Η ουκρανική κρίση της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ουκρανική κρίση της Κίνας

Τι κερδίζει –και τι χάνει- ο Σι υποστηρίζοντας τον Πούτιν

Οι ηγέτες της Κίνας γνωρίζουν σίγουρα ότι οποιαδήποτε υποστήριξη στην Ρωσία έναντι της Ουκρανίας θα επιδείνωνε τις σχέσεις με την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Κινέζοι στρατηγιστές θεωρούν την Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρώπη ως τους πιο σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων. Εδώ και καιρό έχουν θεωρήσει τα όνειρα της Ευρώπης για έναν πολυπολικό κόσμο ως ευθυγραμμισμένα με τα δικά τους. Με το να ενισχύσει την ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα διακινδύνευε, συνεπώς, να χωρίσει τις πιο σημαντικές δυνάμεις σε δύο μπλοκ –η Ρωσία και η Κίνα στη μια πλευρά και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη στην άλλη- επαναδημιουργώντας τις διατάξεις ασφαλείας του Ψυχρού Πολέμου στις οποίες η Κίνα ισχυρίζεται ότι αντιτίθεται σθεναρά. Κάνοντας την κατάσταση χειρότερη, η Κίνα θα ευθυγραμμιστεί με την πιο αδύναμη από τις τρεις άλλες δυνάμεις.

Είναι εξαιρετικά απίθανο, λοιπόν, ο Σι να έδωσε στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, το πράσινο φως για να εισβάλει, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Μέσω προσεκτικών διπλωματικών μηνυμάτων, το Πεκίνο έχει υποστηρίξει δημόσια την στάση της Μόσχας κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά μολαταύτα τόνισε την ελπίδα του ότι μπορεί να βρεθεί μια διπλωματική λύση. Όπως είπε ο Σι σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν, στις 16 Φεβρουαρίου, «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να τηρήσουν την γενική κατεύθυνση της πολιτικής διευθέτησης, να κάνουν πλήρη χρήση των πολυμερών πλατφορμών… και να αναζητήσουν μια συνολική λύση στο ουκρανικό ζήτημα μέσω του διαλόγου και των διαβουλεύσεων». Τρεις ημέρες αργότερα, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, επανέλαβε αυτό το μήνυμα, αποκαλώντας την Συμφωνία του Μινσκ, τα δύο Σύμφωνα που υπεγράφησαν το 2014 και το 2015, «την μόνη διέξοδο για το ουκρανικό ζήτημα». Επανέλαβε την υποστήριξη για «την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, και την εδαφική ακεραιότητα οποιασδήποτε χώρας» και σημείωσε ότι «η Ουκρανία δεν αποτελεί εξαίρεση».

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ

Εδώ είναι που η θέση του Πεκίνου αρχίζει να γίνεται ασυνάρτητη. Διότι την ίδια στιγμή που κάνει έκκληση για αποκλιμάκωση των εντάσεων, τροφοδοτεί την επιθετικότητα της Μόσχας, υποστηρίζοντας δημοσίως τις απαιτήσεις της και εργαζόμενο για να μειώσει το κόστος της Δυτικής αποτροπής. Η αγορά περισσότερης ρωσικής ενέργειας από το Πεκίνο και η αυξημένη χρήση του κινεζικού ρενμίνμπι (αντί του αμερικανικού δολαρίου) για διμερείς συναλλαγές θα μπορούσαν να προστατεύσουν την Ρωσία από τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Ο ισχυρισμός του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι οι προειδοποιήσεις των ΗΠΑ για μια πιθανή ρωσική εισβολή είναι «ψευδείς πληροφορίες» υπονομεύει τις ταυτόχρονες εκκλήσεις του Πεκίνου για διάλογο, δεδομένου ότι αυτές οι προειδοποιήσεις είναι στην πραγματικότητα μια επείγουσα έκκληση για διπλωματία.

Σκόπιμα ή όχι, το Πεκίνο έχει παντρευτεί τον αναθεωρητισμό της Μόσχας. Σε μια αξιοσημείωτη κοινή δήλωση με τον Πούτιν που εκδόθηκε στις 4 Φεβρουαρίου, ο Σι όχι μόνο επιβεβαίωσε μια κοινή ιδεολογική κοσμοθεωρία μεταξύ των δύο αυταρχικών δυνάμεων, αλλά συνέδεσε επίσης την διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ανάγκη τους «να αντισταθούν στις προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να υπονομεύσουν την ασφάλεια και την σταθερότητα στις κοινές γειτονικές περιοχές τους». Η Κίνα και η Ρωσία, δήλωσαν οι ηγέτες, «αντιτίθενται στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και καλούν την Βορειοατλαντική Συμμαχία να εγκαταλείψει τις ιδεολογικοποιημένες ψυχροπολεμικές προσεγγίσεις της». Συνέχισαν: «Οι πλευρές αντιστέκονται στον σχηματισμό δομών κλειστών μπλοκ και αντίπαλων στρατοπέδων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και παραμένουν σε υψηλή επαγρύπνηση σχετικά με τον αρνητικό αντίκτυπο της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό για την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή».

Το να μπερδεύει τους ρωσικούς φόβους για το ΝΑΤΟ με τις κινεζικές ανησυχίες για την δραστηριότητα των ΗΠΑ στην Ασία μπορεί να έδωσε στον Σι ένα στιγμιαίο αίσθημα συντροφικότητας με τον Πούτιν, αλλά αυτό έχει ως τίμημα τις σχέσεις με την Δύση, η οποία αντέδρασε όπως θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει. Όπως είπε στον Τύπο ο Γενς Στόλτενμπεργκ, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, στις 15 Φεβρουαρίου, «βασικά αυτό που βλέπουμε είναι ότι δύο αυταρχικές δυνάμεις, η Ρωσία και η Κίνα, δουλεύουν μαζί». Παρόλο που το Πεκίνο θλίβεται δημοσίως για τη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου που θεωρεί ότι ωθεί την Δυτική πολιτική, η ολοένα και πιο εγκάρδια σχέση του με τη Μόσχα δεν μπορεί παρά να θυμίζει στους παρατηρητές την σινο-σοβιετική σχέση των αρχών της δεκαετίας του 1950.

Δεν είναι μόνο οι σχέσεις της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη που θα πληγούν. Πράγματι, η υποστήριξή της στον ελιγμό του Πούτιν πυροδοτεί φόβους στην αυλή της. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Fumio Kishida, έχει δηλώσει: «Πρέπει να εξετάσουμε την πιθανότητα ότι εάν ανεχθούμε την χρήση βίας για να αλλάξει το status quo, αυτό θα έχει αντίκτυπο και στην Ασία» -ένας ελλειπτικός τρόπος για να υποδηλώσει ότι το Πεκίνο μπορεί να αισθανθεί ενθαρρυμένο από τον τυχοδιωκτισμό του Πούτιν. Ο υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας, Peter Dutton, έχει προειδοποιήσει ότι μια ρωσική εισβολή θα ενθάρρυνε την Κίνα να εντείνει τον δικό της εξαναγκασμό επί της Ταϊβάν. Προς το παρόν, η Ινδία έχει προσπαθήσει να παραμείνει ουδέτερη, με τον T. S. Tirumurti, πρεσβευτή της στον ΟΗΕ, να κάνει έκκληση για «ήσυχη και εποικοδομητική διπλωματία». Αλλά δεδομένου του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας, μια εισβολή στην Ουκρανία με την υποστήριξη της Κίνας σίγουρα θα ωθούσε το Νέο Δελχί ακόμα πιο μακριά από τη Μόσχα και προς την Αυστραλία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΑΠΟΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΚΙΝΟ

Δεδομένου του κόστους, γιατί η Κίνα επέλεξε να συμπαραταχθεί με την Ρωσία; Σίγουρα γνώριζε ότι η κίνηση θα επιδείνωνε τις εντάσεις με την Δύση και τις χώρες γύρω από την περιφέρειά της.