρτηση Κριμαίας, υπόθεση Ναβάλνυ κ.λπ)! Προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι πρόκειται να αυξηθούν κι άλλο τα αμέσως επόμενα έτη και, ενδεχομένως, να φτάσουν στα 70 ή ακόμη και στα 75 δισ. κ.μ. ετησίως εντός της προσεχούς εικοσαετίας, ασχέτως του τι θα συμβεί αργότερα, ένα διάστημα για το οποίο, ούτως ή άλλως, πάρα πολύ δύσκολα μπορούν να γίνουν προβλέψεις.

13022022-5.jpg

Ο διευθυντής της Shell, Huibert Vigeveno, και ο ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), και υποψήφιος για καγκελάριος , Armin Laschet, παρευρίσκονται στα εγκαίνια ενός εργοστασίου ηλεκτρόλυσης υδρογόνου που ονομάζεται «REFHYNE», στο διυλιστήριο Rhineland της Shell, κοντά στην Κολωνία, στην Γερμανία, στις 2 Ιουλίου 2021. REUTERS/Thilo Schmuelgen
--------------------------------------------------

Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε τους Ρώσους, οι οποίοι φημίζονται για την ικανότητά τους να παρακάμπτουν εμπόδια. Δύο παραδείγματα: πρώτον, ενώ μέχρι και σήμερα ισχύει με νόμο στην Ρωσία η απαγόρευση σε τρίτες εταιρείες, πλην Gazprom, να εξάγουν φυσικό αέριο μέσω αγωγών (όχι σε μορφή LNG), στις 2/9 ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Α. Νόβακ, αποκάλυψε το εξής εντυπωσιακό: ο Διευθύνων Σύμβουλος της πετρελαϊκής εταιρείας Rosneft, Ιγκόρ Σέτσιν, προσωπικός φίλος του Πούτιν, έχει αποστείλει στον Ρώσο πρόεδρο επιστολή με την οποία του ζητάει να άρει τον περιορισμό, προκειμένου η Rosneft να εξαγάγει 10 δισ. κ.μ. αερίου διά μέσου του Nord Stream 2! Αυτή η κίνηση ήλθε σε συνέχεια απόφασης γερμανικού δικαστηρίου (25/8), βάσει της οποίας και για τον Nord Stream 2, μολονότι αυτός δεν διέρχεται από ευρωπαϊκό «έδαφος» (δηλαδή ξηρά), ισχύουν πλήρως οι κοινοτικές ρυθμίσεις των «Ενεργειακών Πακέτων», επομένως το 50% της χωρητικότητας πρέπει να διατεθεί σε άλλες εταιρείες (third-party suppliers), μέσω διαδικασίας πλειστηριασμού (auctioning). Σε κάθε περίπτωση, η άρση του μονοπωλίου που ισχύει από την… σοβιετική εποχή θα είναι ευεργετική για την ρωσική αγορά αερίου. Δεύτερον, ήδη από τα μέσα του 2020 και πολλές φορές έκτοτε, η Gazprom έχει προτείνει να χρησιμοποιηθεί, κάποια στιγμή στο μέλλον, ο ένας σωλήνας του Nord Stream 2 για τη μεταφορά στην Γερμανία «καθαρού» υδρογόνου, αντί για αέριο! [32]. Καύσιμο είναι κι αυτό, αλλά περιβαλλοντικά 100% φιλικό και, πολιτικά, λιγότερο αμφιλεγόμενο…

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 72 (Οκτώβριος - Νοέμβριος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] https://foreignaffairs.gr/articles/70113/basilis-sitaras/i-energeiaki-di...
[2] Högselius, R. “Red Gas - Russia and the Origins of Europe’s Energy Dependence”, Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη 2013
[3] Αντίθετα, οι φτωχές χώρες της COMECON δεν είχαν συνάλλαγμα και, κατά κανόνα, λάμβαναν αέριο μέσω αντιπραγματισμού (clearing).
[4] Ήδη από το 1963 ο Σεντλ είχε πρωτοστατήσει στην δημιουργία του πρώτου υπερσύγχρονου βαυαρικού διυλιστηρίου πετρελαίου στο Ίνγκολσταντ (τροφοδοτούμενου από ένα νέο αγωγό μέσω Μασσαλίας), παρακάμπτοντας εντελώς τους λιμένες και γενικά τα κρατίδια του Βορρά. Σημειωτέον ότι το 1966/67 δύο μεγάλες ενεργειακές εταιρείες από την Βόρεια Γερμανία, η Thyssengas και η Ruhrgas, ξεκίνησαν τις πρώτες γερμανικές εισαγωγές αερίου, από την γειτονική Ολλανδία. Αυτές, όμως, ήταν αφενός μεν μικρές για τις γερμανικές ανάγκες, αφετέρου δε ο Σεντλ δεν ήθελε να έχει καμία εξάρτηση από τα συγκεκριμένα κρατίδια.
[5] Το 1971, μάλιστα, ο Μπραντ έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης για την εν λόγω πολιτική.
[6] Σημειωτέον ότι, ταυτόχρονα σχεδόν με την Δ. Γερμανία, υπέγραψαν τα πρώτα συμβόλαια προμήθειας «κόκκινου» αερίου η Ιταλία (Δεκ. 1969), αλλά και η Γαλλία (Ιούλιος 1972), τα οποία στην συνέχεια επεκτάθηκαν.
[7] Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στις 17/11/1973, ενάμιση μόλις μήνα μετά την έναρξη των παραδόσεων στην Δ. Γερμανία, ο «αρχιτέκτονας» της μεγάλης αυτής επιτυχίας από σοβιετικής πλευράς, Κορτούνωφ, αποβίωσε από υπερκόπωση. Ήδη από το τέλος του 1972 είχε αντικατασταθεί ως υπουργός.
[8] Η παγκόσμια «πρωτιά» της ΕΣΣΔ στην παραγωγή φυσικού αερίου τελικά επετεύχθη το 1985, για πρώτη φορά στην Ιστορία.
[9] Ο Ορούντσεφ πάντως δεν έζησε για να το δει: είχε αποβιώσει στη Μόσχα την άνοιξη.
[10] Η τελευταία τροποποιήθηκε προ διετίας με την 2019/692/ΕΚ.
[11] Αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 4001 του 2011, βλ. ΦΕΚ 22/8/2011
[12] “the right of a member state to determine (…) its choice between different energy sources”
[13] Στην ουσία, πρόκειται για… 7 συνολικά αγωγούς αθροιστικής χωρητικότητας 158 δισ. κ.μ. ετησίως, καθώς οι Turkish Stream και Nord Stream 1 και 2 αποτελούνται από δύο παράλληλους σωλήνες έκαστος (μόνο ο Blue Stream είναι μονός). Ένα ακόμη σχέδιο, ο South Stream των 4 παράλληλων σωλήνων, ακυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 και αντικαταστάθηκε από τον μικρότερο Turkish Stream.
[14] Head of the shareholders' committee
[15] Ειδικότερα, ΗΠΑ και Γερμανία δεσμεύονται να χρησιμοποιήσουν «όλα τα διαθέσιμα μέσα» προκειμένου να επιτύχουν 10ετή επέκταση της υφιστάμενης συμφωνίας διέλευσης ρωσικού αερίου από την Ουκρανία, μετά την εκπνοή της το 2024. Σημειωτέον ότι αυτή την στιγμή και μέχρι και το τέλος του 2024 η Ουκρανία έχει επιτύχει με τη Ρωσία συμφωνία που της εγγυάται την είσπραξη τελών διέλευσης (transit fees) περ. 2 δισ. δολαρίων για 40 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως, ασχέτως της πραγματικής ποσότητας που μεταφέρεται (ship or pay), ενώ στις παλιές καλές εποχές διέρχονταν από το έδαφός της 120 δισ. κ.μ. ετησίως, οπότε αποκόμιζε τεράστια κέρδη.
[16] Ολοκληρώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου
https://www.reuters.com/business/energy/russias-gazprom-says-it-has-comp...
[17] https://carnegie.ru/commentary/85053
[18] https://rujec.org/article/55478/
[19] Ήταν ακριβώς την στιγμή που ξεσπούσε η πρώτη μεγάλη ρωσο-ουκρανική κρίση μετά το 2000 γύρω από το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα σοβαρή διατάραξη, έστω και για λίγο, της ομαλής ροής τροφοδοσίας προς την Δύση. Συνολικά κατά την διάρκεια της θητείας της συνάντησε τον Πούτιν διμερώς 20 φορές, δηλ. κατά μέσο όρο κάθε 9 μήνες!
[20] https://rujec.org/article/55478/
[21] Βλ ενδεικτικά άρθρο γνώμης των New York Times, 30 Αυγούστου 2021, με τίτλο: «Ή τώρα ή ποτέ: Ο Μπάιντεν πρέπει να σταματήσει την αγαπημένο αγωγό του Πούτιν» https://www.nytimes.com/2021/08/30/opinion/biden-zelensky-nord-stream-2....
[22] Το κατά πόσο ισχυρή είναι η Ρωσία το έχουμε αναλύσει σε άρθρο μας στο F.A. το 2019
[23] http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/4642684.stm Το 2010, μάλιστα, Διαιτητικό Δικαστήριο της Στοκχόλμης επέβαλε πρόστιμο-μαμούθ στην ουκρανική Naftogaz για την εν λόγω αντισυμβατική συμπεριφορά της.
[24] https://foreignaffairs.gr/articles/69821/basilis-sitaras/eyropaiki-epitr...
[25] https://www.iea.org/reports/germany-2020
[26] Τουναντίον, η σχέση της Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή δεν ήταν πάντα απροβλημάτιστη, όπως μαρτυρούν η Ιρανική Επανάσταση και τα διαδοχικά «πετρελαϊκά σοκ».
[27] Βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι επιμέρους δείκτες-στόχοι Energiewende, οι οποίοι δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν.
[28] Οι ούτως ή άλλως ζωηρές κλιματικές ανησυχίες του Βερολίνου εντάθηκαν κι άλλο μετά την Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα, τον Δεκέμβριο του 2015.
[29] Μια εμβληματική μελέτη για την γεωπολιτική της ενεργειακής μετάβασης κυκλοφόρησε από την Διεθνή Υπηρεσία ΙRENA τον Ιανουάριο του 2019 και είναι ολόκληρη διαθέσιμη εδώ https://www.irena.org/publications/2019/Jan/A-New-World-The-Geopolitics-...
[30] Όταν έγινε το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα (Ιαπωνία) τον Μάρτιο του 2011, η Γερμανία διέθετε ακόμη 17 αντιδραστήρες σε λειτουργία. Οι 9 έχουν ήδη κλείσει.
[31] https://rujec.org/article/55478/
[32] https://tass.com/economy/1334281

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition