Η επιστροφή της ανάσχεσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή της ανάσχεσης

Πώς μπορεί να επικρατήσει η Δύση έναντι του Κρεμλίνου

Η απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν προκάλεσε έκπληξη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έμαθαν το περασμένο φθινόπωρο τι σχεδίαζε να κάνει η Ρωσία, και μάλιστα δημοσιοποίησαν στον κόσμο τα σχέδια του Κρεμλίνου. Ακόμα κι έτσι, δεν απέτρεψαν την επίθεση της Ρωσίας στον πολύ πιο αδύναμο γείτονά της. Από την στιγμή που απέκλεισαν την άμεση στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, η αποτροπή μιας Ρωσίας που είναι αποφασισμένη να ελέγξει τους γείτονές της και να ανατρέψει την ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας [που διαμορφώθηκε] μετά το 1990, θα ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση.

02032022-1.jpg

Μια διαδηλώτρια στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, τον Φεβρουάριο του 2022. Elizabeth Frantz / Reuters
-----------------------------------------

Οι ίδιες απειλές που στο παρελθόν δεν απέτρεψαν την Ρωσία από το να εισβάλλει -αυστηρές κυρώσεις, στρατιωτική αρωγή στην Ουκρανία, και ενίσχυση του ΝΑΤΟ- είναι απίθανο να αναγκάσουν τώρα την Ρωσία να αλλάξει πορεία. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον και οι δημοκρατικοί σύμμαχοί της πρέπει να ξεκινήσουν μια στρατηγική ανάσχεσης η οποία θα αυξήσει το κόστος για την Ρωσία και τελικά θα επιβάλλει την εσωτερική πολιτική αλλαγή που θα βάλει τέλος στο βάναυσο καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τα περιγράμματα αυτού του πλάνου είναι γνωστά, [από όταν] καθορίστηκαν για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1940 από τον George F. Kennan, ανώτερο διπλωμάτη στην πρεσβεία της Μόσχας, και αναλύθηκαν στις σελίδες [1] αυτού του περιοδικού. Ο Kennan υποστήριξε ότι η παράνοια και οι ανασφάλειες του καθεστώτος του Στάλιν αντιπροσώπευαν έναν σαφή κίνδυνο για την Δύση και ζήτησε σταθερή, δυναμική ανταπόδοση της πίεσης. Αλλά ο Kennan πίστευε επίσης ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν αδύναμη και έπασχε από εσωτερικές αντιφάσεις που θα κατέστρεφαν τελικά το καθεστώς. Η ανάσχεση χρειάστηκε 40 χρόνια για να πετύχει και περιελάμβανε πολλά αχρείαστα λάθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες —συμπεριλαμβανομένης της έναρξης του πολέμου του Βιετνάμ και της υποστήριξης της βίαιης ανατροπής αρκετών κυβερνήσεων. Αλλά η πολιτική τελικά απελευθέρωσε δυνάμεις μέσα στην Σοβιετική Ένωση που οδήγησαν στο τέλος του καθεστώτος.

Η επιστροφή σε μια στιβαρή πολιτική ανάσχεσης είναι τώρα η καλύτερη επιλογή της Δύσης. Ο θεμελιώδης στόχος θα παραμείνει ο ίδιος με [αυτόν] της παλιάς πολιτικής: να αντιμετωπίσει τον ρωσικό επεκτατισμό, να επιβάλλει πραγματικό κόστος στο ρωσικό καθεστώς, και να ενθαρρύνει την εσωτερική αλλαγή που θα οδηγήσει στην τελική κατάρρευση του Πούτιν και του Πουτινισμού. Φυσικά, πρέπει να προσαρμοστεί στις πραγματικότητες όπως υπάρχουν σήμερα αντί σε αυτές που επικρατούσαν στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικότερα, οι στενοί δεσμοί της Ρωσίας με μια ισχυρή και προσφάτως διεκδικητική Κίνα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προληπτικά.

Ωστόσο, η Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση, ένας στρατιωτικός και ιδεολογικός κολοσσός, σχεδόν ίσος με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μολονότι παραμένει πυρηνική δύναμη, ο στρατός της είναι μια σκιά του πρώην σοβιετικού εαυτού του, και η οικονομία της είναι μικρότερη από του Καναδά, ο οποίος έχει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ, η Δύση έχει γίνει δυνατότερη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν ασυναγώνιστη στρατιωτική ισχύ και έχουν οικονομία 13 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ρωσίας. Η Ευρώπη, μια ηττημένη ήπειρος σημαδεμένη από τον πόλεμο και την φτώχεια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει αναδυθεί ως ένας συνεκτικός οικονομικός γίγαντας με έναν στρατό που, μολονότι υποχρηματοδοτημένος, απολαμβάνει σημαντικές σύγχρονες ικανότητες για να αμυνθεί ενάντια στον ανεπαρκή ρωσικό στρατό. Ως αποτέλεσμα, μολονότι μια πολιτική ανάσχεσης δεν θα φέρει γρήγορη επιτυχία ή νίκη, η σταθερή εφαρμογή της τους επόμενους μήνες και χρόνια θα οδηγήσει στην απαραίτητη αλλαγή στην Ρωσία μέσα στα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια.

ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ

Μια αποτελεσματική επικαιροποίηση του περιορισμού για τον εικοστό πρώτο αιώνα θα αποτελείτο από τρεις βασικούς πυλώνες: την διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, την αποσύνδεση των Δυτικών οικονομιών από την Ρωσία, και την απομόνωση της Μόσχας [2]. Μαζί, αυτά τα τρία στοιχεία θα αυξήσουν σταθερά για την Ρωσία το κόστος από την συνέχιση των επεκτατικών πολιτικών της, θα υποκινήσουν την εσωτερική διαφωνία και τον διάλογο και, τελικά, θα μπορούσαν να επιβάλλουν μια αλλαγή στην διακυβέρνηση. Για να είμαστε σαφείς, μια τέτοια αλλαγή πρέπει να ωθηθεί εσωτερικά -μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν τον τερματισμό του Πουτινισμού, αυτό θα συμβεί μόνο όταν ο ρωσικός λαός αποφασίσει ότι έχει έρθει η ώρα. Επίσης, η επιστροφή στην ανάσχεση δεν θα οδηγήσει σε άμεσο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτό θα απαιτήσει επιπρόσθετα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στην Ουκρανία των στρατιωτικών μέσων που χρειάζεται για να αμυνθεί και να αντισταθεί στην κατοχή, εάν η Ρωσία καταφέρει να καταλάβει μέρος ή το σύνολο της χώρας. Και θα απαιτηθεί τεράστια οικονομική και ανθρωπιστική αρωγή για να βοηθήσει τον πολιορκημένο πληθυσμό της Ουκρανίας και όσους αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή από την χώρα.

Μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ διατηρούν σημαντικούς στρατούς, δύο δεκαετίες ευρωπαϊκής υποεπένδυσης και στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στο Αφγανιστάν έχουν αφήσει το ΝΑΤΟ βαθιά απροετοίμαστο για την επιστροφή σε μια ισχυρή αποτρεπτική στάση. Η υποταγή του λευκορωσικού στρατού στην ρωσική διοίκηση και η εισβολή στην Ουκρανία σημαίνουν ότι χαράσσεται μια νέα πρώτη γραμμή από την Βαλτική στη Μαύρη Θάλασσα -με τα ανατολικά σύνορα της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, και της Ρουμανίας να σηματοδοτούν ουσιαστικά τη νέα ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ως αποτέλεσμα, το ΝΑΤΟ πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να υπερασπιστεί το νέο μέτωπο.

Η συμμαχία έχει λάβει μέτρα για να ενισχύσει την αποτροπή στα ανατολικά [3], αλλά αυτές οι κινήσεις δεν ανταποκρίνονται σε όσα απαιτούν οι καταστάσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διπλασιάσει την παρουσία τους επί του πεδίου στην Πολωνία, σε 9.000 στρατιώτες, και έχουν στείλει αεροπορικές και ναυτικές ενισχύσεις σε άλλες χώρες. Η Γαλλία, η Γερμανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αυξήσει την στρατιωτική τους παρουσία στην Ρουμανία, στην Σλοβακία, και στα κράτη της Βαλτικής. Το ΝΑΤΟ ενεργοποίησε για πρώτη φορά την Δύναμη Αντίδρασης (Response Force) των 40.000 ατόμων, αν και τα τρέχοντα σχέδια δεν περιλαμβάνουν την πλήρη κινητοποίηση ολόκληρης της δύναμης. Ενώ αυτά τα αρχικά μέτρα ενίσχυσαν τις δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στα ανατολικά, στον απόηχο της αρχικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014, δεν είναι κάτι περισσότερο από μια «παγίδα» που θα είναι ανήμπορη να προσφέρει μια στιβαρή άμυνα εάν η Ρωσία επιτεθεί σε έδαφος του ΝΑΤΟ.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πλέον απαραίτητη μια θεμελιώδης επανεξέταση της στάσης των προωθημένων δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ χρειάζεται να αναπτύξει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, αντί για τις λίγες χιλιάδες που έχουν δεσμευτεί μέχρι στιγμής. Η πιο άμεση ανάγκη είναι να αναπτύξει δύο έως τρεις ταξιαρχίες μάχης στην ανατολική Πολωνία και στη νότια Λιθουανία για να υπερασπιστούν τον διάδρομο Suwalki (Suwalki Gap), τα 60 μίλια που χωρίζουν το ρωσικό Καλίνινγκραντ από την Λευκορωσία. Εάν οι ρωσικές ή οι λευκορωσικές δυνάμεις συνέδεαν αυτά τα εδάφη, τα κράτη της Βαλτικής ουσιαστικά θα αποκόπτονταν από το υπόλοιπο ΝΑΤΟ.

Η προετοιμασία για μια μακροπρόθεσμη παρουσία στα Ανατολικά θα απαιτήσει επίσης την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε λιμάνια, σιδηροδρομικές γραμμές, διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης, δρόμους, προμήθεια καυσίμων, και άλλες κρίσιμες υποδομές για την βελτίωση της ικανότητας του ΝΑΤΟ [4] να ενισχύει γρήγορα τα στρατεύματά του. Επιπλέον, δεδομένων των απειλών του Πούτιν να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη πυρηνικά ικανών, και πιθανώς οπλισμένων, πυραύλων στο Καλίνινγκραντ και σε άλλα μέρη της δυτικής Ρωσίας και πιθανώς στην Λευκορωσία, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξετάσει την επάρκεια της πυρηνικής του στάσης.

Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο. Το θέμα είναι ότι η αποτροπή απαιτεί τώρα μεγαλύτερη προβολή και προωθημένη παρουσία από ό,τι συνέβαινε πριν η Ρωσία επιτεθεί στην Ουκρανία. Ό,τι κι αν σκέφτεται ο Πούτιν σχετικά με την εμφατική αναθεώρηση της τάξης ασφαλείας [που διαμορφώθηκε] μετά το 1990 στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να επιτύχει. Ετούτο απαιτεί μια ισχυρή αποτρεπτική παρουσία στα ανατολικά και μια σημαντική δέσμευση να αυξήσει τις δαπάνες μακροπρόθεσμα. Η απόφαση της Γερμανίας να δαπανήσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ τώρα και τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ μελλοντικά για την άμυνα είναι ένα μεγάλο βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΧΥ

Μολονότι η στρατιωτική ισχύς είναι βασική προϋπόθεση για την αποτροπή, δεν αρκεί. Πράγματι, η προωθημένη ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων θα ενισχύσει αρχικά τις διαιρέσεις στην Ευρώπη -και θα αφήσει τους λαούς της Ουκρανίας, τους Καυκάσιους, και, όντως, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας, υπό την κυριαρχία του Πούτιν. Η Δύση δεν μπορεί να επιτρέψει την επιστροφή ενός Σιδηρού Παραπετάσματος που θα χωρίζει την Ευρώπη. Γι’ αυτό η νέα ανάσχεση χρειάζεται επίσης μια πολιτική οικονομικής αποσύνδεσης και πολιτικής απομόνωσης —μέτρα που είναι σχεδιασμένα για να προκαλούν συνεχώς αυξανόμενο κόστος στην Ρωσία και να επιβάλλουν την αλλαγή εκ των έσω.

Οι κυρώσεις που ανακοινώθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Η Ρωσία έχει ουσιαστικά αποκοπεί από την πιστωτική και την οικονομική υποστήριξη και οι έλεγχοι στις εξαγωγές τεχνολογίας θα περιορίσουν σοβαρά τις εισαγωγές στην Ρωσία. Εν τω μεταξύ, οι κυρώσεις στον Πούτιν, στους φίλους του και στις οικογένειές τους θα τους απομονώσουν στις ντάτσες τους (στμ: ρωσικές εξοχικές κατοικίες) στην Ρωσία, ανήμπορους να σεργιανίζουν με τα γιοτ τους στο Σεντ Τροπέ ή στις μεζονέτες τους στο Λονδίνο. Αν και πολλοί έχουν επικρίνει αυτές τις κυρώσεις ως πολύ λίγες, πολύ αργά, αυτές οι κριτικές υποθέτουν ότι σκοπός τους είναι να σταματήσουν την στρατιωτική προέλαση της Ρωσίας. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ. Αντίθετα, οι κυρώσεις έχουν σχεδιαστεί για να προκαλέσουν κόστος σε μήνες και χρόνια για να επιβάλλουν μια αλλαγή συμπεριφοράς.

Η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων στην Ρωσία θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες. Πρώτον, ο πόνος [που θα προκαλέσουν] προϋποθέτει ότι θα εφαρμοστούν από όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ορθώς πορεύτηκε σε κοινό βηματισμό με την Ευρώπη, παρόλο που έχει εμπλακεί διπλωματικά επί μήνες ώστε να πιέσει για τις μέγιστες δυνατές κυρώσεις. Η ανακοίνωση μιας σειράς κυρώσεων μπορεί να κάνει τους ανθρώπους στην Ουάσιγκτον να αισθάνονται καλά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αν δεν συμφωνήσουν άλλοι να ακολουθήσουν, ο αντίκτυπός τους θα είναι περιορισμένος. Όπως έχει δείξει η περίπτωση του Ιράν, οι συντονισμένες κυρώσεις από το 2010 και μετά παρήγαγαν μια πραγματική πυρηνική συμφωνία. Η μονομερής μέγιστη πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2018 και μετά έχει οδηγήσει το Ιράν να επιταχύνει το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Δεύτερον, η ενέργεια είναι βασική. Ο πρώην γερουσιαστής John McCain κάποτε περιέγραψε αξιομνημόνευτα [5] την Ρωσία ως «ένα βενζινάδικο που έχει μεταμφιεστεί σε χώρα». Αλλά είναι ένα μεγάλο βενζινάδικο, ειδικά για την Ευρώπη, η οποία εξακολουθεί να προμηθεύεται το 40% του φυσικού αερίου της από την Ρωσία. Ορισμένες χώρες, όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ουγγαρία, και η Λετονία, εξαρτώνται σχεδόν πλήρως για την θέρμανση από το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική τους ενέργεια από τις εισαγωγές από την Ρωσία. Μολονότι, ο περιορισμός των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και αερίου θα έπληττε την ρωσική οικονομία, η οποία είναι ιδιαίτερα εξαρτώμενη από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων, η ζημιά που θα έκαναν τέτοιοι περιορισμοί στις ευρωπαϊκές οικονομίες θα ήταν επίσης σοβαρή. Η πραγματική αποσύνδεση, επομένως, θα διαρκέσει χρόνια, όχι εβδομάδες ή μήνες, καθώς η Ευρώπη θα βρίσκει εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου και θα μειώνει την εξάρτησή της από ορυκτά καύσιμα ως μέρος των δεσμεύσεών της για την κλιματική αλλαγή.

Εκτός από την στρατιωτική ισχύ και την οικονομική αποσύνδεση, η Ρωσία θα πρέπει επίσης να απομονωθεί πολιτικά. Η απρόκλητη επίθεσή της αντιπροσώπευσε μια κατάφωρη παραβίαση της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου και αντίκειται στην δέσμευση της Ρωσίας να μην αλλάξει τα σύνορα με την βία —μια δέσμευση που η Μόσχα επανέλαβε πολλές φορές στις ευρωπαϊκές διακηρύξεις ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι (Helsinki Final Act) το 1975, της Χάρτας των Παρισίων (Charter of Paris) το 1990, και της Διακήρυξης του ΟΑΣΕ της Αστάνα (Astana OSCE Declaration) το 2010. Και η Ρωσία παραβίασε σαφώς την ρητή εγγύησή της, [που έδωσε] το 1994, να σεβαστεί τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας με αντάλλαγμα την δέσμευση του Κιέβου να παραχωρήσει τα πυρηνικά όπλα του. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο «business as usual» με ένα έκνομο καθεστώς.

Σίγουρα, οι διπλωματικοί δίαυλοι πρέπει να παραμείνουν ανοιχτοί, όπως ήταν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η φυσιολογική εμπλοκή της Ρωσίας με την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα πρέπει να τερματιστεί. Η σύσταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (International Olympic Committee) να αποκλείσουν οι αθλητικές διοργανώσεις τους αθλητές από την Ρωσία και την Λευκορωσία ήταν η σωστή απόφαση, όπως [σωστή] ήταν και η απόφαση της FIFA και της UEFA να αποκλείσουν τις ρωσικές ομάδες ποδοσφαίρου από το Παγκόσμιο Κύπελλο και τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ωστόσο, η απομόνωση πρέπει να επεκταθεί πολύ πέρα από τον αθλητισμό. Δεν υπάρχει θέση για την Ρωσία στο G20 και ο διπλωματικός χορός των Ευρωπαίων ηγετών που πήγαιναν στη Μόσχα, o οποίος προηγήθηκε της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία, πρέπει να σταματήσει. Πέρα από την πλήρη και άνευ όρων αποχώρηση της Ρωσίας από όλη την Ουκρανία -συμπεριλαμβανομένου του εδάφους που έχει καταλάβει και προσαρτήσει από το 2014- δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσουμε. Αυτό περιλαμβάνει την αναστολή των συνομιλιών στρατηγικής σταθερότητας που είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν μια προβλέψιμη και σταθερή σχέση με την Ρωσία. Καμία τέτοια σχέση δεν είναι δυνατή όσο ο Πούτιν είναι στην εξουσία. «Θα διασφαλίσουμε ότι ο Πούτιν θα είναι παρίας στην διεθνή σκηνή», δήλωσε ο πρόεδρος Μπάιντεν.

Ταυτόχρονα, όπως και κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, πρέπει να υπάρξει μια συντονισμένη προσπάθεια για την εμπλοκή της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών. Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η αντίθεση στον πόλεμο είναι ήδη αναπάντεχα διαδεδομένη, όπως αποδεικνύεται από τις διαδηλώσεις που ξέσπασαν τις τελευταίες ημέρες σε περισσότερες από 50 πόλεις. Καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες επιστρέφουν σε σακούλες και οι κυρώσεις αρχίζουν να «δαγκώνουν», αυτή η αντίθεση είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Οι Ρώσοι θα χρειαστούν πρόσβαση σε ακριβείς πληροφορίες, τις οποίες οι Δυτικές κυβερνήσεις μπορούν να παράσχουν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του διαδικτύου, και της ραδιοτηλεόρασης. Οι ανταλλαγές ανθρώπων πρέπει να συνεχιστούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανοίξει τις πόρτες στους αντιφρονούντες στο παρελθόν. Μπορούν να το κάνουν ξανά.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΛΑΝΟ

Για να πετύχει, η νέα πολιτική ανάσχεσης πρέπει να υιοθετηθεί από όλους τους Δυτικούς συμμάχους —στην Ευρώπη, στην Βόρεια Αμερική, ακόμη και στην Ασία. Η Ρωσία, όπως και η Σοβιετική Ένωση πριν από αυτήν, είναι πρόθυμη να εκμεταλλευτεί τους διχασμούς εντός και μεταξύ των δημοκρατιών. Έχει παρέμβει σε εκλογές επί χρόνια και έχει υποστηρίξει τις ακροδεξιές πολιτικές στην Ευρώπη και όχι μόνο. Έχει χρησιμοποιήσει τις δωροδοκίες και την ενεργειακή εξάρτηση από την Δύση για να διαιρέσει την Ευρώπη. Ο Πούτιν είδε τους διχασμούς που έσπειρε εντός του ΝΑΤΟ ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κατά την διάρκεια των τεσσάρων χρόνων της θητείας του και τις διαφωνίες για το Αφγανιστάν και τις πωλήσεις υποβρυχίων στην Αυστραλία που προέκυψαν έκτοτε, ως απόδειξη ότι η Δύση ήταν αδύναμη και διχασμένη. Τώρα, σκέφτηκε πιθανότατα, ήταν η ώρα να χτυπήσει.

Ο Πούτιν έκανε λάθος. Η Δύση ήταν αξιοσημείωτα ενωμένη στην απάντησή της. Ακόμη και πριν από την επίθεση της Ρωσίας, η Δυτική ενότητα εντός του ΝΑΤΟ και πέρα από αυτό είχε παγιωθεί. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ίσως διδασκόμενη από τα παραπατήματά της στο Αφγανιστάν, έκανε εξαιρετική δουλειά για να ενώσει τους συμμάχους της, μοιραζόμενη πληροφορίες, διαβουλευόμενη συχνά, και επιδεικνύοντας σκληρή, αποφασιστική ηγεσία. Το αποτέλεσμα ήταν σημαντικό: ισχυρές κυρώσεις, ενισχυμένη αποτροπή, και απόλυτη πολιτική αλληλεγγύη στην Ουκρανία.

Για να διατηρηθεί αυτή η ενότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν αναδυθεί για άλλη μια φορά ως ηγέτης της Δύσης, θα χρειαστεί να ακούσουν προσεκτικά τους συμμάχους και να είναι πρόθυμες να αλλάξουν πορεία για να τους κρατήσουν όλους μαζί. Θα υπάρξουν στιγμές που οι εσωτερικοί διχασμοί θα εγείρουν ερωτήματα για την σταθερότητα του συνασπισμού. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ φαινόταν να βρίσκεται σε διαρκή κρίση –εκτός από όταν είχε τη μεγαλύτερη σημασία.

Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και του σήμερα είναι το status της Κίνας. Το Πεκίνο, που δεν είναι πλέον ένας ασήμαντος παίκτης στην παγκόσμια σκηνή, έχει αναδειχθεί ως ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Ουάσιγκτον και ο μεγαλύτερος γεωπολιτικός διεκδικητής στον Ινδο-Ειρηνικό [6] και πέρα από αυτόν. Η ουκρανική κρίση εμφανίστηκε σε μια στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας έχουν γίνει ιδιαίτερα στενές. Οι ηγέτες τους έχουν συναντηθεί 38 φορές από τότε που ο Σι Τζινπίνγκ έγινε πρόεδρος της Κίνας το 2012, συμπεριλαμβανομένης, πιο πρόσφατα, [αυτής] κατά την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Εκεί, εξέδωσαν μια κοινή δήλωση σημειώνοντας ότι η συνεργασία τους «δεν είχε όρια». Αντί να καταδικάσει την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Πεκίνο έχει κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ ότι δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας.

Οι ανακοινώσεις του Πεκίνου, ωστόσο, περιείχαν μια ανεπαίσθητη αίσθηση ανησυχίας για τις κινήσεις του Πούτιν. Η κοινή δήλωση ήταν αξιοσημείωτα σιωπηλή για την Ουκρανία και οι επίσημες δηλώσεις έχουν υπογραμμίσει με συνέπεια την δέσμευση αρχών της Κίνας για την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα, και τη μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων εθνών. Η Κίνα απείχε [7] από το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καταδίκαζε την Ρωσία, αντί να συμπράξει με τη Μόσχα στην καταψήφισή του. Και το Πεκίνο δεν αναγνώρισε ποτέ την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να είναι ανοιχτόμυαλη για το μέλλον της Ουκρανίας. Επομένως, υπάρχει πεδίο για σιωπηρή διπλωματία που θα «μετρήσει» εάν το Πεκίνο θα μπορούσε να πειστεί να συμβάλει στην άσκηση πίεσης στην Ρωσία.

Ακόμα κι αν το Πεκίνο έχει τις αμφιβολίες του, ωστόσο, δεν είναι προς το συμφέρον του να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Ρωσίας. Πράγματι, οι Κινέζοι ηγέτες αναμφίβολα καλωσορίζουν την ανανεωμένη ενασχόληση των ΗΠΑ με την ασφάλεια στην Ευρώπη, επειδή δίνει στο Πεκίνο περισσότερη ελευθερία ελιγμών στην περιοχή του. Η Κίνα είναι επίσης πιθανό να βοηθήσει στον μετριασμό ορισμένων από τις οικονομικές συνέπειες των κυρώσεων στην Ρωσία, αν και υπάρχουν όρια στο πόσα μπορεί να κάνει, ειδικά από οικονομικής πλευράς, όπου οι συναλλαγές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ο τομέας των Δυτικών νομισμάτων από τα οποία η Ρωσία έχει πλέον αποκλειστεί.

Επομένως, η ανάσχεση της Ρωσίας προϋποθέτει να δοθεί προσοχή στην Κίνα. Ένας τρόπος για να αυξηθεί η μόχλευση της Δύσης επί του Πεκίνου θα ήταν η ενδυνάμωση των πολιτικών, οικονομικών, και στρατιωτικών δεσμών μεταξύ των προηγμένων δημοκρατιών στην Ασία, στην Ευρώπη, και στην Βόρειο Αμερική. Ένα διευρυμένο G-7, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συμπεριλάβει την Αυστραλία και τη Νότιο Κορέα καθώς και την συμμετοχή των επικεφαλής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αυτά τα έθνη και οι οργανισμοί θα χρειαστεί να επινοήσουν κοινές στρατηγικές και πολιτικές όχι μόνο για να περιορίσουν την Ρωσία αλλά και για να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά την Κίνα.

Η 24η Φεβρουαρίου ήταν ένα σημείο καμπής στην ιστορία. Οι δημοκρατικές δυνάμεις της Δύσης καλούνται για άλλη μια φορά να υπερασπιστούν μια τάξη βασισμένη σε κανόνες που έχει ξεριζωθεί βίαια. Ευτυχώς, οι Δυτικές δυνάμεις διαθέτουν την απαραίτητη έμφυτη ισχύ για να περιορίσουν την Ρωσία και να υπερνικήσουν την Κίνα για επιρροή σε ολόκληρο τον κόσμο. Το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι αν έχουν την θέληση και την αποφασιστικότητα να το κάνουν όλοι μαζί.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/1947-07-01/so...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-02-07/how-break-...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2021-12-10/dont-sell-out...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-10-31/introdu...
[5] https://www.washingtontimes.com/news/2014/mar/16/mccain-russia-gas-stati...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-12-04/chinese-communi...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-03-01/return-contai...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition