Τι θα γίνει αν η Ρωσία κάνει μια συμφωνία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι θα γίνει αν η Ρωσία κάνει μια συμφωνία;

Πώς να τερματιστεί ένας πόλεμος που κανένας δεν είναι πιθανό να κερδίσει

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες επέβαλαν κυρώσεις στην Ρωσία, δεσμευόμενες να μην τις άρουν έως ότου η Ρωσία αποσύρει τον στρατό της από την ανατολική Ουκρανία και τερματίσει τον πόλεμο, παρόλο που η Ρωσία παρέμενε αήττητη στο πεδίο της μάχης. Ο Πούτιν δεν θα μπορούσε να εξομαλύνει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους εκτός κι αν εφάρμοζε με τους δικούς τους όρους τα Σύμφωνα του Μινσκ, κάτι που δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει. Αλλά οι κυρώσεις δεν ήταν αποσταθεροποιητικές για την Ρωσία και δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να καταναγκάσουν τη Μόσχα να αποδεχτεί τους όρους της Δύσης.

Η αποτυχία του Μινσκ έχει πολλούς υπαίτιους. Οι υπογράφοντες τις συμφωνίες ήταν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία, και η Ουκρανία. Το Παρίσι και το Βερολίνο ήταν ρητορικά δεσμευμένα στην συμφωνία, αλλά δεν έκαναν κάτι για να την επιβάλουν, και η επίδραση των κυρώσεων εξασθενούσε κάθε χρόνο που περνούσε. Η Ουάσιγκτον ήταν εξίσου εφησυχασμένη και νωθρή. Η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ εισέρρευσε στην Ουκρανία όταν η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ συμφώνησε να παράσχει φονική στρατιωτική βοήθεια -με αρκετές δεσμεύσεις ώστε να γίνει πρόταση μομφής (impeachment) εις βάρος του Τραμπ για τις χειριστικές σχέσεις του με την Ουκρανία. Ωστόσο, παρά τις προηγούμενες υποσχέσεις, στην Ουκρανία δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή σε οποιαδήποτε άλλη συμμαχία: καμία δέσμευση μέσω συνθήκης από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή από άλλη μεγάλη εξωτερική δύναμη δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο ωθήθηκε από ένα ρεβανσιστικό όραμα [1] για τους ιστορικούς δεσμούς της Ουκρανίας με την Ρωσία και από την αυτόκλητη αποστολή του να τερματίσει την ουκρανική κρατική υπόσταση. Αλλά η εισβολή εμπνεύστηκε επίσης από την πιο πρακτική απογοήτευση του Πούτιν από τις [Συμφωνίες του] Μινσκ. Μολονότι ο ρωσικός στρατός είχε κερδίσει τις μάχες του το 2014 και το 2015, το Κρεμλίνο έχανε τον πόλεμο για το μέλλον της Ουκρανίας. Ο Πούτιν πίστευε ότι η ταχεία ανατροπή της κυβέρνησης στο Κίεβο θα άλλαζε αυτή την κατάσταση και θα έσερνε την Ουκρανία πίσω προς την Ρωσία, τιμωρώντας τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους του Κιέβου. Κατά την άποψή του, μια εισβολή δεν θα οδηγούσε σε έναν ευρύτερο πόλεμο, επειδή η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μόνο επιφανειακά δεσμευμένες στην Ουκρανία. Αν ήταν αληθινά δεσμευμένες δεν θα είχαν αφήσει το Μινσκ να κυλήσει στην αδιαφορία.

ΑΘΕΤΗΜΕΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ

Η αναπάντεχη επιτυχία της Ουκρανίας έχει κάνει το Κρεμλίνο να αναθεωρήσει τους πολεμικούς στόχους του. Ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή με τον μαξιμαλιστικό στόχο [2] να ανατρέψει την ουκρανική κυβέρνηση. Το νόημα του πολέμου ήταν, με την αλλόκοτη γλώσσα του Πούτιν, να «απο-ναζιστικοποιήσει» την Ουκρανία, το οποίο σήμαινε αλλαγή του καθεστώτος. Δεδομένων των τεράστιων απωλειών της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, η κατάληψη του Κιέβου μπορεί να έχει καταστεί αδύνατη για τις ρωσικές δυνάμεις, και περιορίζοντας τις συζητήσεις για την αποναζιστικοποίηση, ο Πούτιν έχει σηματοδοτήσει ότι μπορεί να δεχτεί την κυβέρνηση του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ως νομιμοποιημένη ομόλογο στις διαπραγματεύσεις. Αλλά αυτό μπορεί επίσης να είναι μια παγίδα στο Κίεβο, μια παύση πριν η Ρωσία επιστρέψει σε ένα κλιμακούμενο σύνολο απαιτήσεων. Ο Πούτιν θα χρησιμοποιήσει ούτως ή άλλως ως διαπραγματευτικό χαρτί οποιοδήποτε έδαφος έχουν καταλάβει οι ρωσικές δυνάμεις τις τελευταίες εβδομάδες.

Ο Πούτιν πιθανώς έχει τρεις βασικούς στόχους σε αυτό το σημείο. Ένας [στόχος] είναι να επισημοποιήσει την ενσωμάτωση της Κριμαίας στην Ρωσία, ένα επίτευγμα–σήμα κατατεθέν της προεδρίας του στα μάτια του Πούτιν. Ίσως η προσάρτηση των περιοχών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, μόνο ένα μέρος των οποίων ήταν κατεχόμενο πριν από την εισβολή του 2022, να ενσωματωθεί σε αυτό το αίτημα. Σε συνάφεια με αυτό, η Ρωσία μπορεί επίσης να πιέσει για μια χερσαία γέφυρα από τη Μολδαβία έως τη Μαριούπολη, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος.

Ένας δεύτερος στόχος είναι να εδραιωθεί η ουδετερότητα της Ουκρανίας, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει είτε την αδυναμία της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να εισέλθει σε συμμαχίες της επιλογής της μέσω Συνθηκών, είτε την «αποστρατιωτικοποίησή» της, όπως το έχει θέσει ο Πούτιν, πιθανώς με την εξάλειψη της στρατιωτικής της ικανότητας. Πράγματι, ο Πούτιν μπορεί να επιδιώξει αμφότερα τα αποτελέσματα. Σε ένα λιγότερο δραστικό σενάριο, η ουδετερότητα θα μπορούσε επίσης να σημαίνει περιορισμούς σε ορισμένα οπλικά συστήματα και την απαγόρευση ξένων βάσεων στην Ουκρανία. Τέλος, ο Πούτιν θα θελήσει να περιορίσει ή να εμποδίσει την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ειδικά σε αυτούς που συνδέονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την πλευρά του, ο Ζελένσκι θέλει να εξασφαλίσει την πλήρη κυριαρχία και αυτονομία της χώρας του. Θεωρητικά, αυτό θα συνεπαγόταν την απόσυρση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία, την επιστροφή της Κριμαίας στην Ουκρανία, και την ελευθερία να εμβαθύνει τις οικονομικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Ετούτα τα αποτελέσματα, ωστόσο, θα προϋπέθεταν ότι η Ρωσία θα έχανε τον πόλεμο [3]. Ενώ δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στον Πούτιν ότι θα τιμήσει τα έγγραφα που θα υπογράψει και δεν πρέπει να του γίνουν παραχωρήσεις για τον εγκληματικό του πόλεμο, [ο ίδιος] δεν μπορεί να μείνει έξω από τις διαπραγματεύσεις. Η Ρωσία έχει στην διάθεσή της την απειλή των χημικών και βιολογικών όπλων και των τακτικών πυρηνικών όπλων, για να μην αναφέρουμε την χρήση περαιτέρω συμβατικής στρατιωτικής βίας. Υπό αυτή την βαριά σκιά, ο Ζελένσκι πρέπει να καθορίσει τον βαθμό του συμβιβασμού που μπορεί να ανεχτεί και που θα αποδεχτούν οι Ουκρανοί πολίτες. Θα πρέπει να μετρήσει τις επιταγές μιας άδικης ειρήνης εναντίον εκείνων ενός δίκαιου αλλά καταστροφικού πολέμου.