Η αμυντική βιομηχανία ως «κλειδί» της ανάπτυξης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμυντική βιομηχανία ως «κλειδί» της ανάπτυξης

Οι εξοπλισμοί, οι γεωπολιτικές πιέσεις, η δωροδοκία, και το χρέος*
Περίληψη: 

Στην Ελλάδα, οι γεωπολιτικοί περιορισμοί που συνδέονται με την τουρκικό επεκτατισμό δε συγκίνησαν τις εδώ πολιτικές ηγεσίες ώστε να στηριχθεί η παραγωγή οπλικών συστημάτων εγχωρίως. Έτσι, αντί να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας μειώσαμε το βάρος της στην εγχώρια παραγωγή διαχρονικά, δίνοντας προτεραιότητα στις πανάκριβες εισαγωγές οπλικών συστημάτων.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΔΑΣ είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και υφυπουργός Εξωτερικών.

Το Ισραήλ μείωσε δραστικά το δημόσιο χρέος του τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Παράλληλα, στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάπτυξης που επέλεξε και έχοντας υπόψη τους περιορισμούς γεωπολιτικής υφής που αντιμετωπίζει, στράφηκε στην παραγωγή πολεμικού υλικού περιορίζοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές του.

13032022-1.jpg

Drone της Dassault στην παραγωγή του οποίου έχει συμμετάσχει και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ). Πηγή: haicorp.com
-------------------------------------------------------

Η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας στο Ισραήλ δημιούργησε έναν σημαντικό τεχνολογικό πόλο με διάχυση σε όλη την εγχώρια παραγωγή παίζοντας, στον βαθμό που της αναλογεί, τον ρόλο της ατμομηχανής της οικονομίας. Παρόμοιες εξελίξεις κατέγραψε η Νότια Κορέα και η Τουρκία. Η Τουρκία διαθέτει τέσσερις ειδικούς λογαριασμούς εκτός κρατικού προϋπολογισμού, που ενισχύουν την εγχώρια πολεμική βιομηχανία [1].

Στην χώρα μας οι γεωπολιτικοί περιορισμοί που συνδέονται με την τουρκικό επεκτατισμό δε συγκίνησαν τις εδώ πολιτικές ηγεσίες κατ’ όμοιο βαθμό. Έτσι, αντί να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας μειώσαμε το βάρος της στην εγχώρια παραγωγή διαχρονικά, δίνοντας προτεραιότητα στις πανάκριβες εισαγωγές οπλικών συστημάτων.

Ενώ από το 1974 δεχόμαστε διαρκείς προκλήσεις με αφορμή την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, το Κυπριακό, και τόσα άλλα, εμείς θυμόμαστε τις ανάγκες μας σε εξοπλισμούς μόνο όταν αντιμετωπίζουμε όξυνση κρίσεων με την Τουρκία. Αντίθετα, η Τουρκία, από την αρχή της δεκαετίας του 1990, μεθοδεύει συστηματικά την ανάπτυξη της αεροναυπηγικής και της πολεμικής της βιομηχανίας, δημιουργώντας πόλους τεχνολογίας που συμβάλλουν, εκτός των άλλων, στην ανάπτυξη του κλάδου της ηλεκτρομηχανικής και των μεταφορικών μέσων.

Εμείς στρεφόμαστε στις εισαγωγές τελικών προϊόντων για να καλύψουμε τις άμεσες ανάγκες της άμυνάς μας. Οι βεβιασμένες, όμως, αποφάσεις και οι προκλήσεις της στιγμής εύλογα οδηγούν σε αγορές ακριβών οπλικών συστημάτων, καθώς πιέζουμε και για γρήγορες παραδόσεις. Όταν περάσει η όποια κρίση, η άμυνα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Λόγοι του μη προσανατολισμού των δημοσίων δαπανών υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας θα μπορούσαν να είναι:

Πρώτος, έλλειψη εμπιστοσύνης στα ελληνικά οπλικά συστήματα. Αυτά, όμως, για να βελτιωθούν χρειάζεται να γίνουν παραγγελίες και να δοθούν χρήματα εκ μέρους του κράτους, όπως γίνεται παντού στον πλανήτη. Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν πολλά από αυτά να κατακτούν ξένες αγορές και να μην έχουν πρόσβαση στην εγχώρια;

Δεύτερος λόγος είναι οι κακές αναπτυξιακές επιλογές με επίκεντρο την βιομηχανία και ειδικότερα τον τομέα των εξοπλισμών. Στο θέμα της μη στήριξης της εγχώριας παραγωγής πολεμικού υλικού έρχεται η μονοπωλιακή θέση του προμηθευτή να δώσει την δική της ερμηνεία ως υπόθεση για έρευνα, θέτοντας πολλά ερωτήματα στο πλαίσιο μιας ενδιαφέρουσας προσέγγισης.

Αναλυτικότερα, όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός και εισάγεται ένα σύνολο ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ ενός πωλητή-προμηθευτή τότε είναι πιθανό να αναπτυχθεί ένα σύστημα χρηματισμού εκ μέρους του ευνοούμενου και υπέρ των ατόμων που συνδέονται με την ανωτέρω μεταχείριση. Ως εύνοια θα μπορούσε να θεωρηθεί, λόγου χάριν, μια απευθείας ανάθεση προμήθειας πολεμικού υλικού βάσει μιας ρύθμισης ή νόμου.

Η απουσία ανταγωνισμού, λοιπόν, είναι φυσικό να οδηγήσει σε υψηλές τιμές πώλησης. Στις τιμές αυτές πέραν του κόστους υπάρχει και ένα υπερκέρδος, μέρος του οποίου μπορεί να δοθεί ακολούθως από τον μονοπωλητή ως δώρο σε κάθε εμπλεκόμενο που πρωταγωνιστεί στην παραπάνω εύνοια.

Στον χώρο των εξοπλισμών, μια μεγάλη ξένη εταιρία ή μια μεσαίου μεγέθους με διεθνή εμβέλεια και υψηλούς τζίρους βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από μια αναδυόμενη εγχώρια στο θέμα της δωροδοκίας των ατόμων εκείνων που ευθύνονται για την εν λόγω εύνοια. Διαθέτει, λοιπόν, περισσότερους πόρους για χρηματισμό κάθε εμπλεκόμενου στις σχετικές αποφάσεις.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η δύναμη της δωροδοκίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρίτη αιτία μη ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, ερμηνεύοντας έτσι την στροφή προς τους ξένους προμηθευτές. Επιπλέον η αγορά ενός τελικού προϊόντος (αεροσκάφους, πλοίου, κλπ) από μια εταιρία του εξωτερικού δίνει μεγαλύτερη άνεση στην άνθιση της δωροδοκίας από ότι μια «μπερδεμένη» συμπαραγωγή όπου συμμετέχει τουλάχιστον και μια εγχώρια εταιρία.

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ο προσδιορισμός του αποδέκτη αυτών των χρημάτων. Η οικονομική θεωρία από μόνη της θέτει τα ερωτήματα και συχνά την βεβαιότητα ή την πιθανότητα ύπαρξης πεδίου διαφθοράς. Είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Η περαιτέρω έρευνα (δικαστική κ.λπ) είναι αυτή που οφείλει να ονοματίσει τον αποδέκτη τέτοιων χρημάτων προβαίνοντας σε επιβεβαιώσεις ή απορρίψεις.

ΟΠΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ

H ελληνική βιομηχανία οπλικών συστημάτων -ή ορθότερα ό,τι έχει απομείνει από αυτήν- δείχνει συχνά τις δυνατότητές της. Τεθωρακισμένα οχήματα που δεν έχουν να ζηλέψουν το παραμικρό από τα αντίστοιχα τουρκικά, όπλα anti-drone, καινοτόμα προϊόντα, αλεξίσφαιρα γιλέκα, και τόσα άλλα επιτεύγματα της εγχώριας παραγωγής φιγουράριζαν ανταγωνιζόμενα τα αντίστοιχα ξένα.

Πλην του αναπτυξιακού χαρακτήρα, των θετικών επιπτώσεων στην απασχόληση, την τεχνολογία και την διάχυση της τελευταίας στην βιομηχανική παραγωγή (βλ. Ισραήλ και Ν. Κορέα), τα εγχωρίως παραγόμενα οπλικά συστήματα, οι συμπαραγωγές –όπου παρουσιάζουμε μεγάλη υστέρηση– και οτιδήποτε σχετικό που δημιουργεί προστιθέμενη αξία εδώ, θα ελαφρύνουν δυο ελλείμματα.