Ο Πούτιν επαναλαμβάνει τα λάθη της ΕΣΣΔ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Πούτιν επαναλαμβάνει τα λάθη της ΕΣΣΔ

Τα λανθασμένα μαθήματα της ιστορίας

Το 1955, η Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ (βοηθούμενη από την υπόσχεσή της να παραιτηθεί από τα πυρηνικά όπλα για το ορατό μέλλον), αλλά έναν χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1956, η συμμαχία φαινόταν [να είναι] στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στα τέλη Οκτωβρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, οι δύο ευρωπαϊκοί πυλώνες του ΝΑΤΟ, επιτέθηκαν στην Αίγυπτο για να ανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ, την οποία ο Αιγύπτιος πρόεδρος, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, είχε εθνικοποιήσει λίγους μήνες νωρίτερα. Ενήργησαν συνωμοτώντας με το Ισραήλ (η εφόρμηση του οποίου στην χερσόνησο του Σινά επέτρεψε στο Λονδίνο και στο Παρίσι να ισχυριστούν ότι προστάτευαν την διώρυγα) και πίσω από την πλάτη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν ευνοήσει τις διαπραγματεύσεις με τον Νάσερ. Η προσπάθεια των Ευρωπαίων να επαναβεβαιώσουν την αποικιακή κυριαρχία στην Αίγυπτο εξόργισε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και υποχρέωσε τους Βρετανούς, τους Γάλλους, και τους Ισραηλινούς να αποσυρθούν. Η Δυτική συμμαχία θα βρισκόταν σε χάος, αλλά λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές Νοεμβρίου, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Ουγγαρία. Αυτή η κίνηση προκλήθηκε από μια αλληλουχία γεγονότων στο κράτος-δορυφόρο του Συμφώνου της Βαρσοβίας: αφότου ο σοβιετικός ηγέτης, Νικίτα Χρουστσόφ, εκφώνησε μια ομιλία, επικρίνοντας πτυχές της διακυβέρνησης του Στάλιν, οι Ούγγροι επέλεξαν ένα μεταρρυθμιστικό (αλλά ακόμα κομμουνιστικό) καθεστώς. Η Μόσχα, με την σειρά της, κατέστειλε βάναυσα την ουγγρική εξέγερση.

Η επίθεση της Μόσχας υπενθύμισε στην συμμαχία γιατί υπήρχε. Παρά τις πολυάριθμες, επαναλαμβανόμενες εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ τις επόμενες δεκαετίες, η συμμαχία συνέχισε για το υπόλοιπο του Ψυχρού Πολέμου. Περιοδικές επιδείξεις του σοβιετικού κινδύνου —οι ανανεωμένες επιδιώξεις του Κρεμλίνου στο Δυτικό Βερολίνο (η δεύτερη κρίση του Βερολίνου, που διήρκεσε από το 1958 έως το 1961), οι εισβολές στην Τσεχοσλοβακία (το 1968) και στο Αφγανιστάν (το 1979), και οι απειλές για εισβολή στην Πολωνία (το 1980–81)— ενδυνάμωσαν την συνοχή της συμμαχίας.

Μερικές φορές, οι Σοβιετικοί δεν πλήρωναν άμεσο τίμημα για αυτές τις επιθετικές κινήσεις. Βεβαίως, η τάση της Σοβιετικής Ένωσης να κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης αφαιρούσε [βαθμούς] από την διεθνή δημόσια αποδοχή της, αλλά οι κυρώσεις των ΗΠΑ επιβάλλονταν στις περισσότερες περιπτώσεις με μισή καρδιά. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι Σοβιετικοί έκαναν εχθρούς και βοήθησαν να στερεοποιηθεί η αντίθεση στην επιρροή τους. Η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, για παράδειγμα, επιτάχυνε την άνοδο του «ευρωκομμουνισμού» -δηλαδή, πιο εθνικιστικών κομμουνιστικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα στην Ιταλία, που ήταν λιγότερο υποτακτικά στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα [3]- κάτι που μείωσε την επιρροή και τον έλεγχο της Μόσχας. Και στο Αφγανιστάν, η Μόσχα, η οποία ήλπιζε και σχεδίαζε να εισέλθει και να εξέλθει μέσα σε λίγους μήνες, τοποθέτησε με επιτυχία έναν κομμουνιστή ηγέτη της προτίμησής της (και σκότωσε αυτόν που αντικατέστησε) αλλά βρέθηκε τελματωμένη σε έναν μακρό, εξουθενωτικό αγώνα ενάντια σε μια υποστηριζόμενη από την Ουάσιγκτον εξέγερση, που τελικά την υποχρέωσε να υποχωρήσει μια δεκαετία αργότερα. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποδυνάμωσε ολοφάνερα την Σοβιετική Ένωση καθώς κατευθυνόταν προς την λήθη.

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ

Αυτό το τελικό σενάριο θα πρέπει να ανησυχήσει ιδιαίτερα τον Πούτιν. Μολονότι ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε το ΝΑΤΟ έχουν οποιαδήποτε όρεξη να επέμβουν στρατιωτικά για να σώσουν την Ουκρανία από μια ρωσιική εισβολή, δεν θα ήταν αντίθετοι στο να βοηθήσουν έναν πιθανό ουκρανικό ανταρτοπόλεμο ενάντια σε έναν εχθρικό κατοχικό στρατό —που η ιστορία υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι παρατεταμένος και σημαντικός, όπως ανακάλυψαν οι δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου. Οι Ουκρανοί εμφανίζονται πολύ πιο έτοιμοι και πρόθυμοι να πολεμήσουν από όσο, για παράδειγμα, οι Τσεχοσλοβάκοι το 1968.

Φυσικά, ο Πούτιν αισθάνεται προφανώς [ότι έχει] το δικαίωμα να καταλάβει [4] (ή, κατά την προσκολλημένη στην Σοβιετική Ένωση άποψή του, να επανακατακτήσει) την Ουκρανία επειδή, σε αντίθεση με την Ουγγαρία και την Πολωνία, είναι μια πρώην δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης και ιστορικά, εθνοτικά και γλωσσικά στενά συνδεδεμένη με την Ρωσία. Ωστόσο, ο υπόλοιπος κόσμος (και ακόμη και η ίδια η Ρωσία, σε μια συμφωνία του 1994) έχει αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας ως ανεξάρτητο έθνος μετά την σοβιετική κατάρρευση. Πολλοί Ουκρανοί θυμούνται με θυμό το πώς η Μόσχα κακομεταχειρίστηκε κατάφωρα την χώρα τους όταν ενσωματώθηκε στην Σοβιετική Ένωση. Ο μεγάλος ανθρωπογενής λιμός που σκότωσε εκατομμύρια Ουκρανούς κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Στάλιν την δεκαετία του 1930 έχει μεγάλη επίδραση στην δημόσια συνείδηση της χώρας. Τέτοιες ιστορικές μνήμες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την βίαιη αντίσταση στην ρωσική κατοχή.

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία πιθανώς θα επιταχύνει το αποτέλεσμα που επιθυμεί λιγότερο: ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο ΝΑΤΟ [5]. Μετά το χάος της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, η συμμαχία συσπειρώθηκε σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τον Πούτιν από το να εξαπολύσει επίθεση στην Ουκρανία. Χώρες κατά μήκος ή κοντά στην ρωσική περιφέρεια που εκτιμούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν ανήκουν ακόμη στο ΝΑΤΟ μπορεί τώρα να εξετάσουν σοβαρά την ένταξη ή να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να το πράξουν. Τα δυνητικά νέα μέλη θα μπορούσαν να επεκταθούν πέρα από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες για να συμπεριλάβουν χώρες που παρέμειναν ουδέτερες κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είτε οικειοθελώς (όπως η Σουηδία) είτε ως αποτέλεσμα του σοβιετικού καταναγκασμού (όπως η Αυστρία και η Φινλανδία). Ήδη, ορισμένοι Φινλανδοί συλλογίζονται δημόσια για την «απο-φινλανδοποίηση» και την εγκατάλειψη της παραδοσιακής τους απόστασης από το ΝΑΤΟ.